ΗΠΑ: Ο Τζο Μπάιντεν και το ανοιχτό «στοίχημα» του 2024
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ δείχνει έτοιμος να θέσει ξανά υποψηφιότητα για τον Λευκό Οίκο. Όμως πολλοί Αμερικανοί διαφωνούν
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Πώς διαμορφώνονται οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
- Χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια για τον σκύλο και τη γάτα μας – Εύγευστες συνταγές
- Ο Τραμπ διορίζει τον παραγωγό του «Apprentice», ως ειδικό απεσταλμένο στη Μεγάλη Βρετανία
Στα τέλη Ιανουαρίου, το ποσοστό αποδοχής του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ήταν περίπου στο 44%, σημειώνοντας πτώση από τις αρχές του έτους, όταν εντοπίστηκαν διαβαθμισμένα έγγραφα στην κατοχή του.
Σχεδόν μια εβδομάδα αργότερα -λίγο πριν από την καθιερωμένη ετήσια ομιλία του για την Κατάσταση της Ένωσης– είχε πέσει στο 41%.
Όμως η εμφάνιση του 80χρονου προέδρου ενώπιον του Κογκρέσου, την περασμένη Τετάρτη, ήταν σχεδόν προεκλογική.
Ο ίδιος δεν έχει ακόμη ανακοινώσει επίσημα αν θα είναι υποψήφιος για δεύτερη θητεία το 2024.
Όμως προς τα εκεί φάνηκε να δείχνει η επαναλαμβανόμενη αναφορά του πως «δεν τελειώσαμε ακόμα» και η συνεχής παρότρυνσή του «ας τελειώσουμε τη δουλειά».
Ήταν η πρώτη ομιλία του στο Κογκρέσο αφότου οι Ρεπουμπλικανοί εξασφάλισαν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων, στις ενδιάμεσες εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου.
Από το χαώδες κλίμα που δημιούργησαν κατά την ομιλία του Μπάιντεν οι σκληροπυρηνικοί τραμπικοί και δεδομένων των λεπτών πολιτικών ισορροπιών στη Γερουσία, ήταν εμφανές ότι το προεδρικό κάλεσμα δεν απευθυνόταν στο διχασμένο Κογκρέσο, αλλά στους Αμερικανούς ψηφοφόρους.
Όχι τυχαία άλλωστε, στη μία ώρα και δώδεκα λεπτά που διήρκεσε η ομιλία του οι αναφορές του στην εξωτερική πολιτική ήταν μικρές κι αυτές για την Ουκρανία και την Κίνα.
Εστίασε αντίθετα στα εσωτερικά ζητήματα: επενδύσεις για τη σταθεροποίηση της οικονομίας, εκσυγχρονισμό των προβληματικών υποδομών, καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης.
Κι όλα αυτά με μια γερή δόση προστατευτισμού, που φέρνει τις ΗΠΑ όλο και πιο κοντά σε έναν εμπορικό πόλεμο με τη σύμμαχο ΕΕ.
«Αγοράστε αμερικανικά» ήταν το μήνυμα του Μπάιντεν, θέτοντας ως προτεραιότητα «να αποκαθιστούμε την αξιοπρέπεια της εργασίας».
Παρά το ότι η οικονομία παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα εσωτερικά προβλήματα για την κυβέρνηση Μπάιντεν, ο υψηλός πληθωρισμός υποχωρεί και η ανεργία βρίσκεται σε χαμηλό 53 ετών.
Μπορεί λοιπόν ο Μπάιντεν -ο γηραιότερος πρόεδρος των ΗΠΑ- να προκαλέσει ενθουσιασμό με μια δεύτερη προεκλογική εκστρατεία;
Έλλειμμα εμπιστοσύνης
Η φετινή ομιλία του ήταν κατά πολλούς μια έμπρακτη απάντηση σε όσους τον χαρακτηρίζουν -και δη οι Ρεπουμπλικανοί- «κοιμήση Τζο».
