Δημήτριος Βικέλας: Το σέβας προς εαυτόν
Η αγωγή ουδέν άλλο αληθώς σημαίνει ή το πώς να ριζωθή εις τας ψυχάς των παίδων η χρηστότης, η έξις τού να πράττουν το αγαθόν
- ΗΠΑ: Κρίσιμο 48ωρο – Ο Τραμπ οδηγεί τη χώρα σε… shutdown
- Αποκάλυψη in: Μία πολυμήχανη 86χρονη παγίδευσε μέλη συμμορίας «εικονικών ατυχημάτων» στα Χανιά
- Σε 20 χρόνια φυλάκισης καταδικάστηκε ο σύζυγος της Ζιζέλ Πελικό για βιασμούς - Ένοχοι οι 51 κατηγορούμενοι
- Δημήτρης Ήμελλος: Το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο ηθοποιό -Τραγική φιγούρα η μητέρα του
Στο «μέγα ζήτημα της αγωγής» είχε αναφερθεί ο αείμνηστος Δημήτριος Βικέλας στο πλαίσιο ομιλίας που είχε εκφωνήσει ενώπιον του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως προς τα τέλη του 19ου αιώνα.
Ο γεννημένος στις 15 Φεβρουαρίου 1835 ποιητής και πεζογράφος είχε σπεύσει μάλιστα από την αρχή σχεδόν της ομιλίας του να καταστήσει σαφή προς τους ομογενείς του τη διάκριση ανάμεσα στην αγωγή και την εκπαίδευση:
[…] Θα προσπαθήσω απλώς και μόνον να θίξω ενώπιον υμών το μέγα ζήτημα της αγωγής. Λέγω της αγωγής, όχι της εκπαιδεύσεως, διότι άλλο το μεν και άλλο το δε. Την δε διάκρισιν επιβάλλει η θέα των αγώνων τους οποίους και υμείς ιδίως και πάντες πανταχού οι ομογενείς δεν επαύσαμεν καταβάλλοντες υπέρ της διανοητικής προόδου. Αλλ’ η διανοητική πρόοδος δεν έπεται ότι συμβαδίζει μετά της ηθικής διαπλάσεως, μετά της αγωγής. Αγωνιζόμενοι υπέρ του πολλαπλασιασμού και βελτιώσεως των σχολείων, δεν απαλλαττόμεθα των μεγάλων ευθυνών τας οποίας φέρομεν ως προς την ηθικήν μόρφωσιν των νέων γενεών. Δεν είναι δίκαιον, ούτε ωφελεί να μεταβιβάζωμεν την ευθύνην ταύτην εις τους διδασκάλους, εις τους οποίους παραδίδονται τα τέκνα. Το σχολείον δεν αρκεί αυτό και μόνον. Ολόκληρος η κοινωνία φέρει την ευθύνην της γενεάς η οποία θα την διαδεχθή. […]
Επί δύο ήδη γενεάς, ή και τρεις, το ελληνικόν έθνος (το γένος, καθώς λέγετε ενταύθα) διέρχεται κρίσιν σπουδαίαν: την μεταβολήν των πατροπαραδότων ηθών και εθίμων του. Δεν λέγω ότι αποτελούμεν ως προς τούτο εξαίρεσιν. Εις το διάστημα του λήγοντος αιώνος αι βάσεις της κοινωνικής υπάρξεως ηλλοιώθησαν, κατά το μάλλον και ήττον, εις όλον τον κόσμον, ευρωπαϊκόν και μη. […] Τα πάντα μετεβλήθησαν συγχρόνως, σχεδόν διά μιας, και εκ των άκρων εις τα άκρα: τρόπος τού ζην, ενδυμασία, εκπαίδευσις, έθιμα, σχέσεις των νέων προς τους πρεσβυτέρους εντός της οικογενείας και, εκτός αυτής, αι σχέσεις μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών βαθμίδων και ηλικιών και φύλων. Τι δε το πρώτον και άμεσον αποτέλεσμα της τοιαύτης εσπευσμένης μεταβολής; Το πρώτον αποτέλεσμα ήτο, δυστυχώς, η περιφρόνησις του παρελθόντος, το οποίον ηθελήσαμεν διά νέας επιφανείας να συγκαλύψωμεν. Της δε τοιαύτης του παρελθόντος περιφρονήσεως συνέπεια φυσική υπήρξεν η χαλάρωσις του αισθήματος του σεβασμού, το οποίον ήτο η βάσις και η κρηπίς και η υπόστασις τής προ ημών ελληνικής κοινωνίας. Μη άρα γε η εξασθένησις του αισθήματος τούτου είναι η πηγή των κακών, όσα δυνάμεθα να προσάψωμεν εις την παρούσαν κοινωνικήν μας κατάστασιν;
[…]
Εκείνο το οποίον προ πάντων οφείλομεν να εμπνέωμεν εις τους νέους είναι το σέβας προς εαυτόν, το ισοδυναμούν προς την συνείδησιν, διότι εις αυτό συγκεφαλαιούται η αληθώς καλή αγωγή. «Πάντων δε μάλλον αισχύνεο σαυτόν» έλεγεν ο Πυθαγόρας.
Αναγνωρίζω ότι μεταξύ της ήδη γηρασκούσης και της νέας γενεάς υπάρχει διαφορά ολιγωτέρα ή ότε είμεθα ημείς νέοι, και ότι θα είναι ολιγωτέρα έτι μεταξύ της ήδη αναθαλλούσης γενεάς και των τέκνων αυτής. Διαφορά θα υπάρχη πάντοτε, διότι εκάστη μη στάσιμος κοινωνία ευρίσκεται εις διαρκή μεταβατικήν κατάστασιν. Αλλ’ είναι σπάνια τα παραδείγματα ως το γενόμενον παρ’ ημίν. Αληθές ότι, θελήσαντες εξ Ανατολιτών να γίνωμεν κατά τον πολιτισμόν Ευρωπαίοι, εζητήσαμεν, ούτως ειπείν, ν’ ανακτήσωμεν απολεσθείσαν πατρικήν κληρονομίαν, αφού ο νεώτερος πολιτισμός είναι προϊόν του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού. Το έργον είχε τας δυσκολίας του και δεν ηδύνατο να συντελεσθή διά μιας. Ήρχισεν, εξακολουθεί και θα το συμπληρώσωμεν! Αλλ’ όμως ανάγκη να μη λησμονώμεν ότι ο πολιτισμός τον οποίον απομιμούμεθα έλαβεν εις τα ξένα έθνη χροιάν ιδιαιτέραν, προερχομένην εκ λόγων ιστορικών, οι οποίοι δεν επέδρασαν εις την ιδικήν μας ιστορικήν διέλιξιν.
Ημείς δυνάμεθα και οφείλομεν να έχωμεν προ οφθαλμών, ως σκοπόν και ως τέλος, την διατήρησιν των εθνικών χαρακτηριστικών και των παραδόσεων των πατέρων μας, εις τρόπον ώστε ο νέος πολιτισμός τον οποίον αποκτώμεν να γίνη πραγματικώς ιδικός μας και να μη παρομοιάση προς στολήν ξένην, την οποίαν, μη γνωρίζοντες πώς να φορέσωμεν, ενδυόμεθα ανάποδα. Η απομίμησις των ξένων έχει τους κινδύνους της. Ζητούντες να ιδιοποιηθώμεν ήθη και έθιμα, τα οποία μακρόθεν μόνον και κατ’ επιφάνειαν γνωρίζομεν, κινδυνεύομεν να εκλάβωμεν πολλάκις το άχυρον αντί του σίτου. Προς αποφυγήν των τοιούτων σκοπέλων η ασφαλεστέρα πυξίς, ο φωτεινότερος φάρος είναι, και πάλιν, η ανάπτυξις του χαλαρωθέντος αισθήματος του σεβασμού. Την ανάπτυξιν του αισθήματος τούτου ας επιδιώξωμεν εις την αγωγήν των τέκνων. Ας ενσταλάξωμεν εις την ψυχήν των, υπό οιανδήποτε μορφήν θέλετε, το αρχαίον γνωμικόν του Πυθαγόρου. Ας μη λησμονώμεν ποτέ ότι καθήκον έχομεν να προετοιμάσωμεν τους νέους διά την πάλην του βίου, όχι μόνον διδάσκοντες εις αυτούς γράμματα και επιστήμας και τους εξωτερικούς τύπους της καλής δήθεν ανατροφής, αλλά προ πάντων μορφούντες τον χαρακτήρα των.
Η μόρφωσις του χαρακτήρος! Ιδού ο σκοπός προς τον οποίον οφείλομεν ν’ αποβλέπωμεν. Η αγωγή ουδέν άλλο αληθώς σημαίνει ή το πώς να ριζωθή εις τας ψυχάς των παίδων η χρηστότης, η έξις τού να πράττουν το αγαθόν. Προς τούτο απαιτείται, εκ μέρους των γονέων, να βοηθούν τα τέκνα των ακαταπαύστως, επιτηδείως, αλλά και ανεπαισθήτως, διά να μάθουν πώς να νικούν τας προς το κακόν ροπάς των και να συνηθίσουν να προτιμούν, άνευ δισταγμού, το ορθόν πάντοτε και το αγαθόν, πώς να εφαρμόσουν ενωρίς και αυτοβούλως εις την ζωήν των τον ωραίον μύθον του Προδίκου. Αλλά διά μύθων δεν κατορθώνεται τούτο, ούτε διά παραινέσεων, ούτε διά τιμωριών ή ενθαρρύνσεων. Κατορθώνεται μόνον διά του παραδείγματος, διά της ατμοσφαίρας την οποίαν δημιουργεί περί τους παίδας ο καθημερινός της οικογενείας βίος. Πώς να προσδοκώμεν την καρποφόρησιν ηθικών παραγγελμάτων, εάν πρώτοι ημείς δεν τα ακολουθούμεν; Προτού αναθρέψωμεν τα τέκνα μας, ανάγκη να επιβλέπωμεν ημάς αυτούς, ανάγκη να συμπληρώσωμεν την ιδίαν ημών ανατροφήν. Άλλως ματαιοπονούμεν. Το πρώτον, το κύριον, το διαρκές εργαστήριον αγωγής είναι η οικογένεια. Εντός αυτής το τέκνον θα διδαχθή λεληθότως τον ηθικόν νόμον, κατά τον οποίον θα ρυθμίση κατόπιν τας σκέψεις και τας πράξεις του.
Οι γονείς οφείλουν εις τα τέκνα των αδιάκοπον, φωτισμένην και πλήρη στοργής αρωγήν εις τον δύσκολον αγώνα των προς περιστολήν των βαναύσων ορμών της φύσεως και προς ενίσχυσιν των αγαθών της τάσεων. Ο αγών ούτος εξακολουθεί καθ’ όλην του βίου την διάρκειαν, αι δε πιθανότητες της νίκης μεγαλύτεραι δι’ όσους έλαβον εντός της οικογενείας τα πρώτα καλά μαθήματα εκ του παραδείγματος και όχι μόνον εκ διδαγμάτων. Η καρδία και η διάνοια του παιδός είναι ζύμη εύπλαστος. Πρωτίστη του ιδιότης είναι η μίμησις. Η κρίσις και η διάκρισις επέρχονται ακολούθως, διαμορφούμεναι και αύται αναλόγως της εξ αρχής δοθείσης καλής ή κακής διευθύνσεως. Ο παις μιμείται ό,τι βλέπει και ακούει, ώστε το παν εξαρτάται εκ των πρώτων εντυπώσεων, εκ του παραδείγματος. Πώς θέλετε, φέρ’ ειπείν, ν’ αποστραφή το ψεύδος, εάν εντός της οικογενείας ακούη την αλήθειαν παραμορφουμένην; […]
Ας προσπαθώμεν ν’ αναπτύξωμεν εις την ψυχήν των παίδων το σωτήριον αίσθημα του σεβασμού. Τούτο δεν είναι δύσκολον. Οι πρεσβύτεροι επιβάλλουν φύσει το σέβας εις τους μικρούς, διότι είναι μεγάλοι. Το αυξάνει δε και το διατηρεί η εξάσκησις της πατρικής εξουσίας συνδυαζομένης με την πατρικήν στοργήν. Όταν το τέκνον σέβεται τους γονείς του, θα μεταφέρη ευκόλως το σέβας του εις τους πρεσβυτέρους, εις τους ανωτέρους του, εις παν ό,τι χρεωστεί να σέβηται. Επέρχεται δε τότε και το σέβας προς εαυτόν με την πολύτιμον αδελφήν του, την μετριοφροσύνην, την σεμνοπρέπειαν. Η σεμνότης αποτελεί τον ωραιότερον στολισμόν της νεότητος, αλλά τούτο κινδυνεύομεν να το λησμονήσωμεν. Ας προσπαθήσωμεν να την επαναφέρωμεν εις τους νέους, πείθοντες αυτούς ότι η καλλιτέρα ένδειξις της αξίας είναι η μετριοφροσύνη. Η μετριοφροσύνη εμφαίνει τουλάχιστον, και εάν όχι άλλο, την ύπαρξιν αμφιβολίας τινός ως προς την έκτασιν των προτερημάτων μας και, κατά συνέπειαν, την επιδεκτικότητα βελτιώσεως και προόδου. […]
Προορισμός του σχολείου δεν είναι η αναπλήρωσις της οικογενείας. Ίσως υπήρξαν διδάσκαλοι δυνηθέντες να ενσταλάξουν εις την ψυχήν του μαθητού αρχάς αγαθάς, αλλά τούτο σπάνιον και τυχαίον. Του διδασκάλου η αποστολή περιορίζεται εις το ν’ αναπτύξη, διορθώση και ανυψώση τον εντός της οικογενείας μορφωθέντα ήδη χαρακτήρα του παιδός. Είναι δε και τούτο πολύ. Δύναται όμως και να προξενήση κακόν αντί καλού το σχολείον. Διά του κακού παραδείγματος, διά της παιδαγωγικής αδεξιότητος, διά της βαναυσότητος ή της αμελείας του διδασκάλου, διά της μη προλήψεως επιβλαβών επιδράσεων μεταξύ συμμαθητών ανίσου ηθικής μορφώσεως, δύναται να διαστραφή η εύπλαστος εισέτι ψυχή του νέου. […]
Η μέλλουσα ευτυχία ή δυστυχία των τέκνων σας δεν εξαρτάται εξ υμών, ούτε εξασφαλίζεται η ευδαιμονία των διά των φροντίδων όπως προσπορίσητε εις αυτά υλικήν ευημερίαν. Ο πατρικός πλούτος δεν αποτελεί την καλλιτέραν των τέκνων κληρονομίαν. Ευεργετήσατέ τα μορφούντες τον χαρακτήρα των, ενσπείροντες εις την ψυχήν των την έξιν της χρηστότητος και το αίσθημα του καθήκοντος, προετοιμάσατε αυτά, διά καλής και πεφωτισμένης αγωγής, εις τρόπον ώστε και την ευτυχίαν να φέρουν σωφρόνως και την δυστυχίαν γενναίως. Ιδού πώς θα εκτελέσητε το προς αυτά καθήκον. Ιδού πώς θα συντελέσητε εις ανύψωσιν της γενεάς η οποία θα διαδεχθή την ιδικήν μας.
*Η ανωτέρω ομιλία του Δημητρίου Βικέλα, που έφερε τον τίτλο «Περί αγωγής», είχε συμπεριληφθεί στην έκδοση «Διαλέξεις και αναμνήσεις» (Αθήνα, έκδοσις Εστίας, 1893).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις