Λυπάται κανείς ειλικρινά όταν αισθάνεται υποχρεωμένος να κατακρίνει πρόσωπα που θα ήθελε να τα επαινεί, γιατί κάθε άλλο παρά άμοιρα ικανοτήτων ή μάλλον ταλέντου είναι, αλλά και μιας παρεμβατικής στα δημόσια – πολιτικά και καλλιτεχνικά – πράγματα ευχέρειας. Οταν η τελευταία δεν εκδηλώνεται κακόβουλα και με μια δήθεν διορθωτική πρόθεση για τα κακώς κείμενα, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μια άκρως υπολογισμένη ενέργεια ώστε ο αντίκτυπός της να διατηρεί ένα άτομο, καλλιτέχνη συνήθως, όσο είναι δυνατόν περισσότερο στην επικαιρότητα. Αφήσαμε, συνειδητά, να περάσει ένα μικρό χρονικό διάστημα προκειμένου να σχολιάσουμε το ξεσπάθωμα του κυρίου Λάκη Λαζόπουλου κατά της ηθοποιού κυρίας Μιμής Ντενίση και του τηλεπαρουσιαστή κυρίου Νίκου Κοκλώνη. Ακριβώς για να φανεί πόσο διαβλητή γίνεται μια καταγγελία ή μια κριτική, όπως αυτές του κυρίου Λαζόπουλου, όταν, αντί να έχουν μια οποιαδήποτε συνέπεια για τους καταγγελλόμενους, στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χρειάζεται να προσπαθήσεις για να θυμηθείς ποιο ακριβώς ήταν το περιεχόμενό τους. Θα έπρεπε πάντως – και αυτό δεν αφορά μόνο τον κύριο Λαζόπουλο -, όταν καταγγέλλεις με τρόπο μάλιστα όχι μόνο δριμύ και απρεπέστατο, αλλά δεν διορθώνονται στο παραμικρό οι συνθήκες που σε κάνουν να εξεγείρεσαι, να επιλέγεις να σιωπήσεις για λόγους στοιχειώδους αξιοπρέπειας και αυτοπροστασίας. Διαφορετικά είναι σαν να συμβάλλεις στην επιδείνωση ενός σαματά.

Μια καταγγελία και μια κριτική που παραμένουν άσφαιρες είναι γιατί συνήθως τις υπαγορεύουν λόγοι τελείως διαφορετικοί σε σχέση με τους ομολογούμενους. Αλλωστε, όταν ειλικρινά και τίμια κρίνεις και καταγγέλλεις, είναι τόση η οδύνη ή έστω η στενοχώρια που σου προκαλείται σε σχέση με όσα καταμαρτυρείς για μια γενικότερα νοσηρή κατάσταση, ώστε να μην είναι τα πρόσωπα που κυρίως σε ενδιαφέρουν, αλλά οι συνθήκες που έχουν κάνει τα πρόσωπα αυτά να κυριαρχούν στο προσκήνιο είτε της καλλιτεχνικής είτε της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Επομένως όταν επικεντρώνεσαι στα πρόσωπα, αγνοώντας τις συνθήκες που μέσα τους τα πρόσωπα αυτά ακμάζουν, είναι γιατί σε ενδιαφέρει αποκλειστικά και μόνο το σκάνδαλο. Σκάνδαλο που είναι αδύνατο να προκληθεί, αν για παράδειγμα επικεντρωθείς να ανατάμεις μιαν εποχή στον γενικότερο προσανατολισμό της όσον αφορά τα πνευματικά, καλλιτεχνικά και ψυχαγωγικά ενδιαφέροντα. Φαντάζεται κανείς πως θα ασχολούνταν ο οποιοσδήποτε με τον κύριο Λαζόπουλο και με τα λεγόμενά του, δίκην καταγγελίας, αν δεν ασχολούνταν ο ίδιος με την κυρία Ντενίση και τον κύριο Κοκλώνη και εξεγειρόταν για καταστάσεις πολύ πιο ζέουσες σε σχέση με τη «διεστραμμένη αυτοπεποίθηση» της κυρίας Ντενίση ή την καταγγελία ως βλακός του κοινού που παρακολουθεί τον κύριο Κοκλώνη;

Για να έρθουμε στα συγκαλά μας: αν υπάρχει ένα πρόβλημα με τους δύο ήδη κατά κόρον ονοματισμένους καλλιτέχνες, δεν είναι ο κύριος Λαζόπουλος ο πλέον κατάλληλος για να το αντιμετωπίσει και να το λύσει, ακριβώς γιατί ψαρεύει το κοινό του στη δεξαμενή που τροφοδοτεί τόσο την κυρία Ντενίση όσο και τον κύριο Κοκλώνη. Δεν έχουμε δηλαδή από τη μια μεριά τους εξεγερμένους του κυρίου Λαζόπουλου και από την άλλη τους εφησυχασμένους της κυρίας Ντενίση και του κυρίου Κοκλώνη. Μια ανύπαρκτη ουσιαστικά διάκριση έστω και αν ο κύριος Λαζόπουλος θα τη θεωρεί ως αβυσσαλέα. Με λίγα λόγια, με όση πυροτεχνηματική ενδεχομένως καλλιτεχνική συμπεριφορά θα μπορούσε να κατηγορηθούν η κυρία Ντενίση και ο κύριος Κοκλώνης, για την ίδια μπορεί να μεμφθεί κανείς τον κύριο Λαζόπουλο, με την επιπλέον επιφύλαξη που δημιουργείται πάντα όταν η διορθωτική πρόθεση μιμείται τους τρόπους των καταγγελλομένων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