Ιλχάν Ομάρ: Η Δημοκρατική που οι Ρεπουμπλικανοί λατρεύουν να… μισούν
Γιατί η νεαρή μουσουλμάνα βουλευτίνα των Δημοκρατικών γίνεται «κόκκινο πανί» για τους συντηρητικούς στις ΗΠΑ
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Αλλαγές εξετάζει η Κομισιόν για την οδήγηση μετά τα 70 έτη - Τι θα αναφέρεται στην ευρωπαϊκή οδηγία
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
Είναι μαύρη, πρόσφυγας από την Αφρική, γυναίκα, μουσουλμάνα, βουλευτίνα των Δημοκρατικών -και δη της αριστερής τους πτέρυγας- έχει άποψη και είναι η πρώτη στα χρονικά των ΗΠΑ που φορά τουρμπάνι ή χιτζάμπ στο Κογκρέσο.
Κοντολογίς, η 40χρονη Ιλχάν Ομάρ αντιπροσωπεύει ό,τι ακριβώς απεχθάνονται οι πιο συντηρητικοί κύκλοι τις ΗΠΑ και σίγουρα οι πιο φανατικοί στις τάξεις των Ρεπουμπλικανών.
Όχι τυχαία, ο Ντόναλντ Τραμπ την έχει στοχοποιήσει πολλές φορές, μαζί με άλλες τρεις προοδευτικές βουλευτίνες των Δημοκρατικών -την παλαιστινιακής καταγωγής Ρασίντα Τλαΐµπ, την Αφροαµερικανή Αγιάνα Πρέσλεϊ και τη Λατίνα Αλεξάντρια Οκάσιο Κορτέζ.
Επίσης όχι τυχαία, η ρεπουμπλικανική νέα πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε στα τέλη της περασμένης εβδομάδας υπέρ της αποπομπής της Ομάρ από την κομβική Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, της οποίας είναι μέλος από το 2019.
Οι αντίπαλοί της υποστήριξαν ότι είναι ακατάλληλη για το πόστο, λόγω αμφιλεγόμενων δηλώσεών της προ τριετίας. Επί της ουσίας είχε μιλήσει για τεράστια πολιτική επιρροή του εβραϊκού λόμπι στις ΗΠΑ.
Η θέση της επικρίθηκε διακομματικά για αναπαραγωγή αντισημιτικών στερεοτύπων. Ως προς το τελευταίο -και μόνο ως προς αυτό- η Ομάρ ζήτησε δημόσια συγγνώμη.
Το ψήφισμα για την αποπομπή της από την επιτροπή κατέθεσε ο Ρεπουμπλικανός βουλευτής Μαξ Μίλερ -ένας από τους δύο Αμερικανοεβραίους βουλευτές του κόμματος- καταλογίζοντας στην Ομάρ αδυναμία «λήψης αντικειμενικών αποφάσεων στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων λόγω των προκαταλήψεών της εναντίον του Ισραήλ και του εβραϊκού λαού».
Η ίδια -έχοντας βρεθεί αντιμέτωπη με αντιμουσουλμανικό μένος από την ανάληψη των καθηκόντων της, ακόμη και με απειλές κατά της ζωής της– χαρακτήρισε την κίνηση της απομάκρυνσής της «καθαρά κομματική».
«Εκπλήσσεται κανείς που θεωρούμαι οιονεί ανάξια να μιλώ για την αμερικανική εξωτερική πολιτική; Ή ότι με βλέπουν ως μια ισχυρή φωνή που πρέπει να φιμωθεί;», τόνισε σε ομιλία της λίγο πριν από την επίμαχη ψηφοφορία.
«Όμως εγώ», συμπλήρωσε, «δεν ήρθα στο Κογκρέσο για να σιωπήσω»…
View this post on Instagram
Από τη Σομαλία, στο Κογκρέσο
Γεννημένη στο Μογκαντίσου το 1982, ορφανή από τα δύο της χρόνια από μητέρα και κόρη ενός πολύτεκνου συνταγματάρχη επί σοσιαλιστικού καθεστώτος του στρατηγού Σιάντ Μπαρέ, η Ιλχάν Ομάρ εγκατέλειψε μαζί με την οικογένειά της τη Σομαλία το 1991 για να γλιτώσουν από τον εμφύλιο.
Πέρασαν τέσσερα χρόνια σε προσφυγικό καταυλισμό στην Κένυα, μέχρι που εξασφάλισαν άσυλο στις ΗΠΑ. Η Ομάρ είδε από νωρίς την άγρια πλευρά του αμερικανικού «ονείρου».
Στο σχολείο στη Βιρτζίνια ήταν θύμα συστηματικού bullying επειδή ήταν μια φτωχή μαύρη μουσουλμάνα, που φορούσε στα μαθήματα χιτζάμπ.
Όταν μετακόμισαν στη Μινεάπολη της Μινεσότα -την «καρδιά» της σομαλικής διασποράς- τα πράγματα κύλησαν πιο ομαλά, αν και οι ανισότητες ήταν πάντα αισθητές.
Η πρώτη της επαφή με την πολιτική έγινε συνοδεύοντας τον παππού της, ως διερμηνέας του, σε συνελεύσεις του Δημοκρατικού Κόμματος.
Απέκτησε με ανεπίσημο ισλαμικό γάμο το πρώτο της παιδί σε ηλικία 20 ετών και έπειτα ένα δεύτερο.
Στα 27 της πήρε πτυχίο Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων από το Κρατικό Πανεπιστήμιο της Βόρειας Ντακότα.
Στα 34 της -έπειτα από σκαμπανεβάσματα στην προσωπική ζωή της, ένα τρίτο παιδί και πολύ δουλειά στο τοπικό παράρτημα των Δημοκρατικών στη Μινεσότα- εξελέγη στην πολιτειακή Βουλή και έγινε η πρώτη Αμερικανο-σομαλή νομοθέτης στην ιστορία των ΗΠΑ.
Μόλις δύο χρόνια μετά έγινε μια από τις δύο πρώτες μουσουλμάνες που εξελέγησαν στη ομοσπονδιακή Βουλή των Αντιπροσώπων.
Όταν ανέλαβε καθήκοντα, το 2019, πρόεδρος ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ.
Έκτοτε η Ιλχάν Ομάρ -τρεις φορές εκλεγμένη στη Βουλή των Αντιπροσώπων- βρίσκεται στο επίκεντρο μιας δύσκολης και διαρκούς μάχης για την αμερικανική ταυτότητα.
Θέση που την έχει φέρει σε ευθεία σύγκρουση με τους Ρεπουμπλικανούς, αλλά και αρκετούς στο ίδιο της το κόμμα.
Έξω από τα δόντια;
Ως βουλευτής, στηρίζει μεταξύ άλλων την αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου στα 15 δολάρια, την καθολική υγειονομική περίθαλψη, τη διαγραφή του φοιτητικού χρέους και την κατάργηση της Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Τελωνείων (ICE) των ΗΠΑ.
Έχει επικρίνει δημόσια τη μεταναστευτική πολιτική όχι μόνο του Τραμπ, αλλά και του Μπαράκ Ομπάμα και τώρα του Τζο Μπάιντεν.
Έχει επίσης καταγγείλει την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα και σε αραβικές χώρες, τον πόλεμο στην Υεμένη, την τουρκική εισβολή στη βόρεια Συρία και πολλάκις την ισραηλινή κατοχή στα παλαιστινιακά εδάφη.
Οι θέσεις της στοχοποιήθηκαν, προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων και όργιο παραπληροφόρησης από την αρχή της πρώτης θητείας της στη Βουλή των Αντιπροσώπων, το 2019.
Από τότε ο Ρεπουμπλικανός Κέβιν Μακάρθι -νυν πρόεδρος του νομοθετικού σώματος- απειλούσε να κινήσει διαδικασίες κατά της Ομάρ, αλλά και της έτερης μουσουλμάνας βουλευτίνας Ρασίντα Τλαΐµπ, επειδή ασκούσαν κριτική στο Ισραήλ και υποστήριζαν δημόσια το κίνημα BDS για μποϊκοτάζ, αποεπένδυση και κυρώσεις στο Ισραήλ.
Σχολιάζοντας σχετική με το θέμα ανάρτηση Αμερικανού δημοσιογράφου στο Twitter, η Ομάρ έγραψε «Είναι όλα για τους Βενιαμίνους, baby»: μια φράση δανεισμένη από ένα τραγούδι hip hop.
Αναφερόταν στο χαρτονόμισμα των 100 δολαρίων, που έχουν τη φιγούρα ενός εκ των εθνοπατέρων των ΗΠΑ, του Βενιαμίν Φραγκλίνου.
Ερωτηθείσα να διευκρινίσει, κατονόμασε το ισχυρό φιλοϊσραλινό λόμπι AIPAC.
Η υπόνοια χρηματισμού προκάλεσε ένα κύμα οργής εναντίον της για αντισημιτισμό, καταδίκη από την ηγετική ομάδα των Δημοκρατικών και τη δημόσια συγγνώμη της Ομάρ ως προς αυτό.
Όμως «ταυτόχρονα», συμπλήρωσε, «επανεπιβεβαιώνω ότι οι λομπίστες έχουν προβληματικό ρόλο στην πολιτική μας, είτε είναι η AIPAC, είτε το λόμπι των όπλων ή η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων».
Το επανέλαβε υπό τη μορφή ερωτήματος ένα μήνα αργότερα, σε εκδήλωση στην Ουάσιγκτον.
Τη θέση της στήριξαν τότε με ανοιχτή επιστολή πάνω από 1.200 Αμερικανοεβραίοι, τονίζοντας ότι «δεν υπάρχει τίποτα αντισημιτικό στο να επισημαίνεται ο επιβλαβής ρόλος του AIPAC».
Πόλωση
Λίγες ημέρες αργότερα, η Ομάρ μπήκε και πάλι στο «στόχαστρο» του τραμπικού στρατοπέδου.
Αφορμή ήταν μια ομιλία της στο Συμβούλιο Αμερικανο-ισλαμικών Σχέσεων (CAIR). Ήταν επικεντρωμένη στο πως η τρομοκρατία ενίσχυσε την ισλαμοφοβία.
Προς επίρρωση, υπογράμμισε τη θεαματική αύξηση των μελών του CAIR «μετά την 11η Σεπτεμβρίου, επειδή αναγνώρισαν ότι κάποιοι έκαναν κάτι και ότι όλοι εμείς [οι μουσουλμάνοι στις ΗΠΑ] αρχίσαμε να χάνουμε την πρόσβαση στις ατομικές μας ελευθερίες».
Η φιλοτραμπική New York Post έσπευσε να απομονώσει τη φράση «κάποιοι έκαναν κάτι», βάζοντάς της στο πρωτοσέλιδο δίπλα σε μία φωτογραφία της και στο φόντο τους φλεγόμενους Δίδυμους Πύργους.
Ο ίδιος ο Τραμπ, τότε πρόεδρος, ανήρτησε στο Twitter ένα βίντεο με λούπα την απομονωμένη φράση της Ομάρ, πλάνα από την 11η Σεπτεμβρίου και σχόλιο με κεφαλαία γράμματα: «ΔΕΝ ΘΑ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ!».
Οι απειλές κατά της Δημοκρατικής βουλευτίνας αυξήθηκαν επικίνδυνα.
Αυτή τη φορά, η ηγεσία των Δημοκρατικών έσπευσε στο πλευρό της, κατηγορώντας τον Τραμπ για υποκίνηση μίσους και βίας.
Όμως η εσωκομματική στήριξη στην Ομάρ διαταράχθηκε και πάλι στο 2021, όταν η βουλευτίνα ανήρτησε στο Twitter βίντεο από συζήτηση με τον Αμερικανό ΥΠΕΞ Άντονι Μπλίνκεν.
Αφορούσε στις έρευνες του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ICC, του οποίου η Ουάσιγκτον δεν είναι συμβαλλόμενο μέλος) για εγκλήματα πολέμου από το Ισραήλ, τη Χαμάς, την -αμερικανικής υποστήριξης- πρώην κυβέρνηση του Αφγανιστάν και τους Ταλιμπάν.
Δεδομένης της αντίθεσης των ΗΠΑ στη διενέργειά τους, το ερώτημα της Ομάρ στον Μπλίνκεν ήταν πώς περιμένει η Ουάσιγκτον τα θύματα να βρουν Δικαιοσύνη.
«Έχουμε δει αδιανόητες φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν από τις ΗΠΑ, τη Χαμάς, το Ισραήλ, το Αφγανιστάν και τους Ταλιμπάν», έγραψε στο tweet της.
Ομάδα 12 βουλευτών των Δημοκρατικών την κατήγγειλε ότι εξισώνει δημοκρατικές χώρες με τρομοκρατικές ομάδες, ζητώντας διευκρινίσεις.
«Η συζήτηση αφορούσε την λογοδοσία για συγκεκριμένα περιστατικά», απάντησε η Ομάρ με δελτίο Τύπου, «όχι μια ηθική σύγκριση».
We must have the same level of accountability and justice for all victims of crimes against humanity.
We have seen unthinkable atrocities committed by the U.S., Hamas, Israel, Afghanistan, and the Taliban.
I asked @SecBlinken where people are supposed to go for justice. pic.twitter.com/tUtxW5cIow
— Rep. Ilhan Omar (@Ilhan) June 7, 2021
Κρυφές ατζέντες
Ορισμένοι Ρεπουμπλικάνοι επεδίωκαν εδώ και χρόνια την απομάκρυνση της Ομάρ από την Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων. Δεν είναι η μόνη στην οποία στέκονται εμπόδιο.
Προ ημερών ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Κέβιν Μακάρθι, έκανε χρήση του δικαιώματος που έχει για μονομερή αποκλεισμό από την επίλεκτη Επιτροπή Πληροφοριών δύο Δημοκρατικών βουλευτών από την Καλιφόρνια.
Ο ένας είναι ο Άνταμ Σιφ, στον οποίο ο Μακάρθι καταλόγισε «ψευδή δήλωση» για το ότι δεν γνώρισε την ταυτότητα ενός πληροφοριοδότη.
Ο δεύτερος είναι ο Έρικ Σουάλγουελ, Ως αιτιολογία παρουσιάστηκαν παρελθοντικές επαφές του με Κινέζα, η οποία αποδείχθηκε κατάσκοπος -αν και ουδέν μεμπτό προέκυψε από τις έρευνες του FBI για τον βουλευτή από την Καλιφόρνια.
Αμφότεροι απέδωσαν τον αποκλεισμό τους στους κομβικούς ρόλους που διαδραμάτισαν στις δύο παραπομπές του Ντόλαντ Τραμπ με το ερώτημα της καθαίρεσης, όταν ήταν ακόμη στον Λευκό Οίκο.
Η περίπτωση της Ιλχάν Όμαρ θεωρείται αντίστοιχα πράξη πολιτικής εκδίκησης των τραμπικών για την απομάκρυνση δύο μελών τους από επιτροπές -της Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν και Πολ Γκόσαρ- το 2021.
Είχαν κατηγορηθεί για υποκίνηση βίας κατά Δημοκρατικών συναδέλφων τους. Σήμερα έχουν και οι δύο ξαναδιοριστεί μέλη επιτροπών.
Παρ’ όλα αυτά η απομάκρυνση της Ομάρ δεν έχει τελεσιδικήσει.
Για να περάσει το ψήφισμα, μετριοπαθείς βουλευτές των Ρεπουμπλικανών -που διαφωνούσαν με τη διαδικασία- απαίτησαν και εξασφάλισαν δικαίωμα άσκησης ένστασης από τους άμεσα θιγόμενους σε περιπτώσεις κατάργησης της συμμετοχής τους σε κοινοβουλευτικές επιτροπές.
Κατά τον Μουσταφά Μπαγιούμι, αιγυπτιακής καταγωγής Αμερικανό αναλυτή, συγγραφέα και καθηγητή στο City University της Νέας Υόρκης -το μεγαλύτερο αστικό δημόσιο πανεπιστήμιο στις ΗΠΑ- η περίπτωση της μουσουλμάνας βουλευτίνας είναι ίσως η πιο κραυγαλέα της πολιτικής υποκρισίας και των μικροκομματικών «παιχνιδιών» αυτή την περίοδο στην Ουάσιγκτον.
Περί πολιτικής ουσίας
Οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν πράγματι «σοβαρό πρόβλημα αντισημιτισμού», επισημαίνει ο Μπαγιούμι σε άρθρο του στον Guardian. Όμως «δεν είναι η Ιλχάν Ομάρ».
Προς τούτο, υπενθυμίζει ένα tweet του ίδιου του Μακάρθι το 2018, το οποίο μετέπειτα διέγραψε.
«Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στον [Τζορτζ] Σόρος, στον [Τομ] Στάγιερ και στον [Μάικλ] Μπλούμπεργκ να ΑΓΟΡΑΖΟΥΝ τις εκλογές!», είχε γράψει, κατηγορώντας τους τρεις πλούσιους Αμερικανοεβραίους για μόχλευση των ενδιάμεσων εκλογών του Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς.
Η δε τραμπική βουλευτίνα και συνωμοσιολόγος της ακροδεξιάς Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν -διορισμένη σήμερα στην Επιτροπή Εσωτερικής Ασφάλειας με τις «ευλογίες» του Μακάρθι- ήταν η ίδια που προ τετραετίας υποστήριζε ότι οι μεγάλες δασικές φωτιές στην Καλιφόρνια είχαν προκληθεί από «ακτίνες λέιζερ από το διάστημα» συνδέοντας τες με την εβραϊκή δυναστεία των Ρότσιλντ.
«Κι έπειτα», επισημαίνει ο Δρ. Μπαγιούμι, «είναι ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος γευματίζει με αρνητές του Ολοκαυτώματος όπως ο Νικ Φουέντες και αντισημίτες όπως ο Ye».
Στον αντίποδα, γράφει στους New York Times ο Πίτερ Μπάινερτ, καθηγητής Δημοσιογραφίας και Πολιτικών Επιστημών, καθώς και αρχισυντάκτης του δημηνιαίου περιοδικού Jewish Currents, η Ιλχάμ Ομάρ «κάνει άβολες ερωτήσεις για την Αμερική».
Κινείται πέρα από την πολιτική ορθότητα, «αναγνωρίζοντας -όπως και πολλοί σε ολόκληρο τον κόσμο- ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ασκούν αυτή την ηθική εξουσία σχεδόν τόσο συχνά όσο ισχυρίζονται οι ηγέτες μας», επισημαίνει ο αρθρογραφος.
«Αντιτίθεται στον μύθο -ο οποίος πλαισιώνει τόσο μεγάλο μέρος του επίσημου λόγου στην Ουάσιγκτον- ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική είναι εγγενώς ηθική».
«Οι επικριτές της βλέπουν τα βασικά ερωτήματα και τις θέσεις της ως αντιαμερικανική απειλή», παρατηρεί ο Μπαγιούμι. Όμως «αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, λαμβάνοντας υπόψη την μπανάλ κατάσταση της υπερβολικά κομφορμιστικής εξωτερικής μας πολιτικής».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις