Οι ήρωες της ζωής μας
Ο παππούς, η γιαγιά, αυτοί οι άνθρωποι που καθορίζουν τη ζωή σου
Ποιοι είναι οι ήρωες της ζωής μας; Ποιοι έγιναν τα πρότυπα μας και καθόρισαν το χαρακτήρα μας; Ιδέες και άπιαστες προσωπικότητες ή οι άνθρωποι που μας μεγάλωσαν στα χέρια τους;
Μεγαλώνοντας καταλήγω πως όσο και να θέλαμε να κοιτάζουμε προς άπιαστες προσωπικότητες, στην πραγματικότητα αυτοί που σμίλεψαν το χαρακτήρα μας ήταν αυτοί που βρέθηκαν δίπλα μας από τα πρώτα αδέξια βήματα μας.
Ένας παππούς πρότυπο. Μία γιαγιά βράχος. Αυτοί που στο πρόσωπο τους μάθαμε να αναγνωρίζουμε τις δυσκολίες της ζωής και την αντίσταση. Που αποφάσισαν να πάνε κόντρα στο ρεύμα της εποχής τους και μας το έδειξαν. Σαν παράδειγμα. Ενώ την ίδια στιγμή φτιάχνανε μία ασπίδα προστασίας για να μην πληγωθούμε από τις δικές τους επιλογές.
Αφού το στοίχημα τους ήταν να δούμε μόνο το θετικό που θα έβγαινε από αυτές, χωρίς να υποστούμε συνέπειες. Αυτές τις κρατούσαν για τους ίδιους.
Αυτοί οι άνθρωποι στη ζωή μας ήταν πάντα εκεί. Σχεδόν δεδομένοι. Μέρος ενός ευρύτερου σκηνικού που μας έκανε να νιώθουμε ασφάλεια και εν μέρει διαφύλαττε την παιδικότητα μας. Πάση θυσία.
Ακόμα και όσοι έσβησαν το έκαναν σε μια στιγμή. Σαν να μην θέλανε να προλάβουμε να νιώσουμε τον πόνο. Να τους δούμε να γίνονται αδύναμοι.
Και κάπου εκεί, ο πιο δυνατός από όλους. Αυτός που πάντα έκανε ότι ήθελε. Που περνούσε το δικό του. Αυτός που τσακωνόσουνα περισσότερο, γιατί φώναζε:
«μην ξύνεις τα σπυριά σου θα κάνεις σημάδια»,
«που πας να γίνεις δημοσιογράφος, δεν βλέπει τη μάνα σου και τον πατέρα σου, γίνε καθηγήτρια καλύτερα, πόσα ψώνια χωράνε σε αυτό το σπίτι θεέ μου» (πόσο δίκιο είχε)
«φάε κάτι σαν σκιάχτρο έγινες»
«σταμάτα να τρως πια, πόσο θα χοντρύνεις»
«ντύσου, φτιάξου, βάψου, πού πας έτσι».
Αλλά και καμάρωνε παίρνοντας την εφημερίδα να διαβάσει το όνομα σου, ανοίγοντας την τηλεόραση να σε δει, λέγοντας – όταν εσύ δεν ακούς φυσικά – η εγγονή μου είναι αυτή και φούσκωνε σαν παγώνι από περηφάνια.
Μια γυναίκα που έζησε τα νιάτα της σαν βασίλισσα και δοκιμάστηκε στην ωριμότητα της χάνοντας τα πάντα, σε μία προδοσία που της στέρησε την πατρίδα της.
Και πάντα συμπεριφερόταν σαν να τα είχε όλα, γιατί ήθελε να τα δίνει όλα.
Αυτός ο γλυκός δυνάστης και παρασκηνιακός καθοδηγητής της ζωής σου λοιπόν μια μέρα φτάνει τα 90+. Δεν μπορεί πια να οδηγήσει, ούτε καν να σε διατάξει να φέρεις το αυτοκίνητο να την πας εκεί που θέλει.
Για την ακρίβεια είναι καθηλωμένη στην πολυθρόνα και τον καναπέ της. Και της στοιχίζει τόσο πολύ.
Ακόμα χειρότερα. Της στοιχίζει γιατί σε έχει ανάγκη. Ανάγκη να εξυπηρετηθεί. Σε χρειάζεται. Γιατί αντί να απλώνεις το χέρι να σε στηρίξει, αντί να σου βάλει τις φωνές, τώρα απλώνει εκείνη τα χέρια. Και ζητάει βοήθεια.
Και ξεχνάει. Όχι πολλά. Αλλά βασικά. Τι έφαγε. Αν έφαγε. Ποιος πήρε τηλέφωνο.
Αν και θυμάται ότι την Κυριακή ψηφίζει. Και ξέρει και ποιον.
Και πάλι τις διαφεύγουν τα μικρά. Τα καθημερινά.
Σου πιάνει το χέρι για να σηκωθεί και βγαίνει καθώς σηκώνεται ένα «αχ». Και δεν είναι ότι πονάει. Είναι ότι έχει ανάγκη να στηριχθεί σε αυτούς που είχε μάθει να στηρίζει μια ζωή.
Τα τακούνια της, οι αστραφτερές της τουαλέτες, οι άπειρες τσάντες της, δεν είναι καν στην ντουλάπα. Έχουν πεταχτεί για να μη θυμίζουν τι δεν μπορεί να κάνει.
Και πόσο νευριάζει γιατί η ακοή της την προδίδει καμιά φορά και πρέπει να επαναλάβεις.
Μπορεί να εκραγεί όταν την κάνεις μπάνιο, ενώ κάποτε σε έβαζε εκείνη με το στανιό κάτω από το νερό..
Και της στοιχίζει όταν ρωτάει «πού πας;» αλλά ξέρει ότι στην πραγματικότητα δεν μπορεί να ελέγξει τίποτα, αφού όταν γυρίσεις θα κοιμάται και την άλλη μέρα θα είναι σε αυτά που ξέχασε να ρωτήσει.
Και ενώ η δύναμη της ήταν δεδομένη πλέον μαζεύεις κάθε «σ’ αγαπώ». Και όταν το βλέμμα της χάνεται και επιστρέφει σαν μικρού παιδιού γεμάτο απορία τρέχεις να κρυφτείς. Να μη δακρύσεις. Να μη δει πόσο σε τρομάζει ο κόσμος που είσαι εσύ ο ενήλικας κι εκείνη το παιδί.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις