Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ: Ένα κόκκινο πατημένο λουλούδι
Μια ιστορία της Εθνικής Αντίστασης
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια για τον σκύλο και τη γάτα μας – Εύγευστες συνταγές
- Economist: Οι εργαζόμενοι αγαπούν τον Τραμπ, τα συνδικάτα πρέπει να τον φοβούνται
- Πώς διαμορφώνονται οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
Θα προσπαθήσω όχι να γράψω —ούτε να μετουσιώσω σε τέχνη μια στιγμή της Αντίστασης— μα απλώς να καταγράψω ένα γεγονός μέσα στις χιλιάδες τα γεγονότα, ένα γεγονός όμως που για μένα παίρνει τη σημασία του μνημόσυνου, γιατί σήμερα κλείνουν ακριβώς 17 χρόνια από τότε που σκοτώθηκε η Ανθούλα.
Ήτανε 17 ακριβώς χρονών. Είχε τα γενέθλιά της εκείνο το πρωί κ’ είχαμε ξενυχτήσει όλο το βράδυ. Είχε μείνει στο σπίτι μου. Το προηγούμενο απόγευμα οι Γερμανοί μάς είχαν κλείσει από τις 7, κάτι θα είχανε μάθει για τη διαδήλωση της επομένης και παίρναν τα μέτρα τους. Στο υπόγειο είμαστε μαζεμένες 6 κοπέλες. Ανάμεσά μας και η Ανθούλα, ακόμα παιδί.
— Εσύ, της είπε η Δέσποινα, δεν θα κατέβεις στη διαδήλωση.
Συμφωνήσαμε όλες, εκείνη όμως άρχισε να διαμαρτύρεται, να παρακαλεί, να προσπαθεί να μας επιβάλει τις απόψεις της.
Η Δέσποινα έμεινε ασυγκίνητη.
— Όχι, Ανθούλα, κορίτσια σαν και σένα μας είναι πολύτιμα, έχεις πολύ περισσότερα πράγματα να προσφέρεις στο Πανεπιστήμιο που ξέρεις πόση αντίδραση συναντάμε, παρά να κατεβείς στο πεζοδρόμιο. Ένας άνθρωπος πιο πολύ ή πιο λίγο μέσα στο πλήθος που προβλέπεται για αύριο δεν θα παίξει κανένα ρόλο, ενώ η επιρροή σου στους συμφοιτητές σου έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία.
Τα λυτά της μαλλιά καθώς πλαισιώσανε το παιδικό της πρόσωπο γιομίζανε χρυσαφιές ανταύγειες από το κερί που μας φώτιζε, κι όλες μας νοιώθαμε την ανάγκη να παρηγορήσουμε μα και να προστατεύσουμε αυτό το ανοιξιάτικο πρόσωπο με τα μεγάλα γαλάζια μάτια που καίγανε από ενθουσιασμό.
Για μια στιγμή ακούστηκε έξω από το παράθυρό μας το ρυθμικό, βαρύγδουπο βήμα της μπότας.
— Άρχισε η γερμανική περίπολος, είπα, κ’ έσβησα το κερί. Μείναμε στο σκοτάδι μιλώντας χαμηλόφωνα, ρυθμίζοντας τη φωνή μας με του βήματος την ηχώ, που σα να ένιωθε την παρουσία της ανάσας μας κάτω από το πέλμα της, στεκόταν —ή έτσι μας φαινόταν τουλάχιστον— μερικά λεπτά περισσότερο μπροστά στο παράθυρό μας κ’ ύστερα μάκραινε ίσαμε τη γωνιά για να ξανακουστεί σε λίγο, ρυθμική, ερεθιστική, καταπιεστική, για ν’ αντηχήσει μέσα στην καρδιά μας και να δυναμώσει τη θέλησή μας να ελευθερωθούμε από αυτή.
Θάταν πια ξημερώματα όταν άλλαξε ο σκοπός. Του καινούργιου τα βήματα ήταν πιο ανάλαφρα, κάπως ακατάστατα κ’ η Ανθούλα μάς βεβαίωσε πως αυτός σίγουρα θάταν Αυστριακός και θα χόρευε πολύ ωραία βαλς. Γελάσαμε όλες μαζί και ξαφνικά το βήμα σταμάτησε.
«Λάθος, Γερμανός», μουρμούρισε η Ανθούλα και χώσαμε όλες τα μούτρα μας στα σκεπάσματα για να μην ακουστεί το καινούργιο μας χάχανο.
Έτσι πέρασε σχεδόν όλη η νύχτα. Σα να ετοιμαζόμαστε για κάποιο πανηγύρι και δεν μας κολλούσε ύπνος, μόλις έπαυε η μια άρχιζε η άλλη να διηγήται μια ιστορία, κ’ η Βίνα είπε πειραχτικά μια στιγμή:
— Πρέπει, λοιπόν, παιδιά μου, να δήτε τον Παύλο Μ. πώς τρώει την Ανθούλα με τα μάτια. Είμαι βέβαιη πως θα την ακολουθούσε και σε… διαδήλωση ακόμα.
— Ποιον Παύλο Μ.; Αυτόν του Ψαρρού;
— Αμ ποιον άλλο;
— Ε, λοιπόν, Ανθούλα, αν δεν μας τον κατεβάσεις την ερχόμενη φορά, δεν θάσαι τίποτα.
— Ε κορίτσια, κοιμηθείτε και μια στάλα, είπε η Δέσποινα.
Από κείνη την ώρα δεν ξανακούσαμε της Ανθούλας τη φωνή. «Κοιμήθηκε το μωρό μας», είπε κάποια. Εγώ όμως τη στιγμή που άναψα το τσιγάρο μου, είδα τα μάτια της ορθάνοιχτα, σα να παρακολουθούσε νοερά κάποια παθητική σκηνή.
Το πρωί σηκωθήκαμε μια μια, πλυθήκαμε στην ίδια λεκάνη με το νερό, φάγαμε ένα είδος κρέμας από κάστανα και σταφίδες που μας είχε ετοιμάσει η μητέρα και, σε μικρά διαστήματα, αρχίσαμε να φεύγουμε μια μια πηγαίνοντας στα διάφορα μέρη των ραντεβού μας, απ’ όπου θα ξεκινούσαμε πια την ορισμένη ώρα για να βρεθούμε όλοι μαζί στο κέντρο της πόλεως.
Καμμιά δεν ξέχασε να φιλήσει την Ανθούλα και να της ευχηθεί χρόνια πολλά, η Δέσποινα μάλιστα —η αγέλαστη εκείνη— έκοψε απ’ τη γλάστρα του διπλανού σπιτιού ένα κατακόκκινο γαρύφαλλο και της τόδωσε γελώντας.
— Έλα, της είπε, χρόνια πολλά και του χρόνου τέτοια μέρα θα χορεύουμε ελεύθεροι στο Σύνταγμα για τα δεκαοχτώ σου χρόνια.
«Τα δεκαοχτώ σου χρόνια, σαν ανοιξιάτικο λουλούδι», τραγουδούσε η Ελένη κλείνοντας την πόρτα. Τελευταία θάφευγα εγώ. Στη φοιτητική μου τσάντα ταχτοποίησα προσεχτικά τις προκηρύξεις, έβαλα από πάνω τη γερμανική καθημερινή εφημερίδα και ειδικά για την περίσταση έβαψα τα χείλη μου. Η Ανθούλα γύριζε γύρω μου σαν χαρούμενο σκυλάκι, κι όλο μούλεγε:
— Πήγαινε, πήγαινε τώρα, θ’ αργήσεις.
Την κοίταξα παραξενεμένη. Γιατί τόση βιασύνη να με στείλει στη διαδήλωση; Δεν καταλάβαινε τον κίνδυνο που θα διατρέχαμε;
— Βιάζεσαι να με ξεπαστρέψουνε, της είπα κάπως ειρωνικά.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το γέλιο της. Ανάβλυσε από μέσα της σαν κελάιδισμα ερωτευμένου αηδονιού και, καθώς τύλιξε τα μπράτσα της γύρω απ’ το λαιμό μου παρασύροντάς με σ’ ένα χορευτικό λίκνισμα, μουρμούρισε:
«Εμάς δεν μας πιάνει βόλι, κάνει γκελ πάνω στα νειάτα μας».
Σφίχτηκε παράξενα η καρδιά μου και υποσυνείδητα σα για να την προστατέψω από την ύβρη τής φώναξα φεύγοντας:
— Πήγαινε να βοηθήσεις τη μητέρα μου να μαγειρέψετε, θα γυρίσουμε πεινασμένες σαν λύκοι.
Φορούσε ένα κάτασπρο φόρεμα πλεχτό κ’ ίσαμε που έφτασα στο άλλο τετράγωνο την ξεχώριζα να με αποχαιρετάει.
Η τσάντα στα χέρια μου βάραινε δυσανάλογα, το ίδιο κ’ η καρδιά μου. Πρώτη φορά νομίζω πως αισθανόμουνα φόβο, τα λόγια της Ανθούλας αντί να με ησυχάζουν με βασανίζανε.
Κόντευε μεσημέρι. Ένας ήλιος ανοιξιάτικος, χαρούμενος, έσπαζε πάνω στις πιπεριές κ’ οι νερατζιές ξετρελλαμένες μαζί με τους δεμένους τους καρπούς σκορπούσανε μιαν έντονη μυρωδιά από τα δίφορα νερατζάκια που μας γαργαλούσανε και δίνανε στην περπατησιά μας έναν αέρα ξέγνοιαστο, προσκόπων που πάνε εκδρομή, κι όχι σκλάβων που πάνε να καταλύσουν τα δεσμά τους. Απ’ όλους τους περιφερειακούς δρόμους της Αθήνας ξεμπουκάρανε κατά εκατοντάδες άνθρωποι και ξεχύνονταν προς το κέντρο. Από την Ομόνοια ακούγονταν τα πρώτα λόγια του Ύμνου και στο Σύνταγμα ηχούσε του «σπαθιού την τρομερή». Μερμήγκιαζαν οι δρόμοι, θορυβούσε η καρδιά μας, θαρρούσαμε όλη τη γη στα χέρια μας την ώρα εκείνη. Όλα αυτά σε λίγα λεπτά, κι άξαφνα.
— Έρχονται, κατεβαίνουν με τανκς, προφυλαχτείτε!
Τα χέρια γρήγορα πασπατεύουν την τσάντα, πετάγονται οι πρώτες προκηρύξεις, γιομίζουν τα κεφάλια μας, τα πεζοδρόμια, άσπρα φύλλα χαρτιού, ο ενθουσιασμός ακόμα μας σπρώχνει προς το κέντρο.
Μια, δυο, τρεις ριπές πολυβόλου. Το κύμα σταματάει, αναδεύεται, γίνεται ένα δευτερόλεφτο σιωπής, κι ακούγεται καθαρό, βαθύ το μουγκανητό των σιδερένιων μηχανών που κατεβαίνουν και κείνες. Μια μπρος, μια πίσω, το πλήθος πυκνώνει, αυτοί που είναι στο δρόμο σπρώχνουν για ν’ ανεβούν στα πεζοδρόμια, εκείνοι που είναι στις γωνιές υποχωρούν προς τα στενά, η στιγμή είναι κρίσιμη, δεν πρέπει να οπισθοχωρήσουμε. Τα τανκς προχωρούν, φαίνονται αποφασισμένα να μην βρουν εμπόδια. Η διαταγή έρχεται ανώνυμη. «Προχωρήστε!» Δεν κινείται κανείς. «Προχωρήστε!» Οι δρόμοι κενώνονται, τα πεζοδρόμια πήζουν, πήζουνε και στα στήθη οι φωνές. Τα τανκς προχωρούν, όρθιοι με κάσκες, με πολυβόλα τεταμένα προς όλες τις κατευθύνσεις οι στρατιώτες του Γ’ Ράιχ θαρρείς παρελαύνουν.
Από μακριά τα πρώτα λόγια του Ύμνου, από μακριά κ’ οι πυροβολισμοί. Αρχίζει ν’ αραιώνει κι ο κόσμος στα πεζοδρόμια, τον καταπίνουν οι εσωτερικοί δρόμοι.
— Μη φεύγετε, σταματήστε τους, ζήτω το Έθνος.
Πάντα ανώνυμη η κραυγή.
Κι άξαφνα, εκεί Ομήρου κι Ακαδημίας, καθώς σαν τεράστιες χελώνες κατεβαίνουν οι μηχανές, ένα τρελλό κοριτσίστικο κεφάλι, με ανεμισμένα στον ήλιο τα μαλλιά, βγάζει το μαύρο της γοβάκι, το σφεντονίζει πάνω στην κάσκα του οδηγού και φωνάζει:
— Ακολουθήστε όσοι έχετε καρδιά!
Με τα χέρια ανοιχτά, τα μαλλιά ξέπλεκα, το άσπρο φουστάνι σαν σημαία ξεδιπλωμένη και πίσω της μερικά νέα αγόρια, τρέχουν —για να την ακολουθήσουν; για να την σώσουν;— πάνω στον γυμνό δρόμο, ενώ το τανκς προχωρεί. Κ’ οι δυο προχωρούν. Το τανκς από τη μια, η κοπέλλα από αντίκρυ, τ’ αγόρια πιο πίσω.
— Ανθούλα, προσοχή. Ανθούλα, γύρνα πίσω!
Βγάζει και τ’ άλλο της παπούτσι, το πετάει σαν λουλούδι, στο χέρι της το κόκκινο γαρύφαλλο των 17 της χρόνων.
— Ανθήη!!!
Μια φοβερή αγορίστικη φωνή, κ’ έπειτα άλλη, κι άλλη, κι άλλη…
— Ανθήη!!!
Ολόκληρη ένα κόκκινο πατημένο λουλούδι από τις τροχαλίες του τανκς που προχωρεί αργά χαράζοντας με το αίμα της την πορεία του.
Δε μας φέρανε τίποτα πίσω από την Ανθή. Μόνον ο Παύλος Μ. και μερικοί συμφοιτητές του ήρθαν και μας βρήκαν σε μερικές μέρες. Ζητήσανε να δουλέψουν στο πόδι της. Για κείνους είχε κατεβεί στη διαδήλωση εκείνη την ημέρα, ήθελε να τους πείσει πως ο αγώνας ήταν Εθνικός, κ’ εκείνοι ακολουθήσανε σαν θεατές. Μόνον σαν θεατές.
Ο Παύλος Μ. εκτελέστηκε 5 μήνες αργότερα.
Ας είναι η μνήμη τους αιωνία.
*Χρονικό της Τατιάνας Γκρίτση – Μιλλιέξ, που έφερε τον τίτλο «Μια ιστορία της Αντίστασης» και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό γραμμάτων και τεχνών «Επιθεώρηση Τέχνης» το Μάρτιο του 1961 (αρ. τεύχους 75).
Η συγγραφέας Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1920.
Το 1939 παντρεύτηκε το γάλλο λόγιο, συγγραφέα και φιλέλληνα Ροζέ Μιλλιέξ (Roger Milliex, 1913-2006), δάσκαλό της στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, τον οποίον ακολούθησε σε όλες τις υπηρεσιακές μετακινήσεις του και με τον οποίον απέκτησε δύο παιδιά.
Επί Κατοχής η Μιλλιέξ στρατεύτηκε στο ΕΑΜ και εργάστηκε εθελοντικά στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό.
Από το 1945 έως το 1975 έζησε μαζί με το σύζυγό της στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Γαλλία, Κύπρος, Ιταλία).
Η Μιλλιέξ εργάστηκε κατά καιρούς ως δημοσιογράφος και κριτικός, ενώ απέσπασε αξιόλογες διακρίσεις (κρατικά βραβεία, βραβείο των «Δώδεκα», βραβείο Ακαδημίας Αθηνών) για το συγγραφικό της έργο (πρωτογενή κείμενα και μεταφράσεις), το οποίο είχε ξεκινήσει επισήμως το 1945 (τότε είχε πρωτοεμφανιστεί με δύο διηγήματα).
Η Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ απεβίωσε στις 13 Φεβρουαρίου 2005.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις