Στο πρωτοσέλιδο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει ακριβώς πριν από επτά δεκαετίες, στις 10 Φεβρουαρίου 1953, υπήρχε ένα άρθρο του γνωστού λογοτέχνη και μετέπειτα ακαδημαϊκού Ηλία Βενέζη.


Το κείμενο του Βενέζη, που έφερε τον τίτλο «Υποδείγματα», ήταν κατ’ αρχήν αφιερωμένο στον αείμνηστο δάσκαλο Μανόλη Τριανταφυλλίδη, στον κήρυκα του δημοτικισμού, ο οποίος υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους συντελεστές της προώθησης των γλωσσικών και εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων που είχαν πραγματοποιηθεί στη χώρα μας κατά το α’ μισό του 20ού αιώνα.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 10.2.1953, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Όμως, ο Βενέζης δεν αναφέρεται στο άρθρο του μόνο στον Τριανταφυλλίδη. Μιλά και για τον Αλέξανδρο Δελμούζο, έναν άλλον αληθινό δάσκαλο του Γένους, όπως τον χαρακτηρίζει.

Κι ακόμα, πέραν των δύο αυτών θεμελιωτών της δημοτικής, ο Βενέζης τιμά με τα γραπτά του και όλους εκείνους που είχαν αναλώσει τη ζωή τους στην υπηρεσία της πατρίδας τους, είχαν αγωνιστεί με όλες τις δυνάμεις τους για την προκοπή της, για τη διαφύλαξη και την εξέλιξη του πολιτισμού της.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 10.2.1953, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Πριν διαβάσετε το κείμενο του Βενέζη, θα ήθελα να επισημάνω ότι οι ιδέες που διατυπώνονται σε αυτό συγγενεύουν σαφώς –κατά τη δική μου τουλάχιστον αντίληψη– με τις θέσεις που προβάλλονται στο χθεσινό άρθρο μου στη στήλη των «Απόψεων» («Μάνος Χατζιδάκις: Τ’ απαραίτητα»).

Στο τηλέφωνο ήταν ο κ. Μανόλης Τριανταφυλλίδης που με ζητούσε. Τον τελευταίο καιρό, τους τελευταίους μήνες, δεν τον είχα δει διόλου, έτσι όπως ήμουν πνιγμένος στην υπηρεσία του Εθνικού Θεάτρου. Κ’ εκείνος τον τελευταίο καιρό είναι αποτραβηγμένος, σπάνια τον βλέπει κανείς. Άλλωστε έχει το δικαίωμα πια να ξεκουραστεί. Ύστερα από μια τέτοια ζωή, αφιερωμένη με τόση ένταση, με τόσο πάθος, με τόση αφιλοκέρδεια στην ελληνική παιδεία, στην ελληνική γλώσσα, ύστερα από τόσους αγώνες και τόσες πικρίες, ύστερα από τόσον όγκο εργασίας, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης θα μπορούσε πια να ξεκουραστεί, αποτραβηγμένος απ’ τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα. Όταν με ζήτησε στο τηλέφωνο νόμιζα πως θα ήθελε να μιλήσουμε, ή να πάω να του κάμω λίγη συντροφιά.

Η φωνή απ’ την άλλη άκρη του σύρματος ήταν λίγο αδύνατη, αλλά επίμονη σ’ αυτό που ήθελε. Ήθελε να με δει για ένα φροντιστήριο που θα έκανε.

Επήγα και τον είδα. Μου εξήγησε: η πορεία της δημοτικής επιβάλλει πάλι ένα κοίταγμα. Σε ποιο σημείο βρίσκεται σήμερα, ποια είναι τα συμπεράσματα απ’ την εφαρμογή ορισμένων γραμματικών κανόνων, ποια πρέπει να είναι η λύση που θα δοθεί σε ορισμένες απορίες και προβλήματα γλωσσικά που παρουσιάσθηκαν στο μεταξύ;

– Θα έρχονται μερικοί φιλόλογοι, νέοι καθηγητές, μου είπε. Πρέπει να έρχεσαι κι’ εσύ, αγαπητέ. Πρέπει να έρχονται και μερικοί λογοτέχνες. Πρέπει…

Χαμήλωσε λίγο τη φωνή, έγινε σχεδόν απροσδιόριστη, μόλις κατάλαβα που μου έλεγε το δύσκολο λόγο: πρέπει να μας αφήσει μερικές παραγγελιές, μερικές υποθήκες – κάτι τέτοιο ήθελε να πει.

Επήγα την ορισμένη μέρα του φροντιστηρίου, εβρήκα πάλι την ίδια εικόνα – αυτήν που μου μένει αλησμόνητη απ’ τους χρόνους της κατοχής: στην τραπεζαρία του παλιού αρχοντόσπιτου της οδού Πατριάρχου Ιωακείμ καθισμένοι γύρω-γύρω, στο μακρύ τραπέζι, οι μαθητές. Στη μέση του τραπεζιού ο Τριανταφυλλίδης. Από πάνω, στους τοίχους, οι πρόγονοι με τις φέσες του ’21. Και ο Τριανταφυλλίδης να διδάσκει.

Κάθισα ανάμεσα στους μαθητές – ήταν όλοι νέοι φιλόλογοι, γυναίκες και άνδρες. Και θα ομολογήσω την αμαρτία μου: σ’ αυτό το πρώτο μάθημα ήμουν ακροατής κάκιστος, δεν παρακολουθούσα όσο έπρεπε τα θέματα που έθετε ο Τριανταφυλλίδης. Γιατί ο νους μου ήταν απορροφημένος απ’ τον ίδιο το δάσκαλο, απ’ την αρετή, απ’ την πίστη, απ’ την αφοσίωσή του. Ήταν εκεί, στο λίγο φως, κάτω απ’ τους προγόνους, ένα παράδειγμα, ένα υπόδειγμα συγκινητικό, από αυτά τα υποδείγματα ζωής που πρέπει να τα προβάλλουμε συνεχώς, στον εαυτό μας και στα παιδιά μας, για να γινόμαστε καλύτεροι κι’ αυτά για να γίνουν ό,τι πρέπει: Έλληνες σωστοί, και άνθρωποι σωστοί. Σε μια εποχή που όλοι γινήκαν βιαστικοί –και μιλώ εδώ για την περιοχή του πνεύματος, της επιστήμης και της λογοτεχνίας–, σε μια εποχή που οι νεώτεροι κυρίως, κυριευμένοι από ένα αίσθημα πανικού, βιάζονται να κερδίσουν τη θέση που νομίζουν πως τους ανήκει καταβάλλοντας όσο το δυνατόν λιγότερο τίμημα, λιγότερο μόχθο, λιγότερο έργο, σε μια τέτοια εποχή το παράδειγμα της εργασίας, του μόχθου και της πίστης ανθρώπων σαν τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη είναι αλήθεια, αυτό καθαυτό, μάθημα. Μα τι δεν είχαν να παλέψουν όταν άρχισαν αυτοί, οι αληθινοί δασκάλοι του Γένους, ο Δελμούζος, ο Τριανταφυλλίδης – για να αναφέρω μονάχα αυτά τα δυο ονόματα που η παράδοση και η αγάπη μας τα βάζουν πάντα κοντά το ένα στο άλλο; Τι αντίδραση, τι πρόληψη, τι αμάθεια! Πάνω στο τραπέζι οπού έκανε το φροντιστήριό του προχθές ο Τριανταφυλλίδης είδα έναν τόμο του Δελτίου του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Εδώ και σαράντα χρόνια. Μια μεγάλη μελέτη του Τριανταφυλλίδη –βιβλίο σωστό– είναι καταχωρημένη στο Δελτίο. Πόση εργασία και πόση σοφία! Και με ποια ικανοποίηση; Απ’ όλους τους άνδρες που αναλώθησαν τα τελευταία πενήντα χρόνια για την προκοπή της Ελλάδας, για τον πολιτισμό της, νομίζω πως εκείνοι που μαρτύρησαν πιο πολύ, που είχαν να κάμουν τον πιο άχαρι αγώνα, ήταν αυτοί – οι θεμελιωτές της δημοτικής, της επιστήμης της δημοτικής. Σήμερα μας φαίνονται όλα εύκολα. Αλλά θάπρεπε να μπορούσαμε να πάμε πίσω, στα χρόνια τους, στον καιρό των αγώνων τους, για να δούμε σωστά το τι άξιζαν. Και να αισθανθούμε όσο πρέπει απέναντί τους τις τύψεις που πρέπει να έχουμε ως σύνολο.

Γιατί, αλήθεια, πάλι το ερώτημα έρχεται στα χείλια ολωνών: εφερθήκαμε ως έθνος, ως κράτος, όπως έπρεπε, εκάμαμε ό,τι έπρεπε ως πολιτεία σεβόμενη το πνεύμα και τους εργάτες της, ετιμήσαμε όπως έπρεπε ανθρώπους σαν τον Δελμούζο, ωσάν τον Τριανταφυλλίδη; Ποια ελληνική κυβέρνηση των τελευταίων χρόνων σκέφτηκε πως είχε χρέος να αξιοποιήσει μόνιμα τη σοφία και το κύρος τους; Όλα τα υπουργεία, οι μεγάλες τράπεζες, τα μεγάλα ιδρύματα έχουν τεχνικούς συμβούλους έξω της πολιτικής, για να βοηθούν, για να κατευθύνουν στο σωστό δρόμο το έργο τους. Ποια ελληνική κυβέρνηση σκέφτηκε να ονομάσει συμβούλους της στην παιδεία και στη γλώσσα τον Δελμούζο και τον Τριανταφυλλίδη, να ωφεληθεί απ’ τη σοφία τους και να ωφελήσει τον τόπο;

Αυτά σκεφτόμουν προχθές στο φροντιστήριο του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, που είχα κ’ εγώ το προνόμιο, μαζί με τους μαθητές του, ν’ ακούω τις υποθήκες του. Δεν επρόκειτο για μάθημα. Ήταν ένας διάλογος. Ο Τριανταφυλλίδης, αφού έκαμε τόσον μεγάλο δρόμο στα προβλήματα της γλώσσας του λαού μας, εξακολουθούσε, στο τέρμα του δρόμου, να θέτει ερωτήματα: στον εαυτό του, στους άλλους. Η αληθινή επιστήμη, η αληθινή σοφία, μιλούσε με το στόμα του. Κι’ αυτή τού υπαγόρευε το χρέος: να ερευνά, να ερευνά πάντα, ως το τέλος.

Όταν τελείωσε το μάθημα και είπα στον κ. Τριανταφυλλίδη πως το ίδιο βράδυ, σε λίγη ώρα, είχε το εναρκτήριό του μάθημα στο «Αθήναιον» ο Ευάγγελος Παπανούτσος, που θα δίδασκε χαρακτηρολογία, ο Τριανταφυλλίδης εξέφρασε αμέσως την επιθυμία, παρ’ όλη την κούραση, νάρθει μαζί μας. Και ήρθε μαζί μας. Ήταν συγκινητικό: αυτός που μόλις εδίδαξε, που έργο του ήταν να διδάσκει, κάθισε μαζί με όλους εμάς, με το ακροατήριο, τους μαθητές, και παρακολούθησε με σέβας τον λαμπρό, νεώτερο συνάδελφό του, που συνέχιζε τον δύσκολο δρόμο, τον δικό τους.

*Η φωτογραφία του παρόντος άρθρου προέρχεται από τη σελίδα «Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών» στο Facebook.