Όταν από τα δυτικά εισπράττεις κυρίως κυρώσεις και συνεχή πίεση, επόμενο είναι να στραφείς προς τα ανατολικά. Κάπως έτσι μπορεί να περιγραφεί η τρέχουσα πολιτική του Ιράν.

Με τις διαπραγματεύσεις για την επαναφορά της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα να έχουν ουσιαστικά παγώσει, σε μεγάλο βαθμό με ευθύνη των ΗΠΑ και της ΕΕ που αντιμετωπίζουν το Ιράν αυτή την περίοδο πρωτίστως ως σύμμαχο της Ρωσίας, και το οικονομικό και κοινωνικό κόστος από τις κυρώσεις να είναι μεγάλο, το Ιράν δείχνει να μην έχει άλλη επιλογή για να αναπτύξει οικονομικές σχέσεις από το να στραφεί προς τα ανατολικά.

Και εάν η σχέση με τη Ρωσία αφορά κυρίως την αμυντική συνεργασία, με όλα να δείχνουν ότι το Ιράν έχει συνεισφέρει στην ρωσική πολεμική προσπάθεια στην Ουκρανία, κυρίως με την τεχνογνωσία που έχει στα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, η σχέση με την Κίνα αφορά κυρίως την οικονομία.

Ας μην ξεχνάμε ότι η Κίνα έχει εδώ και χρόνια μια συγκεκριμένη στρατηγική αναβάθμισης της οικονομικής παρουσίας της εκτός συνόρων μέσα από τη στρατηγική «Μία ζώνη, ένας δρόμος».

Αυτό είχε φανεί ήδη από το 2016, όταν ο Σι Τζινπίγκ είχε επισκεφτεί το Ιράν στο πλαίσιο της προώθησης της διμερούς συνεργασίας. Ακόμη πιο σημαντική αναβάθμιση της συνεργασίας είχε αποτυπωθεί στην υπογραφή και από τις δυο χώρες μιας συμφωνίας με ορίζοντα 25ετίας για την συνολική συνεργασία σε ένα φάσμα από πεδία, από την οικονομία μέχρι τον πολιτισμό.

Η Κίνα βασικός εμπορικός εταίρος του Ιράν

Ούτως ή άλλως η Κίνα είναι ο βασικός εμπορικός εταίρος του Ιράν. Καταρχάς, προς την Κίνα πηγαίνει το μεγαλύτερο μέρος από το 1,3 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως που εξάγει αυτή τη στιγμή το Ιράν, εν μέσω κυρώσεων. Το 2022 η ποσότητα ιρανικού πετρελαίου που έφτασε Στην Κίνα ήταν στην κλίμακα των 700.000-900.000 βαρελιών την ημέρα. Τον Δεκέμβριο οι εισαγωγές αργού πετρελαίου της Κίνας από το Ιράν έφτασαν το 1,2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα.

Ανάμεσα στον Μάρτιο του 2022 και τον Ιανουάριο του 2023 το διμερές εμπόριο Ιράν και Κίνας, εξαιρουμένων των καυσίμων, έφτασε τα 25,3 δισεκατομμύρια δολάρια, εκ των οποίων οι ιρανικές εξαγωγές στην Κίνα ήταν ύψους 12,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων ενώ 12,7 δισεκατομμύρια δολάρια ήταν οι εξαγωγές της Κίνας προς το Ιράν.

Η αναζήτηση στρατηγικής συνεργασίας

Η ίδια η συμφωνία του 2021 είχε όντως το χαρακτήρα μιας στρατηγικής συμπόρευσης. Για το Ιράν ήταν ιδιαίτερα σημαντική, καθώς έθετε μια σειρά από στόχους, που περιλάμβαναν τη δέσμευσή του να προσφέρει σταθερή ροή αργού πετρελαίου προς την Κίνα και τη δέσμευση της Κίνας να κάνει συνολικές επενδύσεις ύψους 400 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις υποδομές του Ιράν.

Περιλάμβανε, ακόμη, σχέδια για μεγάλες αποθηκευτικές εγκαταστάσεις πετρελαίου στην Κίνα, αλλά και για να γίνει το Ιράν το κέντρο των διαμετακομιστικών διαδρομών του νέου «δρόμου του μεταξιού», ιδίως αυτών που θα πηγαίνουν απευθείας στη Μέση Ανατολή χωρίς να περνάνε από την Αραβική Χερσόνησο. Και βέβαια περιλάμβανε και συμφωνίες για την αμυντική συνεργασία ανάμεσα στις δύο χώρες.

Ωστόσο, με την εξαίρεση της αύξησης των ιρανικών εξαγωγών πετρελαίου μικρή πρόοδος έχει γίνει ως προς την εφαρμογή της συμφωνίας. Αυτό έχει να κάνει και με το γεγονός ότι η Κίνα και οι κινεζικές εταιρείες είναι ιδιαίτερα προσεκτικές ως προς «ανοίγματα» που μπορεί να προσκρούσουν πάνω στις δυτικές κυρώσεις σε βάρος του Ιράν.

Σημειώνουμε ότι η συμφωνία αυτή είχε δεχθεί και κριτική εντός του Ιράν από διάφορες πλευρές, καθώς είχε θεωρηθεί ότι μπορούσε να οδηγήσει σε εξάρτηση από την Κίνα, σε μια χώρα στη συλλογική μνήμη της οποίας ακόμη βαραίνει αρνητικά η Συνθήκη του Τουρκμεντσάι του 1828 που σήμαινε πολύ μεγάλες παραχωρήσεις προς την τσαρική Ρωσία.

Από την άλλη μεριά, ενδεικτική της διάθεσης της ιρανικής ηγεσίας να αναζητήσει συμμαχίες προς τα ανατολικά, στοιχείο που άλλωστε φαίνεται να είναι και η θέση του Ανώτατου Ηγέτη Αλί Χαμενεΐ, είναι και η επιλογή ένταξης ως πλήρες μέλος στο βασικότερο θεσμό της «ευρασιατικής ολοκλήρωσης», δηλαδή τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης του οποίου έγινε πλήρες μέλος τον περασμένο Σεπτέμβρη.

Ιρανικές ανησυχίες και κινεζικές ισορροπίες

Την ίδια στιγμή οι σχέσεις ανάμεσα σε Τεχεράνη και Πεκίνο επικαθορίζονται από τη συνολική πολιτική της Κίνας στη Μέση Ανατολή και στον Περσικό Κόλπο.

Και αυτό γιατί η Κίνα το τελευταίο διάστημα έχει επενδύσει ιδιαίτερα στην αναβάθμιση των σχέσεών της με τις χώρες του Περσικού, με αποκορύφωμα τις πρόσφατες συναντήσεις του Σι Τζινπίνγκ με Άραβες ηγέτες, με επίκεντρο την επίσκεψή του στη Σαουδική Αραβία. Αυτό εντάσσεται στη συνολικότερη εξωτερική πολιτική της Κίνας που προσπαθεί να διευρύνει το φάσμα των συνομιλητών της. Όμως, αυτό ανησυχεί την ιρανική πλευρά που παραδοσιακά αντιμετωπίζει με ανησυχία και καχυποψία τα κράτη του Περσικού.

Επιπλέον, το Ιράν δεν έχει δει με καλό μάτι τον τρόπο που η Κίνα πήρε θέση στην μακρόχρονη διαμάχη ανάμεσα στο Ιράν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Αυτή αφορά τρία νησιά, το Μεγάλο Τουνμπ, το Μικρό Τουνμπ και το Αμπού Μάσα, που βρίσκονται στο Στενό του Ορμούζ και τα οποία κατέλαβε το Ιράν το 1971, αμέσως μετά την αποχώρηση των Βρετανών από αυτό που είναι σήμερα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, νησιά τα οποία ακόμη και σήμερα τα ΗΑΕ διεκδικούν από την Τεχεράνη.

Σε αυτό το φόντο, υπήρξε μια ιρανική αμηχανία από την κοινή δήλωση των ηγετών της Κίνας και των ΗΑΕ όπου εκτός όλων των άλλων υποστηριζόταν ότι το ζήτημα των νησιών θα πρέπει να λυθεί με διμερείς διαπραγματεύσεις και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, στοιχείο που διαβάζεται ως έμμεση αμφισβήτηση της ιρανικής θέσης. Πάντως ενδεικτική της διάθεσης της Τεχεράνης να σφυρηλατήσει μια συνεργασία με την Κίνα ήταν η επιλογή να μην υπάρξουν μεγάλες αντιδράσεις για αυτή την κοινή δήλωση.

Το Ιράν προετοιμάζεται για το ενδεχόμενο να μην υπάρξει συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα

Η ιρανική ηγεσία, παρότι προερχόμενη από τους «συντηρητικούς» που διαδέχτηκαν τους «μετριοπαθείς», θα ήθελε να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, μια που αυτό θα σήμαινα άρση των κυρώσεων και μεγαλύτερες δυνατότητες να αξιοποιήσει τον ενεργειακό πλούτο, να αυξήσει εξαγωγές και να προσελκύσει επενδύσεις. Αυτό θα έδινε μια αναπτυξιακή δυναμική που θα απαντούσε και στην έντονη δυσαρέσκεια για την οικονομική κατάσταση που τροφοδοτεί τις διαμαρτυρίες στο εσωτερικό του Ιράν.

Όμως, φαίνεται ότι η προοπτική μιας συμφωνίας απομακρύνεται όσο η Δύση πηγαίνει στη λογική ενός πιο διαιρεμένου κόσμου, όπου ειδική σχέση του Ιράν με τη Ρωσία βαραίνει περισσότερο από το ενδεχόμενο να βρεθεί η Τεχεράνη πιο κοντά στο να αποκτήσει πυρηνικό όπλο.

Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί γίνεται πιο έντονη η τάση αναβάθμισης της οικονομικής συνεργασίας με την Κίνα ακόμη και εάν η τελευταία δεν ταυτίζεται σε όλα τα θέματα με τις προτεραιότητες της ιρανικής εξωτερικής πολιτικής.