Ο Βασίλης Τσιάρτας ήταν μέχρι πριν λίγα χρόνια γνωστός για το καλό του… πόδι, που έδινε ωραίες πάσες κι έβαζε και γκολ με φάουλ. Μια μπάλα κλωτσούσε, δεν χρειαζόταν να κάνεις πολιτικές ή κοινωνικές αναλύσεις. Ας γινόταν προπονητής να μάθει το κλωτσοσκούφι στα παιδιά.

Να όμως, που πλέον έχει κερδίσει και τα λίγα ακόμη λεπτά δημοσιότητας που τους αναλογούν στη ζωή αυτή. Η «αποκήρυξη» από την οικογένειά του για τις πολιτικές θέσεις του άνοιξε ένα κύκλο συζητήσεων και ουσιαστικά κατέστησε τον πρώην ποδοσφαιριστή σε παράγοντας του δημόσιου βίου.

Τουλάχιστον δύο συνεντεύξεις που έδωσε ο Τσιάρτας διάβασα την Τετάρτη, πέραν του ορυμαγδού δηλώσεων, ανακοινώσεων, μηνυμάτων στα social media υπέρ ή κατά των όσων είπε.

Κι έτσι ο υποψήφιος βουλευτής με το κόμμα Τζήμερου – Κρανιδιώτη κατάφερε να γίνει γνωστός, ακόμη και σε κύκλους που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τη μπάλα του ποδοσφαίρου από αυτήν του μπάσκετ.

Και δεν ξέρω αλήθεια αν το κόμμα που επέλεξε να κατέβει (γιατί ήταν και περιζήτητος, όπως μας είπε ο ίδιος) είναι ακροδεξιό, ομοφοβικό, φασιστικό ή ρατσιστικό. Δεν το πιστεύω.

Αλλά ο ίδιος με αυτά που λέει είναι ξεκάθαρο ότι ασπάζεται ιδεολογίες εντελώς ακραίες.

Διότι όταν απαντά για την αποκήρυξη της μητέρας του: «Σέβομαι και εκτιμώ τη μητέρα μου. Πείτε μου που είμαι ομοφοβικός; Που φασίστας; Που ρατσιστής;», μπορούσε εύκολα να του απαντήσουμε ότι είναι όλα αυτά και ακόμη περισσότερο με βάση όσα έχει πει κι έχει γράψει στο παρελθόν.

Δεν είναι ομοφοβικός όταν στη συνέντευξή του στο ραδιόφωνο των Παραπολιτικών λέει επί λέξει (και αυτή τη φορά δεν του τα έχουν γραμμένα, όπως την ανακοίνωση): «Γνωρίζετε ότι η LGBTQ+ κοινότητα φτάνει μέχρι την παιδοφιλία;».

Κι εμείς που νομίζαμε ότι οι παιδόφιλοι που συλλαμβάνονται καθημερινά είναι… στρέιτ, πατεράδες, παππούδες, θείοι, που καμιά σχέση δεν έχουν με την LGBTQ+ κοινότητα. Ψιλά γράμματα για έναν άσχετο και αμόρφωτο ομοφοβικό που θέλει να κάνει καριέρα με αυτή την ταμπέλα.

Και πάμε σε μια άλλη περίπτωση. Με αφορμή διαφήμιση σουπερμάρκετ για την ημέρα του πατέρα, το σλόγκαν της διαφήμισης ήταν «Μπαμπάς είναι όλα αυτά που θέλεις και ακόμα περισσότερα» και η φωτογραφία έδειχνε έναν πατέρα αγκαλιά με την κόρη του η οποία του είχε κάνει ότι ήθελε βάζοντάς του κοκκαλάκια στα μαλλιά και βάφοντάς του το πρόσωπο.

«Ότι πιο χυδαίο κ απαξιωτικό για τον πατέρα» είχε σχολιάσει ο… μη ομοφοβικός Τσιάρτας.

«Που είμαι ρατσιστής;», αναρωτιέται ο Τσιάρτας και τα ίδια του τα λόγια τον διαψεύδουν.

Όταν ο μικρός Αμίρ κληρώθηκε για σημαιοφόρος στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου και ο πρωθυπουργός τον κάλεσε στο Μαξίμου να του χαρίσει μια ελληνική σημαία ο Τσιάρτας έγραψε: «Την ελληνική σημαία πρέπει να την κρατάνε Ελληνες. Αδιαπραγμάτευτο».

Ο Τσιάρτας δεν επιτέθηκε στον Γιάννη Αντετοκούνμπο γιατί κρατούσε την ελληνική σημαία; Και αυτός δεν χαρακτήρισε αηδιαστική την αφίσα για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 επειδή μαζί με Κολοκοτρώνη, Κάλλας, Μπουμπουλίνα κ.λπ. έχει και τον Γιάννη;

«Που φασίστας;» αναρωτιέται ο κ. Τσιάρτας. Ο ίδιος που όταν η Χρυσή Αυγή καταδικάστηκε για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και για άλλα ποινικά αδικήματα έγραψε χαρακτηριστικά στο Twitter: «Η σημερινή εύκολα χαρακτηρίζεται και ημέρα της υποκρισίας».

Υποκρισία η καταδίκη μιας εγκληματικής οργάνωσης για τον… πατριώτη πρώην ποδοσφαιριστή.

Αν ψάξει κανείς στο διαδίκτυο για όσα έχει πει και όσα έχει γράψει ο Τσιάρτας, μπορεί να καταλάβει το ποιον του. Κυρίως την αμάθειά του, την ελλιπή παιδεία που τον κάνει να είναι αυτός που είναι. Ισως αν διάβαζε κανένα βιβλίο, όταν σταμάτησε να κλωτσάει τη μπάλα, να γλίτωνε από μισαλλόδοξες, ακραίες, φασιστικές απόψεις και επιλογές.

Βέβαια, ψηφίστηκαν μαχαιροβγάλτες και μπράβοι της νύχτας με ναζιστικούς σταυρούς στο χέρι, δεν θα μπορούσε να ψηφιστεί ο Τσιάρτας που είχε και καλό… αριστερό πόδι;

Την κέρδισε λοιπόν τη δημοσιότητά του, όμως, ας μην ασχολούμαστε άλλον με μια περσόνα ανύπαρκτη.