Μάρκος Βαμβακάρης: Ο «πατριάρχης» του ρεμπέτικου πέθανε πριν 51 χρόνια
Ο Μάρκος Βαμβακάρης διαμόρφωσε την ελληνική λαϊκή μουσική όσο κανείς άλλος
Το όνομα του συνοδεύεται πάντα από τη λέξη μπουζούκι μιας και στα χέρια του το σπουδαίο μουσικό όργανο γνώρισε μοναδική επιτυχία.
Χωρίς τον Μάρκο Βαμβακάρη, τις μελωδίες που έγραφε, τους στίχους που σκάρωνε και την βροντερή φωνή του, η λαϊκή μουσική δεν θα ήταν ίδια.
Μπορεί και να μην υπήρχε σαν είδος όπως την ξέρουμε σήμερα, να μην είχε γνωρίσει τόσες δόξες, να μην ήταν ξακουστή σε όλο τον κόσμο.
Ο Μάρκος Μαμβακάρης, που πέθανε σαν σήμερα πριν 51 χρόνια, θεωρείται ο πατριάρχης του ρεμπέτικου, αυτούς που έβαλε μπουζούκι και μπαγλαμά σε μικρές παρέες μουσικών και έφτιαξαν ιστορία. Όχι απλώς μια ιστορία. Την ιστορία του ρεμπέτικου, την ιστορίας της λαϊκής μουσικής, την ιστορία της Ελλάδας.
«Όλες τις τέχνες πούκαμα»
Ο Βαμβακάρης γεννήθηκε στις 10 Μαΐου στην Άνω Χώρα της Σύρου από οικογένεια Καθολικών και ποτέ δεν εγκατάλειψε ουσιαστικά τον τόπο του. Οι κάτοικοι του νησιού τον λατρεύουν σαν θεό και βλέπουν στο πρόσωπό του έναν λαϊκό ήρωα.
Ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του έπαιζε ζαμπούνα, ενώ από μικρή ηλικία ο μικρός Μάρκος συνόδευε τον τελευταίο παίζοντας τουμπί (νησιώτικο τύμπανο) σε διάφορα πανηγύρια.
Λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του, ο Μάρκος αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο και να εργαστεί ως λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, βοηθός σε οπωροπωλεία, κ.ά.
Ο ίδιος σε συνέντευξη του στον Ταχυδρόμο το 1967 είχε δηλώσει:
«Γεννήθηκα στην Άνω Χώρα της Σύρας και από μικρό παιδί γνώρισα την βιοπάλη. Δεκάδες οι δουλειές που έκανα. Τις λέω και σ’ ένα τραγούδι μου, που αρχίζει έτσι:
Όλες τις τέχνες πούκαμα
Ακούστε που τις λέγω
Τις γράφω και σα θυμηθώ
μούρχεται για να κλαίγω
»Στο νησί δούλεψα σε κλωστήριο, έγινα μπακαλόγατος, εφημεριδοπώλης, λούστρος, κοράκι σε κηδείες, μανάβης και λαχειοπώλης.
»Το 1917 ήλθα στον Πειραιά κι έγινα χαμάλης στο λιμάνι. Εγώ και κάτι Μυκονιάτες και Αούτηδες φοράγαμε χαμαλήκα στην πλάτη και φορτωνομάστε πάνω από 140 οκάδες (σ.σ. 179 κιλά) ο καθένας. Λυγίζανε τα πόδια μου από το βάρος και σαν τελείωνε η δουλειά αποτραβιόμουν πίσω από τα τσουβάλια με τη ζάχαρη κι έκλαιγα.
»Μετά απ’ αυτή τη δουλειά έγινα μανάβης στην αγορά του Πειραιά και ξανά πάλι ρίχητκα στο χαμαλήκι. Δεν μ’ έφτανε η κούραση, είχα παντρευτή τότε μια γυναίκα που ήταν “τζούρας μαχαλάς κι αέρας πελεκούδια”, που σημαίνει ο Θεός να σε φυλάη!»
»Δούλεψα για δέκα χρόνια στα σφαγεία του Πειραιά, αλλά τους τα βρόντησα χάμω, όταν μ’ ανάγκασαν να σφάξω μια γελάδα που τη λάτρευα. Ήλθα στα σφαγεία της Αθήνας, όπου δούλεψα δεκαπέντε χρόνια. Ήμουν άριστος σφάχτης και γδάρτης»
Η ηχογράφηση που σφράγισε το ελληνικό τραγούδι
Το 1933, έπειτα από την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, ο Μάρκος φωνογράφησε το πρώτο εμπορικά επιτυχημένο τραγούδι με μπουζούκι στην Ελλάδα, το «Καραντουζένι» (ή «Έπρεπε να ‘ρχόσουνα ρε μάγκα στο τεκέ μας») ερμηνεύοντάς το ο ίδιος, παρ’ όλες τις επιφυλάξεις που είχε για την ποιότητα της φωνής του.
Η επιτυχία αυτής της ηχογράφησης σημάδεψε την ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας, αφού έκτοτε ξεκίνησαν πολλοί μεγάλοι συνθέτες του ρεμπέτικου όπως ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Σπύρος Περιστέρης και ο Παναγιώτης Τούντας να κάνουν ηχογραφήσεις συνοδεία λαϊκής ορχήστρας με μπουζούκια.
Ο ίδιος θυμάται: «Από μικρός έγραφα ποιήματα και παρακολουθούσα τον πατέρα μου που έπαιζε μπουζούκι αλλά δεν με μάθαινε. Στον στρατό έμαθα μόνος μου μπαγλαμά κι ύστερα μπουζούκι. Άρχισα να γράφω τραγούδια, που τα προώριζα για να τα τραγουδήσουν άλλοι. Το 1934 πήγα για πρώτη φορά τα τραγούδια μου στην “Kολούμπια”. Τους άρεσαν και μ’ έπεισαν να τα τραγουδήσω. Τι πρώτο τραγούδι μου σε δίσκο ήταν το “’Έπρεπε ναρχόσουνα, βρε μάγκα, στον ντεκέ μου”.
Tότε έφτιαξα την πρώτη μπουζουξίδικη ορχήστρα που γνώρισε η Ελλάδα και παίζαμε σε μια παράγκα στην Ανάσταση του Πειραιώς.
«Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς»: Στράτος Παγιουμτζής, Μάρκος Βαμβακάρης, Γιώργος Μπάτης, Ανέστης ΔέλιαςΆνοιξα μετά ένα δικό μου μπαρ στην Κοκκινιά, όπου γινόταν κοσμοσυρροή κάθε βράδυ, κι ύστερα μέχρι πριν ενάμιση χρόνο, που πήρα σύνταξη από το ΙΚΑ, έπαιξα σε πολλά κέντρα».
Μια φούντωση, μια φλόγα…
Η περίοδος λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ίσως η παραγωγικότερή του. Μεταξύ άλλων, το 1935 έγραψε και φωνογράφησε τη «Φραγκοσυριανή» (το γνωστότερο ίσως τραγούδι του, το οποίο όμως έγινε πολύ μεγάλη επιτυχία 25 χρόνια αργότερα με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση). Ο ίδιος αφηγείται για τη δημιουργία του τραγουδιού:
«Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου.
Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ’ ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν… Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:
Μία φούντωση, μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά
Λες και μάγια μου ‘χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά…
Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή».
Η κατοχή και ο δεύτερος γάμος
Το 1937 συμβιβάζεται με τη λογοκρισία του καθεστώτος Μεταξά και προσαρμόζει τους στίχους του αφαιρώντας το βαρύ χασικλίδικο ύφος, κάτι που έπειτα από χρόνια αναγνωρίζει ο ίδιος πως ήταν μια δημιουργική μεταστροφή.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης εκείνη την περίοδο ήταν τόσο δημοφιλής που στη μια από τις τρεις φορές που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη και έδωσε συναυλία συγκεντρώθηκε 50.000 κόσμος για να τον ακούσει στην πλατεία του Λευκού Πύργου.
Στο τραγούδι «Το 1912» υμνεί τη Θεσσαλονίκη, ενώ παραδόξως έως τότε δεν είχε κάνει ούτε μια αναφορά σε κάποιο τραγούδι του για τον Πειραιά, την πόλη όπου ζούσε και δημιουργούσε. Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου ερμηνεύει δικά του τραγούδια, αλλά και του Σπύρου Περιστέρη, με στίχους προσαρμοσμένους στο Ελληνοϊταλικό Έπος («Γειά σας φανταράκια μας», «Το όνειρο του Μπενίτο» κ.ά.).
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πέθαναν αρκετές προσωπικότητες της ελληνικής λαϊκής και ρεμπέτικης μουσικής (Παναγιώτης Τούντας, Κώστας Σκαρβέλης, Γιοβάν Τσαούς, Βαγγέλης Παπάζογλου, ο στενός συνεργάτης του Ανέστης Δελιάς, κ.ά.).
Ο Μάρκος Βαμβακάρης, αφού κατάφερε να επιβιώσει, παντρεύτηκε το 1942 για δεύτερη φορά την Ευαγγελία Βεργίου, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά (δύο εκ των οποίων πέθαναν και, από τ’ άλλα τρία, τον Βασίλη, τον Στέλιο και τον Δομένικο, οι δύο τελευταίοι έγιναν γνωστοί μουσικοί).
Δεύτερη καριέρα με επιμονή του Τσιτσάνη
Ο θάνατος των ανωτέρω μουσικών δεν έμελλε να αφήσει ανεπηρέαστη την πορεία του Μάρκου Βαμβακάρη. Έτσι, μετά την απελευθέρωση και κατά την περίοδο 1948-1959, περνάει δύσκολες ώρες, καθώς η ελληνική μουσική βιομηχανία, τα ηνία της οποίας περνούν σε χέρια ανθρώπων που ο Μάρκος Βαμβακάρης είχε βοηθήσει να αναδειχτούν, φέρεται αχάριστα στον πρωτοπόρο του μπουζουκιού που θεωρείται πια «ξεπερασμένος».
Γίνεται προσπάθεια να αλλάξει ο χαρακτήρας της ελληνικής λαϊκής μουσικής εισάγοντας ρυθμούς από την Ινδία και τις χώρες της Ανατολής. Οι δισκογραφικές εταιρίες παύουν να τον καλούν για ηχογραφήσεις και τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα τού αρνούνται τη συνεργασία.
Αυτά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν μετά από πρωτοβουλία του Τσιτσάνη, η δισκογραφική εταιρία Columbia αποφασίζει να κυκλοφορήσει παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα, κ.ά. Το 1960 αρχίζει η «δεύτερη καριέρα» του, όπως χαρακτηρίζεται από τον ίδιο.
Το αντίο του Τσιτσάνη
Ο Μάρκος Βαμβακάρης απεβίωσε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972 σε ηλικία 67 ετών, στο διαμέρισμα όπου κατοικούσε στη Νίκαια, συνεπεία νεφρικής ανεπάρκειας που του δημιούργησε ο σακχαρώδης διαβήτης.
Όταν ο Μάρκος πέθανε, ο Βασίλης Τσιτσάνης ο έτερος σπουδαίος και συνεχιστής του λαϊκού και ρεμπέτικού είπε:
«Ο ξαφνικός του θάνατος μάς λύπησε αφάνταστα. Ήταν ο πρωτοπόρος του λαικού μας τραγουδιού. Ο γνήσιος και αυθεντικός Μάρκος. Μόνος του έγραφε τους στίχους, μόνος του τη μουσική, μόνος του έπαιζε το απλό και γλυκό μπουζούκι του και ο ίδιος τραγουδούσε με την ωραία και βροντώδη φωνή του.
»Η μουσική των απλών και πηγαίων τραγουδιών του διακρίνεται για το ελληνικώτατο χρώμα. Με το θάνατό του εξέλιπε μια μεγάλη μορφή του λαϊκού μας τραγουδιού.
»Όμως ποτέ δεν θα φύγη από την καρδιά μας και ποτέ τα τραγούδια του δεν θα πάψουν να παίζωνται, να τραγουδιούνται και να χορεύωνται.
»Όσο ‘βαριά’ ήταν τα τραγούδια του και οι σκοποί του, τόσο ελαφτό ας είναι το χώμα που θα τον σκεπάζη».
- Τα κοστούμια της ταινίας «Wicked» – Το νέο υλικό των παραμυθιών
- Παναθηναϊκός: Στην τελική ευθεία για Παναιτωλικό – Επέστρεψαν οι διεθνείς εκτός του Πελίστρι
- Νεκρός 30χρονος από ρίψη ρουκέτας στην πόλη Ναχαρίγια του Ισραήλ
- Άντρας κάλεσε την Άμεση Δράση για διάρρηξη στο σπίτι του στο Λας Βέγκας και τον σκότωσε αστυνομικός
- Χρυσοχοΐδης: Η αποθήκη στο Παγκράτι ήταν επισκέψιμη
- Στέφανος Κασσελάκης: Στο «μικροσκόπιο» της Εισαγγελίας η πισίνα στο ακίνητο του στις Σπέτσες