Κάρολος Κουν: Με ενδιαφέρει ο αγνός άνθρωπος του λαού, αδιαφορώ για τους μεσαίους
Τριάντα έξι χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τον θάνατο του μεγάλου σκηνοθέτη, καινοτόμου του ελληνικού θεάτρου. Έφυγε από τη ζωή στις 14 Φεβρουαρίου 1987.
- Έκλεβε τα παπούτσια των παιδιών στο νηπιαγωγείο και πιάστηκε στα πράσα (βίντεο)
- Νέο περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας: Χτύπησε τη γυναίκα του και την έσερνε με το αυτοκίνητο
- Κατεπείγουσα εισαγγελική παρέμβαση από τον Άρειο Πάγο μετά την αποκάλυψη in – Για το χαμένο υλικό από τις κάμερες στα Τέμπη
- Έβαλαν κουτάβια σε τσουβάλια, τα έδεσαν και τα πέταξαν στον Αλφειό
Ο Κάρολος Κουν γεννήθηκε στην Προύσα στις 13 Σεπτέμβρη του 1908. Ο Οι γονείς του μετακόμισαν στην Κωνσταντινούπολη, όταν ο Κουν ήταν μωρό. Ο πατέρας του, Ερρίκος Κοέν, πάμπλουτος έμπορος και κοσμοπολίτης, ήταν κατά το ήμισυ Έλληνας χριστιανός και κατά το άλλο ήμισυ γερμανοπωλονοεβραίος.
Οι γονείς του απουσίαζαν συχνά από το σπίτι, κάποια στιγμή χώρισαν και πολύ αργότερα η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε ένα μακρινό συγγενή της. Μοναχικό παιδί, ο Κάρολος μεγάλωσε σ’ ένα αστικό σπίτι, με πρωσογερμανίδα γκουβερνάντα, μ’ έναν παπά και μια καθηγήτρια πιάνου ανάμεσα στους κατ’ οίκον διδασκάλους.
Ο ίδιος έλεγε: «Αν και γεννήθηκα στην Προύσα, δεν τη γνώρισα. Από μικρός βρέθηκα στην Πόλη κι εκεί μεγάλωσα. Από κει αρχίζουν οι αναμνήσεις, εκεί δημιουργήθηκαν οι πρώτοι ερεθισμοί, τα πρώτα συναισθήματα, η πρώτη επαφή με την έξω για μένα πραγματικότητα. Μεγάλωσα σαν Ρωμιός, μέσα σ’ ένα ρωμαίικο αστικό σπίτι».
Οι σπουδές Αισθητικής, ο ρόλος τους ως καθηγητής, η συνάντηση με τον Φώτη Κόντογλου
Τα χρόνια της εφηβείας του τα πέρασε εσώκλειστος στην αμερικανική Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης, με παιδιά από τα Βαλκάνια.
Τελειώνοντας τη Ροβέρτιο Σχολή της Κωνσταντινούπολης, το 1927 πηγαίνει στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης και σπουδάζει Αισθητική. Το 1929 έρχεται στην Ελλάδα και προσλαμβάνεται ως καθηγητής των Αγγλικών στο Κολέγιο Αθηνών. Αντί του μαθήματος, ωθεί τους μαθητές να γράφουν διαλόγους. Αυτή ήταν η αρχή απ’ όπου ξεπήδησαν σκετσάκια και άλλα έργα που έγραφαν οι μαθητές, παρασύροντας και καθηγητές τους, αλλά και οι ερασιτεχνικές παραστάσεις των μαθητών, με τη σκηνοθετική καθοδήγηση του δασκάλου τους.
Στο μεταξύ, καθοριστική για τον Κουν υπήρξε η γνωριμία του με τον Φώτη Κόντογλου. Όπως έλεγε ο ίδιος, τον βοήθησε να γνωρίσει την Ελλάδα, να νιώσει το ξάνοιγμα προς κάθε τι το Ελληνικό…
Στην εναρκτήρια παράσταση της Ερωφίλης του Χορτάτση, στις 20 Απριλίου ’34 στο Θέατρο Ολύμπια, ο Κουν τοποθετεί τους ηθοποιούς σύμφωνα με τις αγιογραφίες του Κόντογλου και τους φωτίζει σαν από φως καντηλιού. Στα δύο χρόνια της λειτουργίας της η «Λαϊκή Σκηνή» θα παρουσιάσει ακόμη τα έργα: «Άλκηστη», «Πλούτος», «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» και τα «Παντρολογήματα».
