Νίκος Καββαδίας: «Να πουν μια μέρα πως γράψαμε σωστά ελληνικά»
Άδικα θα τον περιμένουν οι ωκεανοί, η πικρή κι' αξεδίψαστη αγάπη του, η θάλασσα
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Αλλαγές εξετάζει η Κομισιόν για την οδήγηση μετά τα 70 έτη - Τι θα αναφέρεται στην ευρωπαϊκή οδηγία
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
Πριν από 48 ολόκληρα χρόνια, στις 10 Φεβρουαρίου 1975, απεβίωσε στην Αθήνα ο κεφαλληνιακής καταγωγής ναυτικός και λογοτέχνης Νίκος Καββαδίας, σε ηλικία 65 ετών.
Μεταξύ άλλων, τον Καββαδία είχε αποχαιρετήσει ο ομότεχνός του και εν ευρεία εννοία ομοϊδεάτης του Στρατής Τσίρκας, που επέπρωτο να φύγει από τη ζωή ύστερα από πέντε μόλις χρόνια.
Σε κείμενό του που έφερε τον τίτλο «Ο ποιητής της αδελφοσύνης και των μεγάλων οριζόντων» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 1975, την επομένη της κηδείας του Καββαδία, ο Τσίρκας έγραφε τα εξής:
Πλήθος φίλων και θαυμαστών ακολούθησε χθες το απόγευμα την κηδεία του Νίκου Καββαδία, το κοσμαγάπητου ποιητή των «Μαραμπού» (1933), «Πούσι» (1947) και της «Βάρδιας» (μυθιστόρημα, 1954). Νοσταλγός των μεγάλων οριζόντων, άδολος ποιητής για την αδελφοσύνη ανάμεσα σ’ όλες τις φυλές και σ’ όλους τους ανθρώπους του μόχθου και του πνεύματος, ήταν και ατρόμητος περατάρης. Στην άλλη όχθη θα τον περιμένουν τώρα οι κατατρεγμένοι από την ξένη μισαλλοδοξία και τη νεοελληνική κακοριζιμιά, που βοήθησε: η Μέλπω Αξιώτη, ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης, ο Νίκος Καραγιάννης, η Ελπίδα και ο Θράσος Καστανάκης, ο Στρατής Ζερμπίνης και πολλοί άλλοι. Θα τον αποζητούν οι συνάδελφοί του ναυτεργάτες που τον λάτρευαν, ο λιμανίσιος κόσμος του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης και της Αλεξάνδρειας, οι τύποι της Τζένοβας, οι συνδικαλιστές και αντιφασίστες αγωνιστές της Μασσαλίας, της Βαρκελώνης και του Σαντιάγκο, οι εξωτικές γυναίκες της Βηρυτού, του Βαλπαραΐζο, της Κεϋλάνης και του Χαρμπίν. Άδικα θα τον περιμένουν οι ωκεανοί, η πικρή κι’ αξεδίψαστη αγάπη του, η θάλασσα.
Χρόνια πολλά, κάθε είκοσι μέρες ερχόταν με το βαπόρι της γραμμής στην Αλεξάνδρεια, μαρκονιστής μαζί κι’ εξάγγελος της άμοιρης πατρίδας, με μόνη του απόλαυση την τροφή των ταπεινών, λίγα κουκιά με μπαμπακόλαδο και ρίγανη, την ηδονική μυρωδιά των γιασεμιών, τη ζεστή σάρκα των χαμένων γυναικών του Κομπακίρ. Μα πάνω απ’ όλα έβαζε την Ποίηση, γι’ αυτή γνοιαζόταν, γι’ αυτήν κουβέντιαζε στις εξόδους του στη Βηρυτό με τον Σεφέρη, πρέσβυ τότε εκεί: «Να πουν μια μέρα πως γράψαμε σωστά ελληνικά». Και πάντα, μια ώρα πριν σφυρίξει το καράβι του γύρευε ταξί. Φοβόταν μήπως φύγει και μείνει ξέμπαρκος. Και να που το καράβι τώρα τον άφησε για πάντα.
Εκείνο που κατόρθωσε και θα μείνει αιώνια κληρονομιά στα Γράμματά μας είναι τούτο: στην ελληνική δίψα της θαλασσινής αναζήτησης, για την προσέγγιση της ψυχής με την απέραντη ομορφιά του ανθρώπου και της φύσης, για τη χαρά και τον εξευγενισμό τους, έδωσε με την ποίησή του ένα νέο ρίγος, και μια νέα διάσταση, ρωμέικη αλλά δίχως στενόκαρδα σύνορα. Κι’ αυτό οι νέοι του τόπου του, αγόρια και κορίτσια, που επάνω τους ακούμπησε τις ελπίδες του και που, με τη σειρά τους, αγάπησαν με πάθος το έργο του και τον άνθρωπο του έργου, θα έχουν πάντα μπρος στα μάτια τους, όπως τους φάρους που τραγούδησε: δικαιοσύνη, έρωτα κι’ ελευθερία.
Ο Νίκος Καββαδίας ήταν το καμάρι και η κολώνα των αδελφών του και των ανιψιών του. Αυτές τις μέρες ετοίμαζε μια καινούργια συλλογή με ανέκδοτα ποιήματα με τον τίτλο «Τραβέρσο», που θα εκδώσει ο «Κέδρος».
Ας είναι ελαφρό το χώμα που τον σκεπάζει, αν και ξέρω πως τον τάφο του θα τον ήθελε ακόμη πιο δροσερό: «Προτιμώ τα ψάρια από τους σκούληκες», συνήθιζε να λέει.
Μα σ’ αυτόν τον τόπο της έξαρσης και των δακρύων ποιος ακόμη μπορεί να πει πως ορίζει τη μοίρα του;
*Οι φωτογραφίες του Νίκου Καββαδία στο παρόν άρθρο προέρχονται από τη σελίδα «Νίκος Καββαδίας» στο Facebook.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις