Κάρολος Ντίκενς: Ποιητής γνήσιος, μέγας ονειροπλάστης του συνόλου
Παιδί ταπεινωμένο, που πληγώθηκε αλλά δεν «έστριψε»
Θα είταν άδικο –ακριβέστερα: μια απρέπεια– να μην αφιερωθούν από την πλευρά μας την ελληνική λίγα λόγια υπεύθυνα στα εκατόχρονα από τον θάνατο του Κάρολου Ντίκενς. Όχι γιατί πρόκειται για μεγάλον συγγραφέα. Τέτοιος λόγος θα μπορούσε να φανεί τυπικός. Αλλά γιατί ο Ντίκενς, μαζί με πολύ λίγους, ελάχιστους ομοτέχνους του, ανήκει, πέρα από την πατρίδα του, στην ανθρωπότητα. Είναι θεσμός.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 27.6.1970, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Λόγος βαρύς η λέξη «θεσμός», τη λέμε εδώ μ’ επίγνωση και χωρίς το αίσθημα πως πέφτουμε σε υπερβολή ή στόμφο. Την έχουν ειπεί για τη θέση του Ντίκενς μέσα στην πατρίδα του, την Αγγλία. Σήμερα, που τα πνευματικά σύνορα δεν καταργούνται αλλά έχουν καταργηθεί, όροι τέτοιοι αποκτούν διαφορετικό περιεχόμενο. Κι’ από τούτη ακριβώς τη σκοπιά αξίζει ν’ αντικρύσουμε τον Ντίκενς· γιατί αν είταν να ξαναπούμε εδώ ό,τι έχει ειπωθεί, να συνοψίσουμε τα καθιερωμένα, τότε τυπικό και πάλι θα γινόταν το έργο μας. Τίποτα δεν χαρακτηρίζει τόσο παραστατικά την εποχή μας, όσο η αναθεώρηση –ρητή ή ανομολόγητη– των θεσμών. Λοιπόν ο Ντίκενς είναι θεσμός ή δεν είναι τίποτα. Στις κρίσιμες εποχές οι θεσμοί και κρίνονται και κρίνουν: κρίνονται με ό,τι υποχωρεί μέσα τους, κρίνουν με ό,τι αντέχει.
Γλώσσα απόλυτη αυτή εδώ, θα πει κανένας, αστόχαστη. Προσοχή: μιλάμε γι’ αναθεωρήσεις οργανικές, αυτόματες, όχι για συρμούς. Σύμφωνα με τον συρμό, ο Ντίκενς μπορεί να μη διαβάζεται σήμερα, να μην απασχολεί όπως είχε απασχολήσει. Αυτό δεν θα πει τίποτα, δεν μας διαφωτίζει. Ο συρμός είναι το χρέος που καταβάλλει η κάθε γενεά στην επιπολαιότητα ως μεταμφιεσμένον πανικό του Χρόνου. Οι θεσμοί όμως, όταν είναι γνήσιοι, όταν δηλαδή αποτυπώνουν όχι ένα έθιμο διαιωνισμένο αλλά μιαν υποχθόνια κλίση του συλλογικού ασυνείδητου, στέκονται εκεί, αμετακίνητοι στη βαθύτερή τους ουσία, απαρασάλευτοι, και γίνονται μέτρο. Κρίνουμε τη γνησιότητά μας σε σχέση με την απόσταση που μας χωρίζει από τον ανθεκτικό πυρήνα ενός θεσμού.
Ο Ντίκενς, με την ύπαρξή του, καθορίζει μιαν ακραία διάσταση του μυθιστορήματος, όπου το έργο είναι «πράξη». Πράξη χωρίς να είναι κι’ αυτοσκοπός, δηλαδή ναρκισσική ενασχόληση, λογοτεχνική επίδοση αθλητικού τύπου, φορμαλιστικός αυτοερωτισμός. Τα όρια ανάμεσα στην Πράξη και στην Τέχνη θα ξεχωριστούν αργότερα, όταν θα έρθουν στο προσκήνιο οι ωραιοπαθείς του αισθητισμού, να στρέψουν την Τέχνη κατά της αστικής αυταρέσκειας, να την κάνουν αίρεση, όργανο αποδοκιμασίας και πάλης. Στα χρόνια του Ντίκενς η συζυγία είναι τέλεια. Όπως είταν και λίγο πριν, στον Ουώλτερ Σκοτ. Ειδικότερα στον Ντίκενς, κορυφώνεται ο τύπος του λαϊκού συγγραφέα, όπου το «λαϊκός» δεν σημαίνει φτηνός. Σημαίνει ενσάρκωση ενός λαού, ψυχή του συνόλου.
Έννοιες τέτοιες δύσκολα μπορεί να τις συλλάβει ο κόσμος μας. Γι’ αυτό κι’ ενδιαφέρει ν’ αντικρυστεί ο Ντίκενς από το κοινωνιολογικό πρίσμα. Στο φως της εποχής μας θα τον ιδούμε να λειτουργεί ως καταλύτης. Τι νόημα βάζουμε εμείς σήμερα σ’ έννοιες καθώς «λαός», «ρεαλισμός», «κοινωνική τέχνη»; Ένα πολιτικό νόημα. Κι’ όταν λέμε πολιτικό, ας προσέξουμε πως είναι θολό, διφορούμενο, ζυμωμένο με ιδεολογίες ξινισμένες, σκοπιμότητες διπρόσωπες, ένα παθητικό ανεξιλέωτο. Είμαστε οι παραχαράκτες των εννοιών, αυτοί που τις έκαναν ελαστικές και ξετσίπωτες σαν μαϊμούδες, ασυνείδητες –ή ανεύθυνες– σαν μαϊμούδες. Δεν είναι τυχαίο που ο Ντίκενς γεννιέται στα 1812 και στην Αγγλία. Είναι η μεταβατική στιγμή από τον 18ο αιώνα στον 19ο, από την αγροτική οικονομία στην βιομηχανική, η αυγή του βιομηχανικού πολιτισμού, η πυρωμένη ανατολή του κόσμου μας. Στην Αγγλία θα μελετήσει ο Μαρξ τις αρχές του προλεταριάτου, που θα γίνουν η Δωδεκάδελτος του επαναστατισμού. Από την αγροτική προτεραία ο Ντίκενς έχει διατηρήσει την τρυφερότητα, τη ροπή προς το ειδύλλιο, ενώ από τη βιομηχανική ανατολή θα πάρει το αίσθημα του εφιάλτη, έναν κόσμο από ίσκιους που μορφάζουν σαν τέρατα και υφαίνουν τη νέα κόλαση – της αδυσώπητης προόδου.
Ο ίδιος είναι πολύ αφελής για να τα συνειδητοποιήσει όλ’ αυτά. Αφελής κι’ εωθινός, ποιητής γνήσιος. Μου κάνει εντύπωση που μέσα σ’ όλα όσα βλέπω να γράφονται αυτές τις ημέρες γύρω του στον διεθνή Τύπο, δεν τυχαίνει να συναντήσω πουθενά αυτή την απλή και μεγάλη λέξη, που τα εξηγεί όλα: ποιητής. Σύμπτωση θα είναι. Γιατί, βέβαια, όσα καταλογίζονται στον Ντίκενς, τα καθιερωμένα, κι’ όσα του αναγνωρίζονται, κι’ αυτά καθιερωμένα, αντιθέσεις ακραίες μεταξύ τους, ισοζυγιάζονται επειδή τα συνδέει αθώρητος ένας αναγκαίος δεσμός. Στους πολύ μεγάλους, η ιδιότυπη και βαθειά γοητεία είναι αναπόσπαστη από τα χτυπητά τους ελαττώματα. Η περιοχή του τέλειου με την έννοια του πολύ ισορροπημένου, του καλοστρωμένου, του τεχνικά ανεπίληπτου, ανήκει σε κάποιες χρυσές μετριότητες, όχι στους έξω μέτρου.
Βρίσκω κάτω από την πέννα ενός συμπατριώτη του, του J. B. Priestley, σε μελέτη πολύ παλαιότερη, έναν-δυο χαρακτηρισμούς που μου φαίνονται οριστικοί. Αυτόν εδώ λόγου χάρη: «Η φαντασία του είναι παιδιάστικη, κι’ αυτό είναι η αδυναμία του. Όμως η φαντασία του είναι και παιδική, κι’ εδώ βρίσκεται η δύναμή του». Παιδί ταπεινωμένο, που πληγώθηκε αλλά δεν «έστριψε», αυτό θ’ απομείνει σ’ όλη του τη ζωή ο συγγραφέας Κάρολος Ντίκενς. Θα βλέπει τον κόσμο γύρω με τη φρεσκάδα του παιδιού, με την απορημένη ευαισθησία του παιδιού και με την παραμορφωτική του τάση, που αυθόρμητα γεφυρώνει πραγματικό και φανταστικό. Σήμερα που ο ρεαλισμός εξευτελίζεται, τόσο από εκείνους που τον κάνουν πρόγραμμά τους όσο κι’ από εκείνους που τον περιφρονούν σαν κάτι υπερβολικά προσιτό, θα είταν χρήσιμο να ιδεί κανένας σε τι συνίσταται ο ρεαλισμός του Ντίκενς. Ρεαλισμός χωρίς αντικειμενικότητα, χωρίς θεμελίωση σε μια κοινόχρηστη εμπειρία, τι λογής ρεαλισμός μπορεί να είναι; Όσο είταν ρεαλιστικός κι’ ο κόσμος του Ντοστογιέφσκι ή του Μπαλζάκ στις καλλίτερες στιγμές του. Έτσι, μέσα στους κόλπους μιας εποχής που πίστεψε, υποτίθεται, όσο καμμιά άλλη στην αντικειμενική πραγματικότητα, βλέπουμε τους πιο αυθεντικούς πνευματικούς της μάρτυρες να καταθέτουν για μιαν αλήθεια εσωτερική, που προβάλλεται στην οθόνη τού έξω κόσμου και τον πλημμυρίζει με οράματα. Ο αιώνας του βιομηχανικού πολιτισμού, πρόδρομος της τεχνολογίας, έχει ψυχή ταραγμένην, στοιχειωμένην. Ενώ η επιστήμη του διασαλπίζει τη μακάρια εμπιστοσύνη στην τεχνική πρόοδο, η ποίησή του προαισθάνεται την κόλαση που αρχίζει.
Ξεχνάμε πολύ συχνά πως αυτό που το λέμε «παιδικότητα» εξυπακούει ουσιαστικά κάτι άλλο, βαθύτερο: την αγνότητα· κι’ ότι το δεύτερο τούτο δεν έχει ηλικία. Όταν ο Ντίκενς πηγαίνει για πρώτη φορά, και γεμάτος αισιοδοξία, ελπίδες, στην Αμερική, πρότυπο του μέλλοντος, γράφει: «Είμαι απογοητευμένος. Δεν είναι αυτή εδώ η Δημοκρατία που είχα έρθει να ιδώ, δεν είναι η Δημοκρατία της φαντασίας μου». Της φαντασίας του! Πήγαινε να επαληθέψει τη φαντασία του στην πράξη κι’ απογοητεύτηκε. Φταίει η φαντασία, θα πει φυσικά ο πρακτικός άνθρωπος. Όχι, φταίει η πράξη, θ’ απαντήσουμε εμείς· γιατί μερικοί ιδεολογικοί ισχυρισμοί δικαιώνονται μόνον όταν δείξουν πως έχουν καθαρά χέρια, διαφορετικά ξεφανερώνονται υποκριτικοί – δηλαδή πως επινοήθηκαν για να κρύψουν το αντίθετό τους.
Σε τι τον ωφέλησε η παιδική φαντασία του τον Κάρολο Ντίκενς; Μου φαίνεται να το λένε οι δύο τούτες μικρές φράσεις του Πρίσλεϋ: «Έγινε ο φίλος κι’ ο υπερασπιστής των φτωχών και των απλών ανθρώπων». Και: «Οπουδήποτε θα υπάρχει έδαφος για συμπόνια και για γέλιο, θα μπορεί να προχωρεί θριαμβευτής». Τέχνη ωφελιμιστική; Όχι, γιατί η πρακτική της εμβέλεια ακολουθεί, δεν προηγείται του κύριου στόχου, που είναι το όραμα για το όραμα, η δημιουργία ενός σύμπαντος πλάι στο γνωστό, κοινόχρηστο, και γι’ αυτό αποχρωματισμένο σύμπαν. Αν υπάρχει μια ανθρωπιά στο έργο του Ντίκενς, αυτή είναι το δώρο του σ’ εμάς να περνάμε αδιόρατα, και μάλιστα μεθυστικά, από το δεύτερο στο πρώτο, να ξεκουραζόμαστε μέσα εκεί, να λυνόμαστε καθώς σε χλιαρό λουτρό. Αφηγητής πατριαρχικός, μέγας ονειροπλάστης του συνόλου είναι ο Ντίκενς. Ο κόσμος των μεγάλων συγγραφέων έγινε σαν για να μας ξεκουράζει και να μας αποζημιώνει για τον φυσικό κόσμο. Ο άνθρωπος αθωώνει την Δημιουργία, την ανήμερη.
Φαινόμενα καθώς του Ντίκενς προτείνουν νόρμες, κανόνες, υποδείγματα, με τα οποία θέλοντας και μη πρέπει ύστερα ν’ αντιμετριέσαι. Πολύ παρασκεύασμα του λογοτεχνικού μπουντουάρ, βαρυμύρωτο, μαλθακό, έκλυτο, φαντάζει το μυθιστόρημα του καιρού μας μπροστά στο δικό του, το πεζομαχικό. Και λέμε την εποχή του βικτωριανή και τη δική μας στρατευμένην! Κάποιο λάθος θα υπάρχει εδώ, κάποια οπτική ατέλεια. Εκτός πια εάν η Τέχνη έγινε τόσο υποκριτική, που να ηδονίζεται κρύβοντας το φτιασιδωμένο πρόσωπο της πόρνης κάτω από το προσωπείο του ασκητή. Ο Διάβολος όταν γεράσει γίνεται καλόγερος.
Ο Ντίκενς πλάι στην Κόλαση είχε φροντίσει να πλάσει και τον παιδικό Παράδεισό του.
*Επιφυλλίδα του Άγγελου Τερζάκη, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 27 Ιουνίου 1970 και έφερε τον τίτλο «Προσκύνημα στον Ντίκενς».
Ο μέγας συγγραφέας Κάρολος Ντίκενς (Charles John Huffam Dickens) γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1812, στο Πόρτσμουθ της κομητείας Χάμπσαϊρ, και απεβίωσε στις 9 Ιουνίου 1870, στο Gad’s Hill Place της κομητείας Κεντ.
Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Κάρολος Ντίκενς περί το 1850.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις