Καρκίνος: Αυξημένη θνησιμότητα λόγω τρόπου ζωής σε παιδιά που γλίτωσαν από την ασθένεια
Οι τροποποιήσιμοι παράγοντες υγείας αυξάνουν τουλάχιστον 7 φορές παραπάνω τη θνησιμότητα σε όσα παιδιά ξεπέρασαν τον καρκίνο μετά τη θεραπεία τους
Συνδέονται οι χρόνιες παθήσεις και κοινωνικοί παράγοντες που επηρεάζουν την υγεία με την καθυστέρηση της θνησιμότητας μετά τα πέντε χρόνια από τη διάγνωση σε παιδιά που έχουν επιβιώσει από καρκίνο της παιδικής ηλικίας;
Μελέτη από το ερευνητικό νοσοκομείο Σαιντ Τζουντ του Τενεσή και το Πανεπιστήμιο της Αλμπέρτας στον Καναδά σε 9440 συμμετέχοντες που επέζησαν 5 ή περισσότερα χρόνια μετά τη διάγνωση παιδικού καρκίνου, διαπίστωσε πως τα παιδιά που επέζησαν μετά την θεραπεία διέτρεχαν 7 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου από όλες τις αιτίες. Μάλιστα οι 3407 συμμετέχοντες είχαν τουλάχιστον 10 χρόνια νοσήματα σε όλα τα στάδια της κάθε νόσου από αυτές (βαθμού 1 έως 4) ή τουλάχιστον 3 χρόνια νοσήματα τελικού σταδίου (βαθμού 3 – 4). Η ύπαρξη τουλάχιστον ενός χρονίου νοσήματος βαθμού 2 ή υψηλότερου, η διαβίωση σε περιοχές με τον πιο μειονεκτικό δείκτη στέρησης και η ύπαρξη αδυναμίας συσχετίστηκαν με σημαντική αύξηση της θνησιμότητας από όλες τις αιτίες – έστω και με καθυστέρηση.
Όπως τονίζουν οι συγγραφείς της μελέτης που δημοσιεύθηκε στο JAMA, παρά την πρόοδο στις θεραπείες για τον παιδικό καρκίνο, οι μακροχρόνια επιζώντες παραμένουν σε αυξημένο κίνδυνο όψιμου θανάτου (που ορίζεται ως θάνατος που συμβαίνει μετά τα 5 χρόνια από τη διάγνωση του καρκίνου) σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό. Παρότι η θεραπείες πλέον είναι πολύ πιο ήπιες, γεγονός που έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη μείωση της όψιμης θνησιμότητας αυξάνοντας σημαντικά τους επιζώντες, εντούτοις ο πληθυσμός των παιδιών που ζουν πολλά χρόνια μετά τη θεραπεία τους, συνεχίζει να βρίσκεται σε κίνδυνο πρόωρου θανάτου, εξαιτίας της νοσηρότητας που ακολουθεί από καινούρια νεοπλάσματα ή καρδιακές και πνευμονικές αιτίες.
Παράγοντες κινδύνου που αλλάζουν
Πέρα από τους κινδύνους που σχετίζονται με τη θεραπεία, οι τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου παρέχουν πιθανούς στόχους για παρεμβάσεις για τη μείωση της μεταγενέστερης θνησιμότητας σε επιζώντες. Κλασσικοί παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου (π.χ. υπέρταση, διαβήτης, δυσλιπιδαιμία και παχυσαρκία) έχει βρεθεί ότι ενισχύουν τον κίνδυνο καρδιακών επεισοδίων σε επιζώντες που εκτίθενται σε ανθρακυκλίνες ή και ακτινοθεραπεία θώρακα καθώς οι κίνδυνοι που φέρουν αυτές οι διαδικασίες είναι προσθετικές. Αυτοί οι παράγοντες, σε συνδυασμό με παράγοντες τρόπου ζωής όπως η σωματική δραστηριότητα και το κάπνισμα, αλλά και άλλες καταστάσεις όπως η αδυναμία που ακολουθεί, μπορεί να επηρεάσουν περαιτέρω την μεταγενέστερη θνησιμότητα στα παιδιά που έχουν επιζήσει μετά τη θεραπεία του καρκίνου.
Ατομικά μειονεκτήματα, όπως χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, ανεργία ή ανειδίκευτη εργασία, ανεπαρκής ασφαλιστική κάλυψη και χαμηλότερο εισόδημα είναι συνηθέστερη σε παιδιά που επιβίωσαν του καρκίνου σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους. Επιπλέον, ο μειονεκτικός δείκτης στέρησης της περιοχής διαβίωσης, ο οποίος λαμβάνει υπόψη το μορφωτικό επίπεδο, την κατάσταση απασχόλησης, την ποιότητα της στέγασης και τα μέτρα φτώχειας της περιοχής (που περιλαμβάνει 600-3000 άτομα ανά τετράγωνο), έχει διαπιστωθεί πως συμβάλλουν σε μια σειρά ανεπιθύμητων γεγονότων υγείας στο γενικό πληθυσμό.
Στη μελέτη ελήφθησαν δεδομένα από 9440 άτομα που είχαν επιβιώσει 5 ή περισσότερα χρόνια μετά τη διάγνωση του παιδικού καρκίνου, διαγνώστηκαν μεταξύ 1962 και 2012 και έλαβαν θεραπεία στο νοσοκομείο St Jude Children’s Research Hospital. Συνολικά επελέγησαν μετά από αξιολόγηση 3407 ενήλικες συμμετέχοντες στο SJLIFE. Η ζωτική τους κατάσταση, η ημερομηνία θανάτου και η αιτία θανάτου λήφθηκαν με τη σύνδεση με τον Εθνικό Δείκτη Θανάτου (κάλυψη από την έναρξη έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016). Οι θάνατοι που σημειώθηκαν πριν από την έναρξη του Εθνικού Δείκτη Θανάτου ελήφθησαν από το Μητρώο Καρκίνου του Ερευνητικού Νοσοκομείου Παίδων St Jude. Τα δεδομένα αναλύθηκαν από τον Ιούνιο έως τον Δεκέμβριο του 2022.
Τι μπορεί να αλλάξει
Τα δεδομένα που αξιολογήθηκαν κατά τη μελέτη περιελάμβαναν την έκθεση στη θεραπεία και τα αίτια θανάτου, καθώς επίσης και πληροφορίες για τροποποιήσιμες χρόνιες παθήσεις όπως (δυσλιπιδαιμία, υπέρταση, διαβήτης, έλλειψη βάρους ή παχυσαρκία, ανεπάρκεια οστών, υπογοναδισμός, υποθυρεοειδισμός και επινεφριδιακή ανεπάρκεια, όλα βαθμολογημένα με τα «κριτήρια κοινής ορολογίας για ανεπιθύμητες ενέργειες», τον δείκτη υγιεινού τρόπου ζωής (κατάσταση καπνίσματος, κατανάλωση αλκοόλ, δείκτης μάζας σώματος και σωματική δραστηριότητα), δείκτης στέρησης περιοχής (ο οποίος μετρά τα κοινωνικοοικονομικά μειονεκτήματα σε επίπεδο γειτονιάς) και αδυναμία (μειωμένη μυϊκή μάζα χωρίς λίπος, εξάντληση, μειωμένη ενεργειακή δαπάνη, βραδύτητα και αδυναμία) ελήφθη για τους συμμετέχοντες.
Αποτελέσματα
Από τους 9440 επιζώντες από παιδικό καρκίνο που ήταν επιλέξιμοι να συμμετάσχουν στη μελέτη SJLIFE, η διάμεση ηλικία (εύρος) κατά την αξιολόγηση ήταν 27,5 έτη (από ηλικία 5,3 ετών μέχρι 71,9 ετών) και η διάμεση διάρκεια παρακολούθησης ήταν 18,8 έτη (από 5- 58 έτη). Το 55,2% ήταν άνδρες.
Οι επιζώντες παρουσίασαν αύξηση στη θνησιμότητα όλων των αιτιών 7,6 φορές πάνω από τον γενικό πληθυσμό.
Από τους 3407 ενηλίκους που συμμετείχαν στην SJLIFE, η διάμεση ηλικία κατά την αξιολόγηση ήταν 35,4 έτη (από 17,9-69,8 έτη) και η διάμεση διάρκεια παρακολούθησης ήταν 27,3 έτη (από 7,3-54,7 έτη). Το 52,5% ήταν άνδρες.
Τα μοντέλα προσαρμοσμένα για την επιτευχθείσα ηλικία, φύλο, φυλή και εθνικότητα, ηλικία κατά τη διάγνωση, έκθεση σε θεραπεία, εισόδημα του νοικοκυριού, κατάσταση απασχόλησης και ασφαλιστική κατάσταση αποκάλυψαν ότι η ύπαρξη:
- 1 τροποποιήσιμου χρονίου νοσήματος βαθμού 2 ή υψηλότερου αύξανε τον κίνδυνο μεταγενέστερης θνησιμότητας από κάθε αιτία κατά 2,2 φορές πάνω από τον γενικό πληθυσμό,
- 2 τροποποιήσιμων χρονίων νοσημάτων βαθμού 2 ή υψηλότερου κατά 2,6 φορές,
- 3 τροποποιήσιμων χρονίων νοσημάτων βαθμού 2 ή υψηλότερου κατά 3,6 φορές,
- Η διαβίωση σε μια περιοχή με δείκτη στέρησης ανάμεσα στο 51ο έως 80ο εκατοστημόριο κατά 5,5 φορές,
- Ανάμεσα στο 81ο έως 100ο εκατοστημόριο κατά 8,7 φορές ή
- Συνολικά σε απροσδιόριστο δείκτη στέρησης κατά 15,7 φορές, ενώ η ύπαρξη και
- Αδυναμίας κατά 2,3 φορές.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ανάπτυξη στρατηγικών για μείωση των επιπτώσεων από τους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες και τις τροποποιήσιμες χρόνιες παθήσεις είναι απαραίτητες για τη βελτίωση της υγείας σε επιζώντες από καρκίνο παιδικής ηλικίας.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις