Εκείνες που άνοιξαν τον δρόμο: Οι πρώτες Ελληνίδες στο Πανεπιστήμιο
Χρειάστηκε να δουλέψουν πιο σκληρά από τους συμμαθητές τους, να παλέψουν με τη γραφειοκρατία – ακόμη και να δώσουν την ίδια τους τη ζωή
Μισθολογικό χάσμα, υποτίμηση των «γυναικείων» επαγγελμάτων που αντανακλάται στις αμοιβές, άνιση κατανομή των οικογενειακών και οικιακών ευθυνών που τις αποτρέπει από το να κυνηγούν τις φιλοδοξίες τους. Αυτές είναι ορισμένες μόνο από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες του σήμερα στην προσπάθειά τους για εξέλιξη και αυτοολοκλήρωση. Αν μη τι άλλο, όμως, για τις περισσότερες ο δρόμος προς την εκπαίδευση είναι ανοιχτός, όπως αποδεικνύεται και από τις εξαιρετικές τους επιδόσεις τόσο στις πανελλήνιες εξετάσεις, όσο και εντός της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Δεν ίσχυε το ίδιο και για τις πρώτες Ελληνίδες που θέλησαν να σπουδάσουν, αφού πέρα από το σκληρό διάβασμα και την επιμονή που απαιτούνταν για να πετύχουν το στόχο τους, είχαν να αντιμετωπίσουν αμέτρητα κοινωνικά, γραφειοκρατικά και νομικά εμπόδια, τα οποία για πολύ καιρό τις κρατούσαν εκτός των αμφιθεάτρων. Για να καταφέρουν, τελικά, να γίνουν φοιτήτριες του (μοναδικού στην Ελλάδα εκείνη την εποχή) Πανεπιστημίου Αθηνών, χρειάστηκαν αγώνες, χρήματα και, δυστυχώς, μια αυτοκτονία. Αυτή είναι η ιστορία τους.
Βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα. Αν και λειτουργεί από το 1837, το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών δεν έχει δει ποτέ γυναικείο όνομα στη λίστα των εισακτέων του. Όμως περίπου από τη δεκαετία του 1870, οι Ελληνίδες είχαν αρχίσει να αναλαμβάνουν ενεργό ρόλο στη δημόσια σφαίρα, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 1/5 των εργατών, αλλά και φοιτώντας μαζικά στα σχολεία της χώρας. Το επάγγελμα της δασκάλας, το μοναδικό που απαιτούσε κάποια περαιτέρω μόρφωση και στο οποίο είχαν πρόσβαση οι γυναίκες, ήταν αρκετά δημοφιλές, με 460 εκπαιδευτικούς σε όλη τη χώρα (ο πληθυσμός μόλις που ξεπερνούσε το 1,5 εκατομμύριο).
.
.
Παρόλα αυτά, το ενδεχόμενο μια γυναίκα να λάβει τη μόρφωση που προορίζεται για τους άνδρες εξακολουθεί να μοιάζει αδιανόητο. Είναι χαρακτηριστικό ότι πέρα από τον διαχωρισμό των σχολείων σε «θηλέων» και «αρρένων», αντίστοιχα διαφοροποιημένη είναι και η διδακτέα ύλη, με τα μαθήματα που παραδίδονται στα κορίτσια να είναι απλοποιημένα, για να ταιριάζουν στη… γυναικεία φύση τους.
Επιπλέον, ολοκληρώνοντας την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, τα αγόρια μπορούσαν να συνεχίσουν στα γυμνάσια, από όπου και έπρεπε να εξασφαλίσουν απολυτήριο προκειμένου στη συνέχεια να δώσουν εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Για τα κορίτσια, τα γυμνάσια θεωρούνταν ακατάλληλα. Εκείνες που είχαν τη θέληση και την οικονομική δυνατότητα, συνέχιζαν την εκπαίδευσή τους στα Παρθεναγωγεία – τα οποία, όμως, δεν αναγνωρίζονταν ως ισάξια των γυμνασίων και ήταν πάντοτε ιδιωτικά.
Την ίδια περίοδο, η περίφημη «Εφημερίς των Κυριών» της Καλλιρρόης Παρρέν, αλλά και διάφοροι γυναικείοι σύλλογοι, διεκδικούν την περαιτέρω μόρφωση των γυναικών, ενώ όλο και περισσότερες νεαρές γυναίκες από τα υψηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας επιδιώκουν να φοιτήσουν στο πανεπιστήμιο, έχοντας και την υποστήριξη των ισχυρών γονιών τους.
Δεν τα καταφέρνουν εξ αρχής. Αντιθέτως, μια από τις πρώτες σελίδες της ιστορίας αυτών των προσπαθειών, εκείνη που αφορά την Ελένη Παντελίδου, μόνο ως τραγωδία μπορεί να χαρακτηριστεί. Το 1887, έχοντας αποφοιτήσει από το Αρσάκειο Παρθεναγωγείο, η Παντελίδου υπέβαλε αίτηση εγγραφής στην Ιατρική Σχολή, αλλά απορρίφθηκε επειδή δεν κατείχε απολυτήριο γυμνασίου – πράγμα, όπως είπαμε, αδύνατον. Πέρα από την απόρριψη, φαίνεται πως αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει και τη χλεύη, αφού υπάρχουν αναφορές ότι κατά την είσοδό της στην αίθουσα οι άνδρες συμμαθητές της άρχισαν να χτυπούν τα πόδια τους στο πάτωμα και να της πετούν σαΐτες.
Μην μπορώντας να δεχτεί τον άδικο αποκλεισμό της από το πανεπιστήμιο, η Παντελίδου αυτοκτόνησε σε ηλικία μόλις 18 ετών, αφήνοντας πίσω της ένα σημείωμα που θα έμενε στην ιστορία – και θα συνέβαλε στο να ανοίξει ο δρόμος για τις επόμενες γυναίκες της χώρας που τόλμησαν να ονειρευτούν πανεπιστημιακές σπουδές. Σε αυτό, ανέφερε: «Αυτοκτονώ, διαµαρτυρόµενη διά την αδικίαν. Ο θάνατός µου ας ακουστεί ως κραυγή εις εκείνους οίτινες θεωρούν τη γυναίκα ως μεσαιωνική δούλη».
Δεν ήταν, όμως, η πρώτη Ελληνίδα που θέλησε να σπουδάσει. Την ίδια περίοδο υπήρξαν και άλλες γυναίκες στη χώρα, οι οποίες αποπειράθηκαν να ενταχθούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και, όταν αποκλείστηκαν από αυτή, αναζήτησαν εναλλακτικές στο εξωτερικό. Γνωστή είναι, για παράδειγμα, η περίπτωση της Σεβαστής Καλλισπέρη, που το 1884 αιτήθηκε να συμμετέχει στις εξετάσεις της Φιλοσοφικής Σχολής. Παρά την επιτυχία της σε αυτές, το Υπουργείο Παιδείας την απέρριψε εξαιτίας του φύλου της, κι έτσι κατέληξε να φοιτά στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης.
Πρώτη ελληνίδα φοιτήτρια θα γινόταν τελικά η Ιωάννα Στεφανόπολι, μια πολύ σημαντική προσωπικότητα της εποχής της και κόρη του δημοσιογράφου και λαογράφου Αντώνιου Στεφανόπολι, ο οποίος καταγόταν από τη Μάνη (Στεφανόπουλος), αλλά είχε γεννηθεί στην Κορσική και ο οποίος εξέδιδε τη γαλλόφωνη εφημερίδα «Messager d’ Athenes». Πέρα από τον πατέρα της, η Στεφανόπολι είχε την τύχη να έχει και μια πολύτιμη θεία, την κυρία Σμόλτσε, η οποία της έμαθε τα πρώτα της γράμματα – και η οποί αργότερα έγινε διευθύντρια του Παρθεναγωγείου της Παλλάδος στην Κωνσταντινούπολη.
Στα 10 της χρόνια εισάγεται στο Ελληνικό Παρθεναγωγείο της Αικατερίνης Λασκαρίδη, όπου ξεχωρίζει για τις επιδόσεις της. Συνεχίζει την εκπαίδευσή της στο σπίτι, παρακολουθώντας μαθήματα γυμνασίου από αναγνωρισμένους καθηγητές – μια δυνατότητα που της δόθηκε έπειτα από επανειλημμένα διαβήματα και, φυσικά, χάρη στην οικονομική άνεση και την επιρροή του πατέρα της. Στη συνέχεια, οι καθηγητές της κατέθεσαν σε ειρηνοδικείο πως είχε λάβει εκπαίδευση αντίστοιχη εκείνης που οριζόταν από το νόμο, με αποτέλεσμα να της αναγνωριστεί απολυτήριο γυμνασίου.
Το 1889, σε ηλικία μόλις 14 ετών, συμμετέχει στις απολυτήριες εξετάσεις του γυμνασίου και παίρνει τον υψηλότερο βαθμό ανάμεσα σε 60 μαθητές. Λίγους μήνες αργότερα, κάνει αίτηση για την εισαγωγή της στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο πρύτανης την παραπέμπει στη σύγκλητο του Πανεπιστημίου, όπου η Θεολογική Σχολή προβάλλει ενστάσεις θεωρώντας… ανόσια την είσοδο μιας γυναίκας στο πανεπιστήμιο, και παρομοιάζοντάς την με την είσοδο στο ιερό της εκκλησίας, σύμφωνα με αφηγήσεις της ίδιας της Στεφανόπολι. Τελικά το θέμα φτάνει στο Υπουργείο Παιδείας, που της επιτρέπει την εγγραφή της στη Φιλοσοφική. Εκείνη φοιτά για μερικούς μήνες ως επισκέπτρια και στη συνέχεια φεύγει για το Παρίσι όπου και συνεχίζει τις σπουδές της.
Όσο σπουδάζει, αρχίζει και να εργάζεται στην εφημερίδα του πατέρα της. Πιστεύοντας και η ίδια, όπως και ο Στεφανόπολι στη Μεγάλη Ιδέα, αναδεικνύει σε διεθνές επίπεδο το θέμα της ιταλικής κατοχής των Δωδεκανήσων, ενώ εκδίδει βιβλίο στα γαλλικά με τίτλο «Τα νησιά του Αιγαίου και τα προνόμιά τους». Επιστρέφοντας στην Ελλάδα γίνεται θερμή υποστηρίκτρια του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος και της αναθέτει το 1913 τη διεύθυνση του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων (ΑΠΕ).
Πάντως την ίδια χρονιά (1890) επιδιώκουν την εισαγωγή τους στο ΕΚΠΑ και οι Φλωρεντία Φουντουκλή και Ελένη Ρούσσου, δυο Αρσακειάδες τα αιτήματα των οποίων όμως απορρίπτονται. Δυο χρόνια αργότερα, ωστόσο, η Φουντουκλή γίνεται δεκτή στο Τμήμα Μαθηματικών που τότε ανήκε επίσης στη Φιλοσοφική Σχολή και γίνεται η πρώτη γυναίκα που σπούδασε μαθηματικά στη σύγχρονη Ελλάδα. Η αδερφή της, Μαριάννα, από την άλλη, γίνεται η πρώτη φοιτήτρια που έγινε δεκτή στο Τμήμα Φυσικής. Γεγονός που ίσως προκαλεί μικρότερη έκπληξη όταν μαθαίνουμε πως η θεία τους, Πολυτίμη Φουντουκλή, ήταν η πρώτη ελληνίδα δασκάλα.
Εξαιρετικά σημαντική ήταν και η πρωτιά της Αγγελικής Παναγιωτάτου, η οποία δεν έγινε απλώς η πρώτη γυναίκα που σπούδασε ιατρική στη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά και η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια της ιατρικής σχολής. Και για εκείνη, ο δρόμος δεν ήταν εύκολος.
Στη διάρκεια των σπουδών της, φαίνεται πως οι συμφοιτητές της όχι απλώς δεν την αντιμετώπιζαν θετικά, αλλά και της φώναζαν «Στην κουζίνα, στην κουζίνα!» – γεγονός που εκτός των άλλων δείχνει ότι από το 1893 μέχρι και σήμερα, οι σεξιστές ελάχιστα έχουν ανανεώσει την φαρέτρα των «επιχειρημάτων» τους. Η Παναγιωτάτου πάντως καταφέρνει να αποφοιτήσει και, έχοντας πάρει το πτυχίο της, εγκαθίσταται στην Αίγυπτο, όπου ερευνά τα τροπικά νοσήματα και βραβεύεται για το έργο της με το Παράσημο του Τάγματος του Νείλου, το 1902. Ήταν η πρώτη γυναίκα στην οποία η αιγυπτιακή κυβέρνηση απέδωσε αυτή την τιμή.
Ολοκληρώνει τη διατριβή της το 1908 και ανακηρύσσεται υφηγήτρια της ιατρικής σχολής του ΕΚΠΑ, ενώ στη συνέχεια φεύγει για το Παρίσι όπου και συνεχίζει τις σπουδές της. Χάρη στο πλούσιο και ενδιαφέρον ερευνητικό της έργο, το 1938 γίνεται η πρώτη έκτακτη Καθηγήτρια της Υγιεινής και Τροπικής Παθολογίας, το 1947 η πρώτη καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής και το 1950 η πρώτη γυναίκα αντιπεστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Πρόκειται, φυσικά, για εξαιρέσεις της εποχής: για τις ελάχιστες γυναίκες που είχαν και την οικονομική επιφάνεια και την οικογενειακή υποστήριξη ώστε να διεκδικήσουν μια (πιο) ισότιμη θέση στη δημόσια σφαίρα, ξεκινώντας από το δικαίωμά τους στην εκπαίδευση. Ωστόσο, οι δικές τους προσπάθειες οδήγησαν σταδιακά στην αναμόρφωση της μέσης εκπαίδευσης, δημιουργώντας δευτεροβάθμια σχολεία και για τα κορίτσια. Κάπως έτσι, φτάνουμε το 1917 στην βενιζελική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με την οποία ιδρύονται τα πρώτα δημόσια ελληνικά σχολεία και γυμνάσια θηλέων και, αργά αλλά σταθερά, στη σημερινή, μαζική παρουσία των γυναικών στα πανεπιστήμια της Ελλάδας.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις