Στους πονηρούς καιρούς που ζούμε, δεν θα έπρεπε να φανεί παράδοξο αν, τις ανησυχίες που διατυπώνουμε εδώ γύρω από την τυφλή εμπιστοσύνη στην πρόοδο που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο άνθρωπο, βρίσκονταν μερικοί να τις περάσουν για υπαγορευμένες από πνεύμα αντιδραστικό ή και, απλούστερα ακόμα, μεμψίμοιρο. Ας θυμηθούμε ωστόσο πως αφετηρία τους στάθηκε το άρθρο ενός σοφού βιολόγου, του Ζαν Ροστάν, λειτουργού επιστήμης θετικής, από τις πιο ευνοημένες του καιρού μας. Έπειτα, η καχυποψία για κάθε τι που εναντιώνεται την αταραξία μας δεν είναι άραγε χαρακτηριστική της μοιραίας, ακατεύθυντης φοράς που έχουν πάρει τα πράγματα; Υπάρχουν σήμερα εκείνοι που αυτοκολακεύονται από την ανεξέλεγκτη πρόοδο και υπάρχουν εκείνοι που τη μεταχειρίζονται σαν επιχείρημα. Οι πρώτοι είναι οι μωροί — γένος, ως γνωστό, πολυαριθμότατο. Οι δεύτεροι είναι οι πονηροί ή και εκείνοι που, προσανατολισμένοι αλύγιστα σ’ ένα συγκεκριμένο πολιτικό στόχο, κρίνουν κατάλληλο το κάθε όπλο. Έτσι, τα πιο ανόμοια στοιχεία συναντιόνται σε μιαν απροσδόκητη μακαριότητα και βοηθάνε για να συντελείται η εγκατάλειψή μας στην ακατεύθυντη φορά των πραγμάτων. Τέλος, ο ευτελέστερος ευδαιμονισμός βλέπετε να φοδράρεται σήμερα από ένα είδος φιλοσοφίας ναρκισσικής, που δεν έχει φιλοσοφήσει πάνω σε τίποτα. Το πνεύμα της ζωής επιβάλλει την κατάφαση — μας λέει συνοπτικά κι’ ανεύθυνα αυτή η βιοθεωρία.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 12.4.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Το απλοϊκό άτομο φυσικό να επαναπαύεται στη βολική εγγύηση της προόδου. Η πρόσοψή της είναι τόσο γυαλιστερή! Του προτείνει τόσες ανέσεις! Αδύνατο να ξεκρίνης τη μοίρα του ανθρώπου πίσω από τόσες λαμποκοπούσες λαμαρίνες: ψυγεία, αυτοκίνητα, ραδιόφωνα, τελειοποιημένες κατσαρόλες, πλυντήρια, κουζίνες, αεροπλάνα, ρουκέτες. Πυργώνονται ως τα μεσούρανα, κάθε μέρα πληθαίνουν. Υπάρχει εδώ μια κλίση ηδονική, ακατανίκητη, που, μην το ξεχνάμε, σημαίνει όχι μόνο βελτίωση κολακευτική, αλλά και άκοπη. Μια πρόοδος ηθική θα προϋπέθετε αγώνα, αυτοπειθαρχία, στερήσεις, άσκηση, σύγκρουση δεινή με το σκοτεινό, το φοβερότατο κόσμο των ενστίκτων. Η τεχνική πρόοδος είναι, αντίθετα, γεμάτη χαμόγελα και υποσχέσεις. Δημιουργεί βέβαια ανάγκες — αυτό και ο μωρότερος το καταλαβαίνει ώρες-ώρες, ιδίως όταν ζει το άγχος του κυνηγητού να την προλάβει. Αλλά ο φαύλος κύκλος τον έχει πια συνεπάρει, στριφογυρίζει εκεί μέσα ξέπνοος, ζαλισμένος, ανίκανος να σκεφτεί οτιδήποτε. Κι’ έπειτα κάθε αντίσταση είναι μάταιη, πράξη αρνητική, ψέματα. Και μια φορά τη ζει κανένας τη ζωή του…

Τίποτα δεν είναι, πραγματικά, πιο χιμαιρικό από το ν’ απαιτήσει κανένας εσωτερική επαγρύπνηση σε μιαν εποχή καθώς τούτη, που έχει χάσει όλα της τα μεταφυσικά αντικρίσματα. Στο Μεσαίωνα οι άνθρωποι πειθαρχούσαν πολλές φορές σε μιαν υψηλή ιδέα, θυσίαζαν πολλά, για να κερδίσουν το υποθετικά ανώτερο και διαρκέστερο. Στους καιρούς μας τέτοιες πειθαρχίες δεν είναι νοητές. Ο καθένας πιστεύει στο παρόν και μόνο. Παρ’ όλες τις επαγγελίες για το αντίθετο, η ουσία της ζωής μας έχει γίνει βραχυπρόθεσμη. Έτσι, τη γεύση της δεν τη δίνει μια προεξόφληση του μέλλοντος· τη δίνει το παρόν. Το κακό είναι —η δραματική αντινομία κάλλιο— πως πρόκειται για εποχή που καλείται ακριβώς να κρίνει για το βαθύ μέλλον. Αυτό είναι το κύριο ιστορικό της περιεχόμενο, η ουσιαστική εντολή που έχει λάβει. Με πνεύμα προσωρινότητας μέσα στο αίμα μας, καλούμεθα ν’ αποφασίσουμε για το μέλλον του Ανθρώπου. Και μας ξεφεύγει ακόμα και η υποψία πως τέτοια ευθύνη μάς έχει ανατεθεί.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 12.4.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η Ιστορία, ως τώρα, ήταν αυτόματη. Ο άνθρωπος, δίχως ενιαία συνείδηση είδους, διασκορπισμένος σε φυλές, ομάδες, φατρίες, εθνότητες, τάξεις, άτομα μεμονωμένα, άφηνε τα πράγματα ν’ ακολουθούν το δρόμο τους ακόμα κι’ όταν νόμιζε πως τα κινεί ο ίδιος. Τις εσωτερικές του παρορμήσεις ακολουθούσε, τα συμφέροντα της ομάδας όπου ήταν προσαρτημένος. Ποτέ δεν είχε ορθωθεί μπροστά του το χρέος να διαγνώσει τα ενδεχόμενα που κρύβει μέσα στο σκοτάδι της η μήτρα των καιρών. Τώρα φτάνει πια αντίκρυ σε μια τέτοια απόκρημνη αναγκαιότητα. Η κάθε πράξη του έχει βαρύτητα μοιραία. Διπλή η εντολή: Να κρίνουμε τα περασμένα, να προκρίνουμε τα μελλούμενα. Πόσα ερωτήματα! Η τεχνοκρατική φορά που έχουμε πάρει είναι αξιοσύστατη ή όχι; Και αν όχι, αναχαιτίζεται; Αλλά και αν υποτεθεί πως αναχαιτίζεται, πού θα μπορούσε αυτό να οδηγήσει; Μιλάνε οι ηθικολόγοι για οφειλόμενη, σ’ αντιστάθμισμα, «ηθική πρόοδο». Τι σημαίνει αυτό; Κατανίκηση, πρώτο και κύριο, των ενστίκτων. Αλλά το ένστικτο καταπνίγεται; Και πρέπει να καταπνιγεί; Είναι κάτι ακίνδυνο αυτό; Είμαστε πλασμένοι για να ζούμε δίχως ένστικτα; Ή και μ’ ένστικτα φιμωμένα; Στην περιοχή τους βρίσκεται βυθισμένη η ίδια η ρίζα της ζωής. Αλλά και η απλή τους χαλιναγώγηση είναι κάτι που γίνεται ακίνδυνα; Άλλοτε το νόμιζαν — τώρα όχι. Η σύγχρονη επιστήμη μάς έχει κάνει πολύ προσεχτικούς πάνω σ’ αυτό. Όχι η κατάπνιξη, αλλά η απλή απώθηση του ενστίκτου τραυματίζει ανεπανόρθωτα, κάποτε φτάνει ν’ ακρωτηριάσει την ίδια τη θέληση τού ζην. Συμπέρασμα: Η ηθική πρόοδος δεν παρουσιάζει λιγότερες αντιφάσεις από την τεχνική. Και αυτό υπό την προϋπόθεση πάντα πως είμαστε ικανοί για ηθική πρόοδο με τρόπο ουσιώδη εννοείται, όχι όπως ίσαμε τώρα: επιδερμικό.

Σ’ αντίθεση με την τελευταία τούτη απορία, έχουμε μια βεβαιότητα: Πως αναμφισβήτητα είμαστε ικανοί για τεχνική πρόοδο. Η απόδειξη εδώ είναι θετική, παρούσα. Να γιατί αναρωτιόμαστε μήπως έχουμε καταδικαστεί να προοδεύουμε. Η απορία παίρνει το πραγματικό της βάθος όταν συλλογιστούμε τα δραματικά ενδεχόμενα που μπορεί να κρύβει μια τέτοια πρόοδος. Μερικά τα ξέρουμε κιόλας, τα βλέπουμε, τα συνοψίσαμε. Άλλα είναι κρυμμένα. Ένα μόνο δεν είναι νοητό: Να εμπιστευόμαστε τυφλά σ’ αυτήν. Να δίνουμε —όπως συστηματικά γίνεται— περιεχόμενο ηθικό στην ωμή διαπίστωση του φαινομένου τεχνική πρόοδος. Γιατί, βέβαια, να μας έχει επιφορτίσει η δύναμη των πραγμάτων, η μηχανική λογική της Ιστορίας, με μιαν εντολή βαρύτατη, που ξεπερνάει τις ανθρώπινες δυνατότητές μας, είναι κάτι μοιραίο, που δεν ευθυνόμαστε γι’ αυτό. Να χορεύουμε όμως σαν απλοϊκοί αγριάνθρωποι στο χείλος της αβύσσου και να θριαμβολογούμε, είναι γελοίο. Αποκαρδιώνει και τον πιο καλοπροαίρετο, που θα ήθελε με κάθε θυσία να πιστέψει στις υψηλές δυνατότητες του ανθρώπου.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 12.4.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ποια είναι η εντολή που μας έχει επιβάλει η απρόσωπη λογική της Ιστορίας; Τώρα μόνο, σιγά-σιγά, αρχίζουμε να το ξεκρίνουμε. Μια και δεν ζούμε εν στάσει, καθώς τ’ άλλα υποδείγματα του ζωικού βασιλείου, αλλά εν εσωτερική εξελίξει, είναι φανερό πως κάποιο μέλλον μάς περιμένει, μια «μοίρα». Ποια; Δεν το ξέρουμε. Τίποτα δεν μας το έχει δείξει. Μύθους μόνον έχουμε πλάσει ως τώρα γύρω της, μύθους εμπνευσμένους από το προαίσθημα παρωχημένων αιώνων, πως πορευόμαστε προς κάποια κατεύθυνση — στόχο; τέρμα; άγνωστο. Είναι μύθοι ποιητικοί, ανθρώπινοι. Καθησυχάζουν για ένα διάστημα χρόνου, δεν εξηγούν. Ύστερα ξεφτάνε. Είμαστε λοιπόν το μοναδικό ζωντανό ον αυτού εδώ του πλανήτη που καλείται να εφεύρει τη μοίρα του. Θα το μπορέσει;

Η απάντηση στο ερώτημα, η διάγνωση της «αποστολής» μας, είναι η μόνη που θα βαθμολογήσει κάποτε τις δυνατότητές μας. Θα τις βαθμολογήσει άλλωστε για μας τους ίδιους — και όταν θα είναι πια για όλα πολύ αργά…

*Άρθρο του Άγγελου Τερζάκη, που έφερε τον τίτλο «Το αίνιγμα του μέλλοντος» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 12 Απριλίου 1961.

Τα όσα γράφει εδώ ο Τερζάκης εναρμονίζονται πλήρως με όσα έμελλε να δηλώσει στο δημοσιογράφο Κώστα Πάρλα αρκετά χρόνια αργότερα, το 1974,  λίγες ημέρες μετά την εισδοχή του στην Ακαδημία Αθηνών:

Τ’ όνειρό μου είναι να πεθάνω με την πένα στο χέρι. Η φιλοδοξία μου παραμένει η παλιά: να σταθώ ως το τέλος όχι υπηρέτης του εαυτού μου, αλλά της αποστολής που μου έλαχε η τιμή να υπηρετώ.

Θέλετε να την πείτε χίμαιρα; Πείτε την όπως σας αρέσει. Κανένα ρεαλιστικό αντίκρισμα δεν θα με αποσπάσει από το όνειρό μου το επίμονο να παραστέκομαι τον άνθρωπο και τον λαό μας.

Ο διακεκριμένος πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος Άγγελος Τερζάκης γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 16 Φεβρουαρίου 1907 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 3 Αυγούστου 1979.