Η ίδρυση του θεάτρου Κουν και τα εμπόδια
Σε μια πολύ δύσκολη εποχή το 1942 και ενώ η Ελλάδα βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή καταφέρνει να ιδρύσει το Θέατρο Τέχνης, το οποίο οικονομικές δυσχέρεις τον αναγκάζουν να το κλείσει το 1949 και να το ανοίξει πάλι το 1954. Την περίοδο (1950-53) ο Κουν συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, σκηνοθετώντας Τσέχοφ (Ο θείος Βάνιας, Οι τρεις αδερφές), Πιραντέλο (Ερρίκος Δ΄).
Με μαθητές της Δραματικής Σχολής του όταν συγκρότησε και πάλι το 1954 το Θέατρο Τέχνης, στο κυκλικό Υπόγειο της Στοάς Ορφέως με τη μορφή κυκλικού θεάτρου, εκτός τους παλαιούς συγγραφείς ο Κουν παρουσίασε τα καινούργια ρεύματα του ξένου μεταπολεμικού θεάτρου (Μπρεχτ, Ιονέσκο, Μπέκετ, Πίντερ, Ντάριο Φο, Αραμπάλ κ.ά.) και παράλληλα παρουσίασε έργα πολλών νέων Ελλήνων προικισμένων συγγραφέων – Σεβαστίκογλου, Καμπανέλλη, Κεχαΐδη, Σκούρτη, Αναγνωστάκη και Ευθυμιάδη επιστρέφοντας σε έργα των αρχαίων τραγικών και του Αριστοφάνη.
Το Ηρώδειο, οι κριτικές, οι καινοτόμες ιδέες
Το 1959 παρουσίασε στο Φεστιβάλ Αθηνών τους «Όρνιθες», στο Ηρώδειο. Η παράσταση διακόπηκε από τις έξαλλες διαμαρτυρίες και τα γιουχαΐσματα του κοινού, ενώ η κυβέρνηση επενέβη δραστικά. Τρία χρόνια αργότερα, στο Φεστιβάλ των Εθνών στο Παρίσι, οι «Όρνιθες» του βέβηλου Κουν μοιράστηκαν το πρώτο βραβείο με το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές.
Το ελληνικό κοινό, χάρη στον Κουν, γνώρισε τα σύγχρονα ξένα θεατρικά ρεύματα, το θέατρο του «Παραλόγου», Ιονέσκο, Μαξ Φρις, Μπέκετ, Άλμπυ, Βάις, Πίντερ, Αραμπάλ, ενώ επανήλθε συχνά στους Ουίλλιαμς, Πιραντέλλο, Τσέχωφ, Μπρεχτ, Μίλλερ, Σαίξπηρ. Πρόβαλε το ελληνικό έργο μέσα από τον Βυζάντιο, Κορομηλά, Καπετανάκη, Ξενόπουλο και δημιούργησε νέους συγγραφείς: τον Καμπανέλλη, την Αναγνωστάκη, τον Κεχαΐδη, τον Σκούρτη, τον Μουρσελλά, τον Αρμένη.
Στη δεκαετία 1974-1983 δημιούργησε για πρώτη φορά και Β’ σκηνή, τη «Λαϊκή», που λειτούργησε στο Θέατρο Βεάκη.
Η ερευνά του πάνω στην αναβίωση του Αρχαίου Δράματος θεωρείται από τις εγκυρότερες.
Η Επίδαυρος και οι περιοδείες στην Ευρώπη
Το 1980 το θέατρο Τέχνης μπήκε στην Επίδαυρο με τη μεγαλειώδη παράσταση της τριλογίας «Ορέστεια» του Αισχύλου. Με παραστάσεις αρχαίου δράματος όργωσε την Ευρώπη και γύριζε πάντα στην Ελλάδα θριαμβευτής. Στις αρχές του 1985 απέκτησε και δεύτερη θεατρική αίθουσα στην Πλάκα, με τη βοήθεια της Πολιτείας.
Το τέλος λίγο πριν την πρεμιέρα
Όταν άρχισε να ανασαίνει οικονομικά και να απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων 50 χρόνων, η υγεία του είχε πλέον κλονιστεί.
Στις 8 Φεβρουαρίου 1987 εισήχθη στο νοσοκομείο «Υγεία» με έντονους πόνους στο στήθος. Άφησε την τελευταία του πνοή το βράδυ της 14ης Φεβρουαρίου, την ώρα ακριβώς που θα δινόταν η πρεμιέρα του έργου «Ο ήχος του όπλου» της Λούλας Αναγνωστάκη, που λίγο καιρό πριν είχε αρχίσει να σκηνοθετεί στο «Υπόγειο», στο Θέατρο Τέχνης.
Ο Κάρολος Κουν για τους νέους ηθοποιούς
Στο βίντεο που ακολουθεί ο Κάρολος Κουν μιλά για τους νέους ηθοποιούς και τη θεατρική εκπαίδευση. Πρόκειται για αποσπάσματα από την επομπή Παρασκήνιο της ΕΤ1 που προβλήθηκε τον Νοέμβριο του 2008. Περιέχει κομμάτια από συνεντεύξεις του Κάρολου Κουν στον Φρέντυ Γερμανό καθώς και στο Παρασκήνιο του Σωτήρη Αναστασιάδη το 1976.
Το περιοδικό Μετρονόμος δημοσιεύει τη σκέψη του θεατρικού δασκάλου μέσα από ένα μικρό απάνθισμα συνεντεύξεών του:
Για την περίοδο ίδρυσης του Θεάτρου Τέχνης (1942)
Αισθανόμασταν την ανάγκη για έναν σωστότερο κόσμο, ένα κόσμο με λιγότερες ανθρώπινες ατέλειες, γι’ αυτούς από μας που θα επιζούσανε. Αψηφούσαμε το θάνατο και κυνηγούσαμε με μανία τη ζωή, χωρίς περίσκεψη και προφύλαξη και ταπεινές σκέψεις. Ήμασταν γνήσιοι και αληθινοί. (…) Ήμασταν όλοι στην αντίσταση και σχεδόν όλοι στις γραμμές του ΕΑΜ. Δεν μπορώ μέσα μου ν’ απαρνηθώ και να ξεχάσω εκείνα τα χρόνια. Τα χρόνια που πιστεύαμε ακόμα σ’ ένα κόσμο απαλλαγμένο από μικρότητες και βία. Με την απελευθέρωση και την μετακατοχική περίοδο, όλα διαλυθήκανε. (Συνέντευξη στον Βάιο Παγκουρέλη, ΤΟ ΒΗΜΑ, 4 Οκτωβρίου 1981)
Για την πολιτική διάσταση της τέχνης
Κάθε έργο τέχνης αναγκαστικά εφόσον έχει για βάση τη γνώση, την αλήθεια, την επικράτηση του δίκαιου και του σωστού, δεν μπορεί παρά να είναι και πολιτικοποιημένο και να συνάπτεται με την κατά καιρούς πραγματικότητα. Αυτό όμως δε σημαίνει καθόλου ότι ένα έργο τέχνης πρέπει να προβάλλει θέσεις στενά κομματικές, να προβάλλει συνθήματα πολιτικά ή να προπαγανδίζει, δημοσκοπικά, περιστασιακές θεωρίες. Τέτοια έργα τέχνης συνθέτουν μια εικόνα μόνο με πρόσκαιρα βιώματα, μια τέχνη που δεν αντέχει στο χρόνο και που κατά βάθος δεν είναι τέχνη.
(Συνέντευξη στη Μαίρη Παραπονιάρη, ΑΚΡΟΠΟΛΗ, 17 Δεκεμβρίου 1978)
Για την ελληνικότητα
Η λέξη «ελληνικότητα» είχε μια άλλη έννοια το 1930 κι έχει μια άλλη έννοια σήμερα. Οι κοινωνικές αλλαγές και η πρόοδος της τεχνολογίας βοήθησαν να ξεπεραστούν τα σύνορα, μας έχουν εντάξει σε ένα διεθνή χώρο. Την εποχή που άρχιζε η προσωπική μου περιπέτεια με το θέατρο, ζούσα την «αποκάλυψη» που μου προσέφερε ο Κόντογλου, ένα θάμπωμα που μ’ εμπόδιζε να δω οτιδήποτε άλλο. Σιγά σιγά, αυτό το πρωτοφανέρωτο αίσθημα καταστάλαξε μέσα μου, πήρε τη σωστή του διάσταση. Κι ύστερα ήρθαν άλλα και προστέθηκαν. (…) Για μένα, ελληνικότητα σήμερα είναι το συγκέρασμα όλων αυτών, η ζωντανή δημιουργική σύζευξη Ανατολής και Δύσης, έτσι όπως εκφράζεται σ’ ένα καινούργιο χώρο ελληνικό, με καινούργιους προβληματισμούς.
(Συνέντευξη στη Σούλα Αλεξανδροπούλου, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 6 Αυγούστου 1978)
Για τη θεατρική του διδασκαλία
Επιδίωξή μου ήταν και είναι η διαμόρφωση ενός θεάτρου οργανικού, όπου με την προβολή της ποίησης και της αλήθειας της ζωής να δημιουργείται η θεατρική μαγεία. Ένα θέατρο όπου νους, αισθήσεις, κίνηση και φωνή θα πειθαρχούν απόλυτα στη μορφή και στους στόχους του έργου. Είναι μια θεατρική διδασκαλία που στις τεχνικές βάσεις και λεπτομέρειες εξελίχθηκε σταδιακά και διαμορφώθηκε εμπειρικά. Δεν μου είναι δυνατόν να δουλέψω προγραμματισμένα· ούτε καν να σκεφθώ μπορώ προγραμματισμένα. Δουλεύω εμπειρικά και ερεθίζομαι βλέποντας και ακούγοντας. Μόνο το ζωντανό σώμα, η φωνή, ο λόγος και η κίνηση με κεντρίζουν και με καθοδηγούν.
(Συνέντευξη στον Γιώργο Πηλιχό, ΤΑ ΝΕΑ, 4 Οκτωβρίου 1973)
Για την κριτική
Η αμερόληπτη κριτική δεν υπάρχει μέσα στην ανθρώπινη φύση, παρά μόνο ίσως αν υπάρχουν άνθρωποι με μια ιδιαίτερη κυτταρολογική σύσταση. Όμως, εκείνο που εγώ προσωπικά θεωρώ αρνητικό, ακόμα κι αν υπάρχουν άριστες προθέσεις, είναι η κριτική των άμεσα συνδεδεμένων με θεατρικούς οργανισμούς, και η κριτική που γίνεται βάσει μιας στρατηγικής με στόχο την επιβολή του συγκεκριμένου κριτικού πάνω στη θεατρική ζωή του τόπου. Ούτε η μία, ούτε η άλλη αποτελούν κριτική που θα βοηθήσει το θέατρο. Αντίθετα, αποτελούν κινδύνους για το θέατρο, που έχουν αρχίσει πια να γίνονται άμεσοι.
(Συνέντευξη στη Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου, ΕΠΙΚΑΙΡΑ, 4 Σεπτεμβρίου 1980)
Για το λαό και τη θεατρική δημιουργία
Θέλησα πάντα τα έργα μου ν’ απευθύνονται στο λαό, αλλά χωρίς να κάνω συμβιβασμούς σ’ αυτό που πιστεύω. Κάνω θέατρο που προσπαθεί να τραβήξει όσο γίνεται περισσότερο κόσμο. Μ’ ενδιαφέρει ο αγνός άνθρωπος του λαού. Αν δεχτούμε πως το κοινό δημιουργεί ένα κύκλο, μ’ ενδιαφέρουν αυτοί που είναι στην αρχή του, για την αγνότητά τους κι αυτοί που είναι στο τέλος, για την πείρα και τη σοφία τους. Αδιαφορώ για τους μεσαίους.
Συνέντευξη στη Σούλα Αλεξανδροπούλου, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 6 Αυγούστου 1978.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις