Το Μάιο του 1978 «Το Βήμα», διερευνώντας το φλέγον ζήτημα της Εθνικής Αντίστασης, είχε ζητήσει από προσωπικότητες που είχαν διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα της περιόδου 1941-1944 να καταθέσουν τις σχετικές μαρτυρίες τους.

Μεταξύ εκείνων που είχαν λάβει μέρος στην εν λόγω έρευνα του «Βήματος» (πιο συγκεκριμένα, στο δεύτερο κύκλο αυτής) και είχαν συνομιλήσει με το γνωστό δημοσιογράφο και συγγραφέα Βάσο Μαθιόπουλο (1928-2013) ήταν ο Κωνσταντίνος Γ. Δεσποτόπουλος, ο οποίος είχε διατελέσει πολιτικός και νομικός σύμβουλος του ΕΛΑΣ, καθώς και αντιπρόσωπος Αθηνών στο Εθνικό Συμβούλιο Κορυσχάδων (οι άλλοι τρεις συνομιλητές του Μαθιόπουλου ήταν ο Κομνηνός Πυρομάγλου, ο Αθανάσιος Μίχας και ο Χριστόδουλος Κουρούκλης).

Ο Κωνσταντίνος Γ. Δεσποτόπουλος (απεβίωσε πλήρης ημερών το 1992), νομικός και πολιτικός από τη Χίο (διετέλεσε βουλευτής του νησιού με την ΕΔΑ, εκλεγείς το 1958), ήταν πρώτος εξάδελφος του ακαδημαϊκού Κωνσταντίνου Ι. Δεσποτόπουλου (1913-2016), διαπρεπούς φιλοσόφου και πολιτικού στοχαστή, πανεπιστημιακού δασκάλου και υπουργού Παιδείας.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 12.5.1978, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στο κείμενο που ακολουθεί παρατίθενται εκτενή αποσπάσματα από το διάλογο του Μαθιόπουλου με τον Δεσποτόπουλο (ο συγκεκριμένος κύκλος της έρευνας του «Βήματος» είχε δημοσιευτεί στα φύλλα της 12ης και της 13ης Μαΐου 1978) :

Μαθιόπουλος: Κύριε Δεσποτόπουλε, ζήσατε σε υπεύθυνο πόστο, του νομικού και πολιτικού συμβούλου του ΕΛΑΣ, την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης του ’41-’44. Πώς κρίνετε το αντιστασιακό κίνημα, και με τη σημερινή σας πείρα και το γεγονός ότι κατά τις γραπτές συμμαχικές και γερμανικές πηγές το ΕΑΜ εξελίχθηκε ποσοτικά στη μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση;

Δεσποτόπουλος: Αρχίζοντας από το δεύτερο σκέλος της ερωτήσεώς σας, σας απαντώ: απλούστατα γιατί το πρόγραμμα και η δράση του ανταποκρινόταν στις βαθύτερες και γενικότερες επιδιώξεις του ελληνικού λαού εκείνη την εποχή.

Είχαμε αντιμετωπίσει με γενναιότητα και αποτελεσματικότητα μια μεγάλη δύναμη, όπως ήταν τότε η Ιταλία του Μουσολίνι. Και τολμήσαμε να πούμε «Όχι» ακόμα και στην πανίσχυρη Γερμανία του Χίτλερ. Ήταν φυσικό το έθνος να αισθάνεται μεγαλωμένη την αυτοεκτίμησή του. Την ψυχική καθίζηση του ηττημένου πολύ λίγοι την είχαν υποστεί. Ο λαός διατηρούσε την πατριωτική του υπερηφάνεια παροξυμμένη σε μεγάλο βαθμό, και επιπλέον μέσα του, ύστερα από τις πολύχρονες εμπειρίες του, είχε παγιωθεί η απόφαση για δημοκρατικές αλλαγές μετά τον τερματισμό του πολέμου.

Εκείνοι που συνέλαβαν τη μαζική συνέχιση της ενεργητικής αντιστάσεως κατά του εχθρού και υπό καθεστώς κατοχής, είχαν βρει τον στόχο της θελήσεως του ελληνικού λαού. Και είχαν επιπλέον συλλάβει ότι η επιβίωσή του και η αποφυγή του εξανδραποδισμού του μόνο με καθολική μαχητική αντίσταση μπορούσε να εξασφαλισθεί.

Αυτή τη θέληση της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού δεν την συνέλαβαν ούτε και με τις κατοχικές εμπειρίες τα αστικά πολιτικά κόμματα και δεν συνειδητοποίησαν τα μηνύματα των καιρών. Υποστήριζαν ότι η φυσική δραστηριότητά τους μόνο υπό καθεστώς ανεξαρτησίας και ελευθερίας μπορούσε να νοηθεί. Ακόμα και μεμονωμένες αντιστασιακές εκδηλώσεις που είχαν σημειωθεί, όπως π.χ. διάφορα σοβαρά σαμποτάζ, τα πολιτικά κόμματα απέφυγαν να τους δώσουν γενικότερη κατευθυντήρια σημασία. Η εξαίρεση, όπως στην περίπτωση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, που πίστευε στην αξία της αντιστάσεως, επιβεβαιώνει τον κανόνα. Ο κ. Κανελλόπουλος, όταν ήμουν στο Κάιρο το 1943, ύστερα από πολλές μας συναντήσεις, συμφώνησε να υπάρξει στην Αθήνα συνεργασία του κόμματός του, του Εθνικού Ενωτικού, με το ΕΑΜ. Μου έδωσε μάλιστα και σχετική επιστολή προς τους εκπροσώπους του στην Αθήνα με αυτό το πνεύμα. Όταν γύρισα στο βουνό, επειδή δεν μπορούσα εγώ να κατεβώ στην Αθήνα, έδωσα το γράμμα στον Πέτρο Ρούσσο, ο οποίος και το επέδωσε σε παράγοντες του Ενωτικού Κόμματος στην Αθήνα.

Αντίθετα προς τη στάση αυτή των αστικών κομμάτων, τα κόμματα της Αριστεράς πίστευαν στη δυνατότητα –και στην ανάγκη– μιας οργανωμένης και μαζικής αντιστάσεως του λαού κατά των κατακτητών ανεξάρτητα από προσωπικές πολιτικές τους τοποθετήσεις. Από αυτή την αντίληψη βγήκε ο πρώτος γενικός σχεδιασμός του ΕΑΜ τον Σεπτέμβριο του 1941.

[…]

Στο ΕΑΜ ουδέποτε άκουσα να αναφέρεται η λέξη σοσιαλισμός κατά την πρώτη περίοδο που ήμουν παρών στις συνομιλίες που γίνονταν με τους εκπροσώπους του. Στο ΕΑΜ πήγα στην αρχή ανήκοντας από το 1925 στο κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου. Ο ίδιος ο Παπανδρέου με είχε στείλει σαν εκπρόσωπό του, όταν το ΕΑΜ ζήτησε απ’ αυτόν να στείλει αντιπρόσωπο για τις συνεννοήσεις που γίνονταν για μια ενιαία αντιστασιακή οργάνωση. Αλλά αργότερα, όταν προτάθηκε στον Παπανδρέου να μετάσχει και ο ίδιος με ηγετική θέση στο ΕΑΜ, και με είχαν παρακαλέσει μάλιστα να του προτείνω εγώ, και τελικά εκείνος δεν δέχτηκε, εγώ παρέμεινα στο ΕΑΜ.

[…]


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 13.5.1978, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Μαθιόπουλος: Κύριε Δεσποτόπουλε, πιστεύετε ότι η εθνική ενότητα μπορούσε να διατηρηθεί κατά τη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης; Ποιοι παράγοντες συνέβαλαν στη διάσταση των αντιστασιακών οργανώσεων και ποιος ήταν κατά την αντίληψή σας ο ρόλος των ξένων και ειδικά των Βρετανών κατά την Κατοχή;

Δεσποτόπουλος: Από αρχής η Αριστερά επεδίωκε πολύ επίμονα την εθνική ενότητα στη δράση. Και μιλώντας για την Αριστερά, δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε ότι σιγά-σιγά η πρωτοβουλία για τη μαζικότερη οργάνωση του ΕΑΜ περιήλθε στο ΚΚΕ. Αυτό ήταν φυσικό, μια και το κόμμα αυτό διέθετε πείρα και αποφασιστικότητα για την οργάνωση λαϊκών αγώνων κάτω από σκληρές, πιεστικές συνθήκες. Αλλά η πρωτοβουλία αυτή δεν ήταν μονοπωλιακή.

Η σταθερή επιδίωξη της Αριστεράς για την εθνική ενότητα στη δράση με το πέρασμα του χρόνου έφτασε να γίνει ένα είδος «έμμονης ιδέας». Δεν θα ήταν, νομίζω, υπερβολή να πει κανείς ότι μεγάλο μέρος της ευθύνης για την τελική ατυχία της ελληνικής εθνικής αντίστασης στους μεταπελευθερωτικούς πολιτικούς της στόχους πέφτει στη στρατηγική αυτής της «εθνικής ενότητας», που εφαρμόστηκε με επιμονή «μανιακή» από την Αριστερά.

Αλλά πρέπει να ομολογηθεί ότι στην ίδια στρατηγική οφείλονται και μεγάλες επιτυχίες. Έτσι, οι οργανωμένοι στο ΕΑΜ έφτασαν να υπερβούν στο τέλος της Κατοχής το 1,5 εκατομμύριο πρόσωπα, ενώ τα μέλη του ΚΚΕ, με την ελαστικότητα που επικρατούσε τότε στην «τυπική» εισδοχή τους στο κόμμα, φαίνεται ότι είχαν φτάσει τις 500.000 στο τέλος του 1944, κατά τις πληροφορίες τού τότε οργανωτικού γραμματέα του ΚΚΕ Γιάννη Ιωαννίδη. Αφήνω την μεγάλη διόγκωση των δυνάμεων κρούσεως και εφεδρικών του ΕΛΑΣ.

Μαθιόπουλος: Ο Σεραφείμ Μάξιμος, σε μια παλιά του συνομιλία στη Βιέννη, μου είχε πει ότι, ενώ το 1936 το ΚΚΕ είχε τρεις χιλιάδες μέλη, στα τέλη του 1944 ο αριθμός τους είχε φτάσει τις 120.000. Αλλά θα ήθελα να σας ρωτήσω, κ. Δεσποτόπουλε, ποιο συγκεκριμένο στοιχείο θα μπορούσατε να επικαλεσθείτε πάνω σ’ αυτή τη μανιακή, όπως την είπατε, επιμονή της Αριστεράς για την εθνική ενότητα; Γιατί υπάρχουν και οι αντίθετες απόψεις πολλών, που ισχυρίζονται ότι η Αριστερά ήταν αιτία να μην διατηρηθεί η εθνική ενότητα κατά την Κατοχή.

Δεσποτόπουλος: Να σας πω, κορύφωμα «νοσηρό» αυτής της γραμμής θα μπορούσε να θεωρηθεί η Διάσκεψη του Λιβάνου. Και πολλά άλλα, που δεν έχουν τη θέση τους εδώ. Επίτηδες δεν αναφέρω τη Διάσκεψη της Καζέρτας, γιατί αυτή δεν πρωτόπλασε κανέναν ξεχωριστό ιστορικό σταθμό.

Μαθιόπουλος: Στην Καζέρτα φέρεται η Αριστερά ότι απεδέχθη την εισήγηση των Άγγλων να τεθούν μετά την απελευθέρωση της χώρας όλες οι ένοπλες δυνάμεις της Αντίστασης και ο ΕΛΑΣ υπό Άγγλο αρχιστράτηγο, τον στρατηγό Σκόμπυ.

Δεσποτόπουλος: Ακριβώς έτσι πιστεύεται. Σφαλερά, όμως, κατά μεγάλη πλειοψηφία χαρακτηρίζεται η Καζέρτα, από όσους γράφουν για την Αντίσταση, ότι αποτέλεσε το ακροτελεύτιο και αποφασιστικό βήμα στο κυκλωτικό σχέδιο των Άγγλων για τη συντριβή του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Κατά την προσωπική μου εκτίμηση, η Καζέρτα δεν αποτελεί ουσιαστικά παρά ένα «αποδεικτικό επιδόσεως» αποφάσεων που είχαν ληφθεί από τους Άγγλους και τον Γεώργιο Παπανδρέου. […]

Μαθιόπουλος: Δηλαδή εσείς, κ. Δεσποτόπουλε, πώς θα χαρακτηρίζατε τη Διάσκεψη της Καζέρτας;

Δεσποτόπουλος: Η άποψή μου είναι, με βάση αυτά που σας ανέφερα και που νομίζω ότι στηρίζεται αρκετά, ότι η Καζέρτα δεν ήταν παρά μια ιδιότυπη, πανηγυρική «γνωστοποίηση διαταγών», που είχαν ληφθεί πριν απ’ τη σύγκλησή της […]. Αυτή για μένα σφραγίζει την μεταπελευθερωτική τύχη της ελληνικής εθνικής αντιστάσεως, αλλά και της Ελλάδας γενικότερα.

Μαθιόπουλος: Μιλήσατε, κ. Δεσποτόπουλε, για κυκλωτικό σχέδιο των Άγγλων με στόχο την συντριβή του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Θα θέλατε να το προσδιορίσετε κάπως πιο συγκεκριμένα;

Δεσποτόπουλος: Ο Τσώρτσιλ κυρίως και σε δεύτερο βαθμό ο Ήντεν δεν είχαν μόνο κυκλωτικό σχέδιο για την κατασυντριβή του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, αλλά απέβλεπαν και σε κατάκτηση της χώρας ακόμα και με τα όπλα. Το Γενικό Επιτελείο της Μεγάλης Βρετανίας δεν είχε πρωτοβουλία γι’ αυτή την επιχείρηση. Έχομεν χρείαν μαρτύρων όταν η ιμπεριαλιστική μανία του Τσώρτσιλ είναι τέτοια, που διατάζει τον πρεσβευτή του στην Αθήνα, Λήπερ, να φτάσει μέχρι συλλήψεως και φυλακίσεως του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, αν επέμενε στην παραίτησή του μετά την έναρξη των Δεκεμβριανών ενόπλων συγκρούσεων, που φαίνεται να του προκάλεσαν δέος από συναίσθηση της μεγάλης ευθύνης;

Τέτοιου είδους διαταγή δεν πιστεύω να έχει το προηγούμενό της. Πάντως, υπογραμμίζει, νομίζω, πολύ χαρακτηριστικά την αγύριστη απόφαση των Άγγλων να κατακτήσουν την Ελλάδα, ενώ άρχιζε ήδη η διεργασία διαλύσεως της αυτοκρατορίας τους. Πολλές φορές έκτοτε θυμήθηκα τα λόγια ενός Γερμανού ταγματάρχη που είχε συλληφθεί αιχμάλωτος από τον ΕΛΑΣ και είχε προσαχθεί στο Γενικό Στρατηγείο για εξέταση: «Δεν καταλαβαίνω», μας είπε, «γιατί πολεμάτε να μας διώξετε, αφού μόλις αφήσουμε την Ελλάδα, θα έλθουν να μας αντικαταστήσουν σε όλα οι Άγγλοι;» Πιστεύω πως η πολιτική τους προκάλεσε τον πολυαίμακτο εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα.