Διήγημα: Η αόρατη εξουσία
Χάραζε η μέρα όταν βρέθηκα κι εγώ να περπατώ σ' ετούτον τον άσπρο δρόμο, τον ελικοειδή, που μάλλον δεν βγάζει πουθενά. Να περπατώ στο λιοπύρι με πολλούς άλλους. Ένα πλήθος ολόκληρο από ανθρώπους άγνωστους. Πού μας πάνε;
Το χέρι ζωγραφίζει βιαστικό. Είναι σαν κρεμασμένο στον αέρα, πάνω από τα κεφάλια μας. Ένα τεράστιο χέρι. Και o φόβος μας παγώνει.
Χάραζε η μέρα όταν βρέθηκα κι εγώ να περπατώ σ’ ετούτον τον άσπρο δρόμο, τον ελικοειδή, που μάλλον δεν βγάζει πουθενά. Να περπατώ στο λιοπύρι με πολλούς άλλους. Ένα πλήθος ολόκληρο από ανθρώπους άγνωστους. Πού μας πάνε;
Κανείς δεν μιλά. Το κεφάλι σκυμμένο. Μόνο το τρελό χέρι ζωγραφίζει τώρα κάτι τσιμεντένια κτήρια. Τίποτα δεν καταλαβαίνω. Σε λίγο είμαστε κιόλας μέσα σε αυτά τα τσιμεντένια που έγιναν πραγματικά. Κι ο καθένας ψάχνει μια γωνιά σκιερή να γείρει το κεφάλι. Κανείς κανείς δεν μιλά. Τόση η κούραση.
Ξαφνικά, ένας ψηλός άνδρας ξεχωρίζει στο πλήθος. Φορά μαύρο μοναστικό ρούχο και έχει τα μαλλιά του δεμένα κοτσιδάκι. Ένας αρχάγγελος, τόσο όμορφος φαίνεται. Και όλοι ρωτάμε πού είμαστε.
Το μετέωρο χέρι γίνεται φωνή: “Είσαστε στην εξουσία του μέλλοντος…”
Παγώσαμε.
Ο αρχάγγελος σηκώνει ψηλά το κεφάλι. “Να βγεις να σε δούμε. Δεν υπακούμε σε εξουσίες άγνωστες…”
Σιγή. Το χέρι μόνο νευριασμένο τώρα ζωγραφίζει σπιτάκια και δέντρα και φούρνους με ψωμιά.
Ο Ψηλός με το κοτσιδάκι περιφέρεται ανάμεσά μας ανήσυχος. “Παγιδευτήκαμε, ψιθυρίζει. Κάποιος εξουσιάζει το μυαλό μας…”
Μια αγωνία στα πρόσωπα. Κοιτάζω γύρω να δω κάποιον γνωστό. Τίποτα. Βλέπω μια μάνα που σφίγγει στην αγκαλιά το παιδί της. Δίπλα, ένα ζευγάρι ερωτευμένων αγκαλιασμένο. Πιο ‘κει, ένα αγόρι χλομό που κοιτάζει χαμένο.
Η ζωγραφισμένη πολιτεία
Ξαφνικά, βρεθήκαμε να κατοικούμε μέσα στα σπιτάκια που ζωγράφισε το μετέωρο χέρι. Μια πολιτεία χαρτινη. Κι από στόμα σε στόμα ο ψίθυρος. “Το βράδυ όλοι στη μεγάλη πλατεία, μας καλεί ο αρχάγγελος που τον λέμε Ψηλό. ..”
Δίπλα μου το αγκαλιασμένο ζευγάρι και μια νοσταλγία μου φέρνει δάκρυα. Άραγε αγάπησα κι εγώ ποτέ; Ποια ήταν η ζωή μου πριν μπω στον άσπρο δρόμο; Κάτι όμορφο ξυπνά μέσα μου, μα χάνεται ευθύς. Κι αναρωτιέμαι μήπως πέθανα και ήπια το νερό της λήθης. Κι ο αρχάγγελος δίπλα μου, “δεν είναι ώρα για τέτοιες σκέψει,,,”, μου ψιθυρίζει.
Στέκεται ανάμεσά μας. “Μήπως παγιδευτήκαμε στο όνειρο κάποιου τρελού;” Η ματιά του αστράφτει.
“Πρέπει να βρούμε τον κωδικό… τον κωδικό…” φωνάζει.
Αγωνία και ψίθυροι. “Ποιον κωδικό; Πώς θα τον βρούμες… Και τι σημαίνει αυτό;”
“Είμαστε παγιδευμένοι σε μια άγνωστη τεχνολογία και πρέπει να βρούμε τον κωδικό για να την ακυρώσουμε…” Η φωνή του στεντόρεια.
“Και τι πρέπει να κάνουμε;”
“Να θυμηθείτε. Πρέπει να βγούμε από τη λήθη. Μέσα στις μνήμες μας υπάρχει ο κωδικός… στον χρονο που εγινε ζωη…”
“Και πώς θα τον γνωρίσουμε; Πώς θα είναι;”
“Μια λέξη ίσως ή ένας αριθμός, μια μυρουδιά ή κάποια εγερτική μουσική…”
Η λέξη μυρουδιά ξύπνησε μέσα μου τον πρωινό καφέ
“Αχ και να είχα τώρα ένα ζεστό φλιτζάνι…” Την ίδια στιγμή, το ερωτευμένο παλικάρι βγάζει μια λύρα σαν καύκαλο χελώνας, που είχε στα ρούχα του κι αρχίζει να παίζει έναν νοσταλγικό ερωτικό σκοπό που μου φέρνει δάκρυα.
Οι μνήμες μαλακώνουν στο τρομαγμένο μυαλό μου κι αρχίζω να θυμάμαι. Είχα κι εγώ μια ζωή κάποτε. Μπορεί να ήμουν και ερωτευμένη. Τα δάκρυα κυλούν από τα μάτια μου. Τι θα πει ερωτευμένη; Μπορεί να ήμουν ευτυχισμένη. Θέλω να θυμηθώ, να σε θυμηθώ.
Ποιος είχε το δικαίωμα να με βγάλει από τη ζωή μου, όπως την ήξερα, και να με φέρει σ’ αυτόν τον παράλογο τόπο που τον εξουσιάζει ένας αόρατος τρελός; Ποιος, ποιος έχει το δικαίωμα να παίζει με τη ζωή μου; φωνάζω.
Τα πρόσωπα γύρω μου ζωντανεύουν. Ο ζεστός καφές και η λέξη δικαίωμα ήταν καταλυτικές. Όμως εγώ θέλω να θυμηθώ. Να σε θυμηθώ.
Θα σε βρω ξανά
Ψάχνω στις τσέπες και βρίσκω ένα χαρτί κι ένα μολύβι. Και η πρώτη μνήμη η πρώτη ανάμνηση κυλά μαζί με τα δάκρυα.
Την ίδια στιγμή, η χάρτινη πολιτεία μας γίνεται πλωτή. Τα σπιτάκια μας μέσα στο νερό. Ένα θολό μαυριδερό νερό. Και τρομάξαμε.
Ο Ψηλός τρέχει ανάμεσά μας. Ο αρχάγγελος: Γρήγορα το κείμενο με τις αναμνήσεις… Δεν έχουμε χρόνο. Ο κωδικός εκεί πρέπει να είναι. Στον χρόνο που έγινε ζωή, ψιθυρίζει. Όμως εμένα η ψυχή μου λιώνει από τη συγκίνηση. Μέσα στο άδειο μου μυαλό κυλούν μαζί τα δάκρυα και οι αναμνήσεις. Ήμουν κι εγώ ερωτευμένη, το θυμούμαι καλά τώρα. Όμως πού πήγε εκείνος; Εκείνος, εκείνος πού είναι τώρα; Και αρχίζω να κλαίω και να γράφω στο σκισμένο χαρτί που βρήκα στην τσέπη μου:
“Θα σε βρω ξανά, θα σε βρω, θα μου κρατήσεις το χέρι και θα περπατήσουμε τον ίδιο εκείνο δρομάκο που αγαπούσαμε, και θα είναι βράδυ και θα ψιχαλίζει, θα μοσκοβολά το χώμα το πραγματικό και όχι τούτο το ζωγραφισμένο. Θα σε βρω ξανά, και θα είσαι εσύ αγάπη, αγάπη μου…”
Τα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια μου, όταν είδα τον Ψηλό να δρασκελάει την απόσταση της πλατείας για να έρθει κοντά μου. Και καθώς σηκώνω τα μάτια βλέπω όλο το πλήθος των ανθρώπων που κλαίει.
Ντράπηκα που είπα δυνατά τη σκέψη μου. Γι’ αυτό κλαίνε άραγε; Θυμήθηκαν τη δική τους αγάπη;
Ο Ψηλός στέκεται μπροστά μου τώρα και τα μάτια του πετούν σπίθες.
“Ποια ήταν η λέξη που έγραψες; Η λέξη που τους έκανε όλους να κλαίνε;”
“Συγχωρείστε με…”
Εκείνη τη στιγμή, ακούμε όλοι κάτι τριγμούς. Η ζωγραφισμένη πολιτεία μας, αυτή η χάρτινη, βουλιάζει. Και στο πρόσωπο του Ψηλού ο πανικός.
“Ποια είναι η τελευταία λέξη που έγραψες; Ποια είναι;” μου φωνάζει. Ύστερα πλησιάζει το ερωτευμένο παλικάρι. “Μη σταματάς τη μουσική, μη σταματάς…”
Το παλικάρι χλωμό. “Μα βουλιάζουμε… δεν βλέπεις;”
“Τούτο το μόριο του χρόνου είναι ακόμα δικό μας”, του φωνάζει. Και τρέχει ξανά κοντά μου. “Ποια ήταν η τελευταία λέξη που έγραψες; Λέγε γρήγορα…”
Κοιτάζω σαστισμένη το χαρτί.
“Αγάπη! Του λέω. Η τελευταία λέξη μου ήταν αγάπη…”
Βλέπω τα μάτια του και λάμπουν. Σηκώνει ψηλά το κεφάλι.
Σωθήκαμε ίσως, σκέφτομαι. Και τα πρόσωπα γύρω μου χαμογελούν.
Η ζωγραφισμένη πολιτεία διαλύεται σιγά σιγά.
Η παγίδα του τρελού ακυρώνεται! πατάμε σε στέρεη γη.
“Όμως ποια ήταν αυτή η παράλογη η αόρατη εξουσία που μπόρεσε να μας παγιδέψει;
Και πώς κατέχει τα μυστικά της ύλης;”
“Ευτυχώς δεν κατέχει τα μυστικά της ψυχής!” μου απαντά ο αρχάγγελος και το πρόσωπο του να λαμποβολεί.
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου είναι ποιήτρια, πεζογράφος και θεατρική συγγραφέας. Τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πατάκη.
Το τελευταίο της μυθιστόρημα είναι “Το Σμαραγδένιο Βουνό”
- Νέα Σμύρνη: 20χρονος εισέβαλε σε κηδεία, χόρευε δίπλα στο φέρετρο και τράβαγε τα γένια ιερέων
- Λάκης Λαζόπουλος: «Τιμωρήθηκα από το σύστημα»
- LIVE: Ολυμπιακός – Μαρούσι
- Πώς ο Μασκ τίναξε τη μπάνκα των εκλογών και ανέβασε την Tesla πάνω από το 1 τρισ.
- Superman: Ιστορικό ρεκόρ για το νέο trailer με 250 εκατ. προβολές σε 24 ώρες
- «Η Μπεσίκτας είχε συμφωνήσει με τον Τζόλη αλλά…»