Στο βήμα του Κογκρέσου, ο Μπάιντεν έδειχνε αποφασισμένος και μαχητικός, κοντά στον λαό και ρεαλιστής.
Ωστόσο τελευταία έκθεση του Πανεπιστημίου Monmouth κατέδειξε για πέμπτο συνεχή χρόνο μια φθίνουσα εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στα όσα λέγονται για την Κατάσταση της Ένωσης.
Από 55% το 2018, φέτος -προ της ομιλίας Μπάιντεν- είχε πέσει στο 39%.
Γεγονός που κατά τον διευθυντή του Ινστιτούτου Δημοσκοπήσεων στο Monmouth, Πάτρικ Μάρεϊ, υποδηλώνει ότι «η θεμελιώδης πίστη στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα συνεχίζει να διαβρώνεται», ανεξάρτητα από το ποιος βρίσκεται στον Λευκό Οίκο.
Παρά τα θετικά της προεδρίας Μπάιντεν -που τώρα βρίσκεται στα μισά της και για την επόμενη διετία θα τελεί υπό νομοθετική «ομηρία» από τους Ρεπουμπλικανούς στο Κογκρέσο- τελευταία δημοσκόπηση των Washington Post/ABC καταδεικνύει ότι οι Αμερικανοί αισθάνονται βαθιά απογοήτευση.
Το 62% είπε ότι ο Μπάιντεν έχει πετύχει «λίγα έως τίποτα» μέχρι σήμερα.
Σε τελευταία δημοσκόπηση της YouGov για τον Economist, στα τέλη Ιανουαρίου, μόλις το 21% των 1.500 ερωτηθέντων Αμερικανών ενηλίκων δήλωσε ότι θα ήθελε ο Αμερικανός πρόεδρος να ξαναθέσει υποψηφιότητα το 2024.
Το ποσοστό είναι χαμηλό ακόμη και στις τάξεις των ίδιων των Δημοκρατικών, όπως κατέδειξε νέα έρευνα των AP-NORC.
Εξ αυτών, μόλις το 37% δηλώνει ότι θέλει ο Μπάιντεν να διεκδικήσει την επανεκλογή του.
Τον περασμένο Οκτώβριο, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 52%. Η μεγάλη πτώση οφείλεται κυρίως στους νεότερους ψηφοφόρους.
Η τέχνη του… εφικτού
Αναλυτές αποδίδουν το φαινόμενο εν μέρει στο γεγονός ότι δεν έχουν γίνει ακόμη αισθητά στον μέσο Αμερικανό τα αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής του, εν μέσω πανδημίας, πληθωρισμού και των συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία.
Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα αναφέρουν δύο σημαντικές πολιτικές νίκες που πιστώνονται στον Μπάιντεν: την έγκριση των νόμων για τις υποδομές και για τη μείωση του πληθωρισμού.
Ο πρώτος υπεγράφη στα τέλη του 2021 και έχει αρχίσει μόλις τώρα να πιάνει τόπο. Ο δεύτερος τέθηκε σε ισχύ τον περασμένο Αύγουστο, περιέχοντας μεταξύ άλλων αλλαγές στην φορολογική πολιτική, στην περιβαλλοντική πολιτική και στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης.
Υπάρχουν ωστόσο πολλές υποσχέσεις που έχουν μείνει ανεκπλήρωτες κατά τα πρώτα δύο χρόνια της προεδρίας του για ριζικές μεταρρυθμίσεις.
Οι περισσότερες οφείλονται κυρίως στην έλλειψη διακομματικής συνεργασίας στο Κογκρέσο.
Εκτείνονται από τις αμβλώσεις και την οπλοκατοχή, μέχρι τα δωρεάν κοινοτικά κολέγια και, φυσικά, το μεταναστευτικό.
Για το υπόλοιπο μισό της θητείας του, μέχρι το 2024, θεωρείται ως πλέον σίγουρο ότι ο Μπάιντεν δεν θα μπορέσει να υλοποιήσει την ατζέντα του: από την αύξηση της φορολογίας εταιρειών και πλουσίων, μέχρι την απαγόρευση των ημιαυτόματων όπλων ή τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων με ομοσπονδιακό νόμο.
Παρά την έκκλησή του για διακομματική συνεργασία, δεν θα το επιτρέψουν οι νέες πολιτικές ισορροπίες στο Κογκρέσο, που έχουν ήδη φέρει τις ΗΠΑ κοντά στο ανώτατο όριο χρέους.
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι εν τω μεταξύ -ακόμη και στις τάξεις των Δημοκρατικών- που θεωρούσαν εξ αρχής τον Μπάιντεν ως μεταβατικό πρόεδρο.
Ήτοι ως παράγοντα σταθερότητας, που θα ένωνε τη χώρα έπειτα από τα τέσσερα χρόνια της θυελλώδους προεδρικής θητείας Τραμπ, παραδίδοντας στη συνέχεια τα «σκήπτρα» στην επόμενη γενιά.
Δεύτερες σκέψεις, εφεδρικές λύσεις
Μετά τα ανέλπιστα καλά αποτελέσματα για τους Δημοκρατικούς στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου, η υποψηφιότητα Μπάιντεν έδειχνε να κερδίζει «πόντους».
Μέχρι και σήμερα, ωστόσο, στους πολιτικούς διαδρόμους της Ουάσιγκτον ψιθυρίζεται ότι πολλοί στο κυβερνών κόμμα θα προτιμούσαν έναν νεότερο και πιο δυναμικό υποψήφιο.
Μέχρι και η πρώην πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, η 82χρονη Νάνσι Πελόζι δήλωσε τους New York Times ότι το θέμα της ηλικίας δεν ήταν «κάτι θετικό» για τον Τζο Μπάιντεν.
Στις εκλογές του 2024 θα πλησιάζει τα 82 και -εφόσον τελικά θέσει υποψηφιότητα και επανεκλεγεί- θα έχει φτάσει αισίως τα 86 στο τέλος μιας δεύτερης προεδρικής θητείας.
Παρ’ όλα αυτά, ο Μπάιντεν δείχνει έτοιμος να ριχτεί στη μάχη.
Σύμφωνα με το δίκτυο CNN, ο ίδιος και το επιτελείο του προγραμματίζουν την επίσημη ανακοίνωση της υποψηφιότητας το προσεχές διάστημα.
Οι βοηθοί φέρονται να έχουν αρχίσει να στήνουν εδώ και καιρό στο παρασκήνιο την προεκλογική εκστρατεία για το 2024 και ήδη διοργανώνονται εκδηλώσεις για τη συγκέντρωση δωρεών.
Ακόμη όμως και εάν τελικά πράγματι ο Τζο Μπάιντεν ανακοινώσει επίσημα ότι θα διεκδικήσει την επανεκλογή του σε δύο χρόνια, είναι πολλοί αυτοί που κρατούν «μικρό καλάθι».
Η εσωκομματική κούρσα στους Ρεπουμπλικανούς για το δικό τους προεδρικό χρίσμα παραμένει εξάλλου ανοιχτή και σύντομα αναμένεται να αρχίσει το ανακάτεμα της «τράπουλας» με υποψηφιότητες ενάντια στον Ντόναλντ Τραμπ.
Παράλληλα σχεδιάζουν σειρά κοινοβουλευτικών ερευνών με στόχο να πλήξουν το προφίλ του Μπάιντεν: από τα πεπραγμένα της προεδρίας του, έως τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του γιού του, Χάντερ.
Στελέχη των Δημοκρατικών δεν έχουν εγκαταλείψει εν τω μεταξύ τις προεδρικές φιλοδοξίες τους.
Τόσο ο κυβερνήτης της Καλιφόρνιας, Γκάβιν Νιούσομ, όσο και η νυν αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Κάμαλα Χάρις, λέγεται ότι έχουν έρθει σε επαφή με δωρητές για την προετοιμασία μιας πιθανής εκστρατείας, σε περίπτωση που τελικά η υποψηφιότητα Μπάιντεν -ανακοινωθείσα ή μη- δεν «καρποφορήσει».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις