ΓΣΕΕ: Τι απαντά στην πρόταση της κυβέρνησης για αναμόρφωση του φορολογικού
Η πρόταση της κυβέρνησης για την επόμενη τετραετία
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Αλλαγές εξετάζει η Κομισιόν για την οδήγηση μετά τα 70 έτη - Τι θα αναφέρεται στην ευρωπαϊκή οδηγία
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
Η αναμόρφωση της φορολογίας για φυσικά πρόσωπα και ελεύθερους επαγγελματίες, με στόχο ένα δικαιότερο φορολογικό σύστημα για όλους, αποτελεί κεντρική κυβερνητική πρόταση για την επόμενη τετραετία.
Οι αλλαγές στις κλίμακες φορολογίας τόσο για τα φυσικά πρόσωπα όσο και για τις επιχειρήσεις, η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και η μείωση των έμμεσων φόρων, βρίσκονται στο τραπέζι του διαλόγου που θα αναπτυχθεί με τους παραγωγικούς φορείς για το θέμα αυτό.
Η φορολογία
Τη συζήτηση για το φορολογικό έσπευσε να «ανοίξει» η ΓΣΕΕ παρουσιάζοντας τη μελέτη για την «άνιση κατανομή του φορολογικού βάρους στα νοικοκυριά στην Ελλάδα», ένα ευαίσθητο θέμα που επιδεινώθηκε – έτι περαιτέρω – σε βάρος μισθωτών και συνταξιούχων κατά τη διάρκεια των ετών της οικονομικής κρίσης.
Ήδη, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης έχει ξεκινήσει η κοστολόγησή των – υπό λήψη – μέτρων αλλά και η επίδραση που μπορούν να έχουν στην αύξηση του ΑΕΠ της χώρας.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση θέλει να μην διαταραχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι, με τον πρωθυπουργό να δηλώνει ότι «η μείωση έμμεσων φόρων, την επόμενη τετραετία, θα είναι μόνιμη και δεν θα θέτει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική πειθαρχία».
Η μελέτη
Η ΓΣΕΕ από την πλευρά της – μέσω της μελέτης της καθηγήτριας του ΕΚΠΑ κυρίας Γεωργίας Καπλάνογλου – αναδεικνύει το γεγονός οτι ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων αφορά κυρίως τον κόσμο της μισθωτής εργασίας και τους συνταξιούχους. Πριν την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, οι μισθοί και οι συντάξεις αποτελούσαν το 74% του συνολικού δηλωθέντος εισοδήματος.
Η κατάρρευση των εισοδημάτων
Κατά τη διάρκεια της κρίσης, τα εισοδήματα από κάθε πηγή κατέρρευσαν, όχι όμως στον ίδιο βαθμό. Την περίοδο 2008 – 2019, τα εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις μειώθηκαν κατά 14% περίπου, τα εισοδήματα από ακίνητα κατά 22%, τα αγροτικά εισοδήματα είχαν μειωθεί κατά 25%, ενώ τα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα κατά 75% περίπου.
Η από το 2014 πλήρης κατάργηση του αφορολόγητου ή της μείωσης φόρου για εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα, οδήγησε στην φορολόγηση του δηλωμένου εισοδήματος από το πρώτο ευρώ, στις πηγές αυτές των εισοδημάτων. Αποτέλεσμα αυτό ήταν να δημιουργηθούν κίνητρα για απόκρυψη εισοδημάτων.
Έτσι το 2019, το 82% των συνολικών εισοδημάτων που δηλώθηκαν στις φορολογικές αρχές προερχόταν από μισθούς και συντάξεις. Από το υπόλοιπο, το 9% περίπου προέρχεται από εισοδήματα από ακίνητα και το υπόλοιπο 9% προέρχεται αθροιστικά από επιχειρηματική δραστηριότητα, από κεφάλαιο (μερίσματα κτλ.) και από τους αγρότες.
Μάλιστα η μελέτη σημειώνει πως εάν κάποιος εύλογα υποθέσει ότι το εισόδημα από κεφάλαιο στο μεγαλύτερο μέρος του φορολογείται αυτοτελώς και όχι με βάση την προοδευτική κλίμακα φορολόγησης του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος της μισθωτής εργασίας είναι αυτός
που σηκώνει σχεδόν αποκλειστικά το βάρος του φόρου αυτού.
Το βάρος
Μάλιστα η μελέτη σημειώνει πως εάν κάποιος εύλογα υποθέσει ότι το εισόδημα από κεφάλαιο στο μεγαλύτερο μέρος του φορολογείται αυτοτελώς και όχι με βάση την προοδευτική κλίμακα φορολόγησης του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος της μισθωτής εργασίας είναι αυτός που σηκώνει σχεδόν αποκλειστικά το βάρος του φόρου αυτού.
Οι μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο των τριών μνημονίων αύξησαν τη φορολογική επιβάρυνση για το σύνολο σχεδόν των φορολογουμένων.
Η κατάργηση του αφορολόγητου και η αντικατάστασή του με μειώσεις φόρου για ορισμένες μόνο κατηγορίες εισοδήματος, η κατάργηση των περισσότερων φοροαπαλλαγών, η διεύρυνση της χρήσης των τεκμηρίων δαπανών διαβίωσης στο σύνολο σχεδόν των φορολογουμένων, η εισαγωγή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, η συμπίεση των εισοδηματικών κλιμακίων και η εφαρμογή υψηλών οριακών φορολογικών συντελεστών από χαμηλότερα εισοδηματικά επίπεδα και άλλα μέτρα αύξησαν σημαντικά το ποσό των φόρων που καταλογίστηκε στα φυσικά πρόσωπα.
Τα φορολογικά μέτρα που ελήφθησαν την περίοδο 2008 – 2014 επιβάρυναν τα πολύ χαμηλά εισοδήματα (προφανώς ως αποτέλεσμα κυρίως της κατάργησης του αφορολόγητου για εισοδήματα που δεν προέρχονται από μισθούς και συντάξεις, της κατάργησης των περισσότερων φοροαπαλλαγών αλλά και της διεύρυνσης της χρήσης των τεκμηρίων) αλλά και για τα μεσαία εισοδήματα ύψους 11.000-19.000 ευρώ, τα οποία επιπροσθέτως επηρεάστηκαν από την αντικατάσταση του αφορολόγητου από τη μείωση φόρου, την κατάργηση του πρόσθετου αφορολόγητου για παιδιά και την επιβολή της εισφοράς αλληλεγγύης.
Από το 2014 έως το 2019 αυξήθηκε περαιτέρω η μέση φορολογική επιβάρυνση για όλους εκτός από αυτούς που ανήκουν στα χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια (με οικογενειακό εισόδημα έως 9.000 ευρώ). H αύξηση του μέσου φορολογικού συντελεστή είναι εντονότερη για τα υψηλότερα εισοδήματα και αντανακλά την αύξηση των οριακών φορολογικών συντελεστών για τα εισοδήματα αυτά αλλά και τη μεγαλύτερη προοδευτικότητα της κλίμακας της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.
Διαχωρισμός πλουσίων και φτωχών
Ένα διαχρονικό δομικό χαρακτηριστικό της φορολογίας εισοδήματος, το οποίο λίγο επηρεάστηκε από τις μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης, είναι η συγκέντρωση του βάρους του φόρου σχεδόν αποκλειστικά σε αυτούς που με βάση τις φορολογικές τους δηλώσεις ανήκουν στο πλουσιότερο 40%.
Μετά το 2008, ένα μικρό ποσοστό της φορολογικής επιβάρυνσης μετατοπίστηκε προς το φτωχότερο 60% των φορολογουμένων.
Όμως συνολικά, το 99% των φόρων το 2008 και το 94% των φόρων το 2014 και το 2019 καταλογίζονται στο πλουσιότερο 40%. Εκείνο που, βέβαια, έχει αλλάξει διαχρονικά είναι το επίπεδο εισοδήματος που χρειάζεται ένας φορολογούμενος για να τοποθετηθεί στο πλουσιότερο 40%.
Πριν από την κρίση, το 2008, οι φορολογούμενοι με δηλωθέν εισόδημα άνω των 15.000 ευρώ θεωρούνταν ότι ανήκαν στο πλουσιότερο 40% των φορολογουμένων, ενώ το όριο αυτό μειώθηκε στις 11.000 ευρώ το 2014 και το 2019.
Πηγή: ΟΤ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις