Η υποχρεωτική, σχεδόν υποθηκευμένη, κερδοφορία των τραπεζών
Η αναβαλλόμενη φορολογία αποτελεί κοινή ευρωπαϊκή πρακτική, ωστόσο στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών το ποσοστό του αναβαλλόμενου φόρου στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών αντιπροσωπεύει μόλις το 10% περίπου κατά μέσον όρο
Το θέμα των τραπεζών στην Ελλάδα ήταν διαχρονικά συναισθηματικά φορτισμένο. Ακόμα και τη χρεοκοπία της χώρας επιχείρησαν κάποιοι να τη φορτώσουν στις τράπεζες, αν και οι μέτοχοί τους έχασαν τα λεφτά τους τουλάχιστον δύο φορές, από τις χρεοκοπίες του κράτους.
Με όλο αυτό το κλίμα, λογικό ήταν, ότι όταν θα πατούσαν ξανά στα πόδια τους και θα εμφάνιζαν κέρδη όλοι θα τους την «έπεφταν». Οπως και γίνεται. Το 2022 ήταν μια χρονιά με έκτακτα κέρδη, αλλά και με πολλά καθαρά τραπεζικά. Επιτοκιακά κέρδη, αλλά και κέρδη από προμήθειες. Ολα αυτά οδήγησαν πολλούς στην άποψη ότι θα πρέπει να τα «μοιραστούν» με τους πελάτες τους (με χαμηλότερα επιτόκια) ή και με το ίδιο το κράτος (με μια έκτακτη φορολόγηση). Στον άτυπο αυτόν δημόσιο διάλογο συμμετέχουν με την ίδια ευκολία όλοι. Και οι πληττόμενοι από τα αυξημένα επιτόκια, δανειολήπτες, αλλά και το πολιτικό σύστημα.
Κανείς ωστόσο δεν λέει ευθαρσώς, ότι αυτά τα κέρδη είναι σχεδόν υποθηκευμένα από το ίδιο το πολιτικό σύστημα, μέσω του αναβαλλόμενου φόρου. Πρόκειται για τον νόμο 4172/2013 – γνωστό ως νόμο Χαρδούβελη – που ορίζει ότι σε περίπτωση που μια τράπεζα εμφανίσει ζημίες σε μια οικονομική χρήση εκδίδονται τίτλοι υπέρ του Δημοσίου, δηλαδή κρατικοποιείται. Αντίθετα όσο εμφανίζει κέρδη, μπορεί να συμψηφίζει τον φόρο τους με τις ζημιές που κανονικά θα κατέγραφε από τιτλοποιήσεις ή πωλήσεις δανείων. Μάλιστα με ρύθμιση του 2021, οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν εντός 20ετίας.
Η αναβαλλόμενη φορολογία αποτελεί κοινή ευρωπαϊκή πρακτική, ωστόσο στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών το ποσοστό του αναβαλλόμενου φόρου στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών αντιπροσωπεύει μόλις το 10% περίπου κατά μέσον όρο. Στην περίπτωση των ελληνικών τραπεζών ο αναβαλλόμενος φόρος αντιπροσωπεύει το 69,5% του βασικού κεφαλαιακού δείκτη των συστημικών τραπεζών. Οπως γίνεται αντιληπτό, οι τράπεζες περίμεναν μια 7ετία να φτάσουν ακριβώς σε αυτή τη θέση, που θα εμφάνιζαν μεγάλη κερδοφορία και θα μπορούσαν να «κάψουν» πολύ από τον αναβαλλόμενο φόρο, προκειμένου να βελτιώσουν την ποιότητα των κεφαλαίων τους. Μάλιστα την εβδομάδα που μας πέρασε ο επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) που εδρεύει στη Φρανκφούρτη Αντρέα Ενρία, επικρότησε με μια βαθιά ανάσα ανακούφισης την «ικανοποιητική» όπως είπε κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, προκειμένου να μειωθεί ο αναβαλλόμενος φόρος.
Στην ερώτηση για το τι περιμένει ο SSM από τις ελληνικές τράπεζες για την αναβάθμιση της ποιότητας των κεφαλαίων τους όσον αφορά στον αναβαλλόμενο φόρο, ο ίδιος απάντησε ότι δεν μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα πέραν της διασφάλισης ικανοποιητικής κερδοφορίας η οποία θα αποφέρει ικανές ποσότητες κεφαλαίων τα επόμενα χρόνια. «Αυτό θα τους επιτρέψει, τόσο να επιβραβεύσουν τους μετόχους τους όσο και να παραμείνουν σε ασφαλή τροχιά σε επίπεδο κεφαλαιακής ευρωστίας», πρόσθεσε. Αυτά είναι τα δεδομένα και θα έπρεπε να είναι σαφή σε όλους. Οι πολίτες-δανειολήπτες προφανώς έχουν κάθε δικαίωμα να φωνάζουν. Οι πολιτικοί ωστόσο δεν δικαιούνται να λένε ότι δεν γνωρίζουν, καθώς δικές τους αποφάσεις οδήγησαν τις τράπεζες να είναι υποχρεωμένες να εμφανίζουν κερδοφορία, σχεδόν στο διηνεκές…
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις