Χρέος και εξαχρείωση
Ιστορίες καταστροφών
Στις 26 Δεκεμβρίου του 2004, μία σεισμική δόνηση μεγέθους 9,2 βαθμών, με επίκεντρο 160 χιλιόμετρα ανοιχτά των δυτικών ακτών της βόρειας Σουμάτρα, πυροδότησε μία σειρά από γιγάντια κύματα τσουνάμι που σκότωσαν περίπου 227.898 ανθρώπους σε 14 παράκτιες χώρες του Ινδικού Ωκεανού. Ηταν μία από τις φονικότερες φυσικές καταστροφές στην καταγεγραμμένη ιστορία.
Τη στιγμή που ενέσκηψε, οι δύο χώρες με τους περισσότερους νεκρούς, η Ινδονησία και η Σρι Λάνκα, ήταν μπλεγμένες σε μακροχρόνιες, εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις, που είχαν υπάρξει ιδιαίτερα βίαιες τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες. Η επαρχία Ατσεχ, η δυτικότερη της Ινδονησίας, καθώς και η ανατολική Σρι Λάνκα πλήγηκαν βαρύτατα από το τσουνάμι – και ήταν επίσης τα επίκεντρα της βίας. Εμφανίστηκαν λοιπόν ξεκάθαρες ευκαιρίες για αυτό που οι ειδικοί αποκαλούν «διπλωματία των καταστροφών». Και οι δύο περιοχές θα χρειάζονταν τεράστιες προσπάθειες ανοικοδόμησης, που δεν μπορούσαν να γίνουν μόνο από τις τοπικές ή τις εθνικές αρχές.
Με τη διεθνή κοινότητα να προσπαθεί ακόμη να διαχειριστεί το σοκ, οι αντάρτες του Ατσεχ, που μάχονταν επί 30 χρόνια για την ανεξαρτησία της περιοχής, πρότειναν κατάπαυση πυρός μόλις τέσσερις ημέρες μετά το τσουνάμι, γεγονός που επέτρεψε στον ινδονησιακό στρατό να συνδράμει στον συντονισμό μιας τεράστιας επιχείρησης παροχής έκτακτης βοήθειας. Συνολικά επτά δισεκατομμύρια δολάρια συγκεντρώθηκαν για την ανοικοδόμηση του Ατσεχ από διεθνείς οργανισμούς και ξένους δωρητές. Τελικά, στις 15 Αυγούστου του 2005, κυβέρνηση και αντάρτες υπέγραψαν μία ειρηνευτική συμφωνία που αντέχει ακόμα, παρά τις εκάστοτε εκλάμψεις βίας.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι διαπραγματεύσεις είχαν ξεκινήσει στις 24 Δεκεμβρίου του 2008, μόλις 48 ώρες πριν από τον σεισμό και το τσουνάμι. Αλλά πολλές προηγούμενες προσπάθειες είχαν αποτύχει. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η καταστροφή παρείχε έναν διπλωματικό χώρο όπου μπορούσε να επιτευχθεί ειρήνη αν οι δύο πλευρές το ήθελαν αληθινά – και αυτό συνέβη.
Την ίδια ώρα, στη Σρι Λάνκα, η διανομή της ανθρωπιστικής βοήθειας, η πρόσβαση στις βόρειες και τις ανατολικές περιοχές που δεν τελούσαν υπό κυβερνητικό έλεγχο, και η εντύπωση ότι οι πληγέντες στα νότια της χώρας δεν αντιμετωπίζονταν δίκαια, οδήγησε σε μία κλιμάκωση των βίαιων και μη βίαιων συγκρούσεων. Κυβέρνηση και αντάρτες Ταμίλ κατέληξαν σε συμφωνίες που στη συνέχεια αθετήθηκαν ή ανατράπηκαν. Οταν ενέσκηψε το τσουνάμι, οι Ταμίλ μετρούσαν ήδη δύο χρόνια (αδύναμης) εκεχειρίας με την κυβέρνηση, ήταν όμως απασχολημένοι με τον επανεξοπλισμό τους και αυτό συνέχισαν να κάνουν σφετεριζόμενοι και δεκάδες εκατομμύρια δολάρια διεθνούς βοήθειας.
Στην πραγματικότητα, και οι δύο πλευρές είχαν άλλους λόγους ώστε να μην επιδιώξουν την ειρήνη, όπως για παράδειγμα η προσωπική εξουσία που (τους) προσέφερε η συνέχιση της διαμάχης και η έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Τον Νοέμβριο του 2015, η Σρι Λάνκα εξέλεξε έναν σκληροπυρηνικό πρόεδρο που είχε στηρίξει την εκστρατεία του στην υπόσχεση τερματισμού της σύγκρουσης με στρατιωτικά μέσα. Τα κατάφερε το 2009, όταν ο στρατός της Σρι Λάνκα κατάφερε επιτέλους να διακηρύξει ότι είχε τερματίσει τον ένοπλο αγώνα κατά του Κολόμπο.
Ο λόγος που μνημονεύουν συχνά ειδικοί αναλυτές όπως ο Ιλαν Κέλμαν, καθηγητής στο University College του Λονδίνου, το παράδειγμα της Ινδονησίας και της Σρι Λάνκα είναι για να καταδείξουν πως η «διπλωματία των καταστροφών» μπορεί να βελτιώσει τις ενδοκρατικές ή και διακρατικές σχέσεις αλλά μόνο αν υπάρχει μια προϋπάρχουσα βάση που δεν σχετίζεται με την καταστροφή (όπως οι συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις, οι επίσημοι ή ανεπίσημοι πολιτισμικοί δεσμοί ή οι εμπορικές σχέσεις), και αυτό μόνο βραχυπρόθεσμα: μακροπρόθεσμα, βαρύνουν περισσότερο άλλοι παράγοντες, όπως οι αλλαγές ηγεσίας, η αμοιβαία καχυποψία, μία επιθυμία για σύγκρουση λόγω των πλεονεκτημάτων που προσφέρει, ή η πεποίθηση πως κάποια ιστορική διαφορά υπερέχει των ανθρωπιστικών προβληματισμών.
Η ιστορία, επισημαίνει ο Ιαν Κέλμαν στο βιβλίο του «Η διπλωματία των καταστροφών: Πώς επηρεάζουν οι καταστροφές την ειρήνη και τη διαμάχη», είναι γεμάτη απαισιόδοξα παραδείγματα. Η Βόρεια Κορέα έχει δεχθεί πολλές φορές (μεταξύ άλλων το 1995, το 2000, το 2001 και το 2002) βοήθεια για πλημμύρες και λιμούς σε αντάλλαγμα για πολιτικές παραχωρήσεις που στη συνέχεια αποσύρθηκαν ή καταστρατηγήθηκαν. Στο Ιράν, αρκετοί φονικοί σεισμοί, το 1990, το 2002 και το 2003, έφεραν αμερικανική βοήθεια αλλά αυτό ελάχιστα επηρέασε τις αμερικανο-ιρανικές σχέσεις. Και μπορεί πάντα μία χώρα να αρνηθεί την ξένη αρωγή, όπως έκανε η Κούβα με την αμερικανική στη διάρκεια της ξηρασίας του 1998 ή οι ΗΠΑ με τις προσφορές της Κούβας, της Βενεζουέλας και του Ιράν μετά τον κυκλώνα Κατρίνα το 2005, όπως κάνει τώρα η Συρία με την ισραηλινή προσφορά βοήθειας και η Τουρκία με την κυπριακή. Και το ελληνοτουρκικό παράδειγμα του 1999, άλλωστε, έδειξε πως η «διπλωματία των σεισμών» είναι πεπερασμένη.
Τίποτα από όλα αυτά, ωστόσο, δεν αναιρεί την ηθική υποχρέωση κάθε πολιτισμένου κράτους να προσφέρει βοήθεια όταν ενσκήπτει δίπλα του ή και μακρύτερα μια καταστροφή – και την ηθική εξαχρείωση όσων αρνούνται αυτό το χρέος, ή χαίρονται με την τραγωδία που ζει ο γείτονας.
- Λίβανος: Τουλάχιστον 12 νεκροί και 50 τραυματίες από ισραηλινούς βομβαρδισμούς
- Γερμανία: Ο Πιστόριους δεν θα διεκδικήσει το χρίσμα του υποψήφιου καγκελάριου – Προτείνει Σολτς
- Κιμ Γιονγκ Ουν: Προειδοποιεί για κίνδυνο πυρηνικού πολέμου
- Ουκρανία: Παρίσι και Λονδίνο υπόσχονται να μην αφήσουν τον Πούτιν να «πετύχει τους σκοπούς του»
- Στα «ΝΕΑ» της Παρασκευής: Μια αλλαγή που ανατρέπει το σκηνικό
- Η βαθμολογία στον όμιλο της Εθνικής μετά την ήττα στο Λονδίνο