1966: Πόλεμος θέσεων και λέξεων από τους κορυφαίους διανοουμένους της χώρας μας
Τσάτσος, Θεοτοκάς και Πλωρίτης κονταροχτυπιούνται σκληρά
Την άνοιξη του 1966 ο Γιώργος Θεοτοκάς, ένας πραγματικά φιλελεύθερος διανοούμενος, σφοδρός πολέμιος της «εθνικοφροσύνης» και ταυτόχρονα ιδεολογικός αντίπαλος του κομμουνισμού, εξέδωσε (εκδόσεις «Θεμέλιο») υπό τον τίτλο Η εθνική κρίση τα άρθρα που είχε δημοσιεύσει στην εφημερίδα «Το Βήμα» (υπήρξε ένας από τους εκλεκτούς συνεργάτες της) για τα προηγηθέντα Ιουλιανά και τη διαβόητη Αποστασία.
Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, κορυφαίος διανοούμενος και διαπρεπής πολιτικός ανήρ, τότε πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, έδωσε τη δική του απάντηση –χωρίς πάντως να τους κατονομάζει– στον Θεοτοκά και σε λιγοστούς ακόμα κεντρώας ιδεολογίας διανοουμένους, που είχαν καυτηριάσει τη δημοκρατική εκτροπή της 15ης Ιουλίου 1965 (μεταξύ αυτών, ο Ευάγγελος Παπανούτσος, ο Μάριος Πλωρίτης και ο Φαίδων Βεγλερής). Αυτό το είχε κάνει σε πολύ επιθετικό τόνο, με δύο επιφυλλίδες του που έφεραν τον τίτλο Περί βλακείας και είχαν δημοσιευτεί στην «Καθημερινή», στις 20 και 21 Σεπτεμβρίου 1966. Το κατωτέρω απόσπασμα («Η Καθημερινή», 21 Σεπτεμβρίου 1966) είναι εξόχως χαρακτηριστικό:
Ενόμισα πως έπρεπε να ασχοληθώ με μια ιδιότυπη κατηγορία ανθρώπων, με τους διανοητικά και ψυχικά ελαττωματικούς διανοούμενους, που ωνόμασα «διανοούμενους ημιβλάκες», διότι η διαρκώς επεκτεινόμενη δράση τους στην κοινωνία δημιουργεί ένα κρίσιμο ψυχολογικό και πολιτικό πρόβλημα. Μίλησα πρώτα για εκείνους που ημιβλακίζουν από ευήθεια και εξαιτίας αυτής παρασύρονται από την ωργανωμένη δύναμη του κομμουνισμού και γίνονται αθέλητα όργανά του […]. Τόνισα πόσο ο φόβος να φανούν καθυστερημένοι, τους σπρώχνει προς τον κομμουνισμό και τους καταντάει αθύρματα στα χέρια των επιτήδειων προπαγανδιστών του […]. Πολιτεύονται εκ του παρασκηνίου και εκ του ασφαλούς, ως δήθεν αντικειμενικοί κριτές, άλλοτε φορώντας την ακαδημαϊκή τήβεννο και άλλοτε το βυρώνειο πουκάμισο του λογοτέχνη. Θα μου πήτε είναι αυτό σύμπτωμα βλακείας; Όχι· αυτό είναι σύμπτωμα ενός συνδυασμού πονηριάς και δειλίας, δύο ιδιότητες που θαυμάσια ταιριάζουν με την ημιβλακεία.
Η εμφάνιση διανοουμένων που έτσι επικροτικά πολιτικολογούν κάτω από ένα οποιοδήποτε α-πολιτικό προσωπείο, είναι από τα πιο νοσηρά συμπτώματα της κοινωνίας μας, και ο κομμουνισμός που θέλει να την αποσυνθέση, ευλόγως το υποδαυλίζει και το ενισχύει.
Ο πρώτος που αντέδρασε στην πολεμική του Τσάτσου ήταν ο Πλωρίτης, με άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» στις 2 Οκτωβρίου 1966 και έφερε τον τίτλο «Βλακείας» έλεγχος.
Εκεί ο Πλωρίτης, αυτός ο υψηλού επιπέδου δημοσιολόγος με την καθοριστική συμβολή στον πολιτικό προβληματισμό, παρατηρούσε μεταξύ πολλών άλλων τα εξής:
Ο κ. Τσάτσος ήταν κάποτε πνευματικός ανάδοχος χιλιάδων νέων που –λέει ο ίδιος– με τη «νεανική θέρμη και αγάπη τους τον εμψυχώσανε τα χρόνια που τους δίδασκε την φιλοσοφία των προγόνων τους». Και οι νέοι αυτοί –που δεν είναι πια νέοι– βλέπουν, χρόνια τώρα, με βαθύτατη θλίψη τον παλιό τους δάσκαλο να έχη «χάσει το πνεύμα του», επειδή «παραδόθηκε ολοκληρωτικά στο ψέμα» της πιο τυφλής και της πιο στείρας αντιδραστικότητας. Ύστατη (μυριοστή) απόδειξη αυτής της «απώλειας πνεύματος»: η χρησιμοποίηση (σαν μοναδικού επιχειρήματος εναντίον των αντιφρονούντων) του συνθήματος που τόσο έχουν μηρυκάσει οι αγοραίοι κάπηλοι της εθνικοφροσύνης: «Πας μη μεθ’ ημών, κομμουνιστής».
Η «παράδοση», όμως, στο «ψέμα» δεν οδηγεί μόνο σε απώλεια πνεύματος, αλλά και σε απώλεια μνήμης. Ύστατη (μυριοστή) απόδειξη, οι επιφυλλίδες του κ. ακαδημαϊκού – που συλλαμβάνεται αδιάκοπα να ξεχνάη όσα δίδασκε, έγραφε ή κήρυττε, και να διαψεύδεται κάθε στιγμή απ’ τον παλιόν εαυτό του.
[…]
Ο ίδιος ο κ. ακαδημαϊκός δεν απλουστεύει παραμορφωτικά τα νοήματα και δεν αποφεύγει τις αποχρώσεις, όταν ονομάζει όλους όσοι δεν συμφωνούν μαζί του «βλάκες» και «παράφρονες»; Και δεν υπηρετεί ο ίδιος «πρόσκαιρες πολιτικές σκοπιμότητες», όταν, την ώρα μιας μεγάλης εθνικής κρίσης, καθυβρίζει όσους στηλιτεύουν τους αίτιους της κρίσης αυτής; […] Ποιος «απλουστεύει» και «παραμορφώνει»; Εκείνοι που επικρίνουν τις ασχημίες ή εκείνοι που σαν μόνη δικαιολογία των ασχημιών τους (και της ύπαρξής τους) επισείουν το διάτρητο φόβητρο του κομμουνισμού;
Τη σκυτάλη από τον Πλωρίτη πήρε ακολούθως ο ίδιος ο Θεοτοκάς, ο οποίος λίγες μόλις ημέρες αργότερα, στις 8 Οκτωβρίου 1966, με άρθρο του κι εκείνος στο «Βήμα», έκανε λόγο για ανήκουστο λιβελλογράφημα του Τσάτσου.
Στο σχόλιό του, που έφερε τον τίτλο Ένα νοσηρό σύμπτωμα, ο Θεοτοκάς προέβαινε στις ακόλουθες χαρακτηριστικές επισημάνσεις:
Ο κ. Τσάτσος είταν άλλοτε δημοκρατικός. Κάποτε, μάλιστα, έλεγε πως είταν και σοσιαλιστής. Τώρα έγινε αντιδραστικός στο έπακρο. Είταν δημοτικιστής και αγωνιστής του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Έγινε σύμμαχος των καθαρευουσιάνων σκοταδιστών της παιδείας και αγωνίζεται να ξερριζώσει ό,τι απόμεινε από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Είταν υπέρμαχος της πνευματικής ελευθερίας και αρετής. Πίστευε στην ανιδιοτέλεια του πνεύματος, στην ανεξαρτησία της ατομικής συνείδησης του πνευματικού ανθρώπου απέναντι στα πάθη της αγοράς. Έγινε υπηρέτης ομαδικών παθών και ψυχώσεων και δηλητηριάζει, από τις στήλες των εφημερίδων, την κοινή γνώμη, με κηρύγματα πρωτόγονου φανατισμού και τυφλής μισαλλοδοξίας.
[…]
Ξαφνικά, ο επιφανής αυτός κύριος, που βρίσκεται πάντα στην κορυφή κάθε πυραμίδας, που κανείς δεν τον έθιξε, κανείς δεν τον ενόχλησε στις διάφορες υπερεπιτυχημένες σταδιοδρομίες του και στα αστραφτερά αξιώματά του, φίλος βασιλέων, φορτωμένος παράσημα και προεδρικές αλυσίδες, εκστρατεύει με πρωτοφανή μανία εναντίον ενός ομίλου διανοουμένων που αρθρογράφησαν, από το καλοκαίρι του 1965, για να υπερασπίσουν τις δημοκρατικές τους απόψεις. Δεν τους ονομάζει, αλλά δεν είναι δύσκολο να μαντέψει ο αναγνώστης ποιους εννοεί. Άλλωστε, είναι ελάχιστοι, χωρούνε όλοι μαζί σ’ ένα ταξί. Είναι μια μικροσκοπική, ασήμαντη αριθμητικά μειοψηφία μέσα στον πνευματικό μας κόσμο.
[…]
Αν είχαμε όρεξη για διασκέδαση, θα είταν εύκολο να επιστρέψουμε στον κ. πρόεδρο, σαν ποδόσφαιρο, τους χαρακτηρισμούς του, ενισχυμένους μάλιστα. Μιλώντας λ.χ. για τις «επιταγές του συρμού» θα μπορούσαμε να του πούμε ότι αυτοί τους οποίους βρίζει διάλεξαν συνειδητά ένα «συρμό» που τοποθετεί τα ονόματά τους στο μαύρο πίνακα των κρατούντων και ξέρουν πως τούτο θα τους κοστίσει. Ενώ αυτός ακολούθησε πάντα «συρμούς» που τον οδήγησαν σε μαρμάρινα και σε χρυσοστόλιστα μέγαρα και μάλιστα από το συντομώτερο δρόμο.
[…]
Θα μπορούσαμε να του πούμε ακόμα πως ο εγωισμός του, η αρχομανία του κι η σκληρότητά του δεν του επιτρέπουν να καταλάβει ότι υπάρχουν συναισθήματα που λέγονται πατριωτισμός και ανθρωπισμός. Δεν είναι ικανός να φανταστεί ότι ορισμένοι άνθρωποι υποφέρουν ειλικρινά για την κατάσταση του ελληνικού λαού και αγωνιούν για το μέλλον του τόπου, ότι αισθάνονται την ψυχική ανάγκη να βοηθήσουν για να γίνει κάτι καλύτερο, να προειδοποιήσουν και να φωνάξουν για να αποτραπούν, αν είναι δυνατό, νέες συμφορές. Σε μια τέτοια στάση ο κ. Τσάτσος αποδίδει ευτελή ελατήρια επειδή, τώρα, μόνο την ευτέλεια καταλαβαίνει. Για τούτο και δεν είναι πια δυνατό να συζητήσουμε.
Ο Τσάτσος ανταπάντησε, θέλοντας προφανώς να έχει τον τελευταίο λόγο. Σε σχετική επιφυλλίδα του, που έφερε τον τίτλο Αιδώς και Νέμεσις και δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» την 1η Νοεμβρίου 1966, την επαύριον της κηδείας του Θεοτοκά, έγραφε και τα εξής:
Μερικοί θέλησαν να με παρουσιάσουν σαν αρνούμενο στους επιστήμονες και τους λογοτέχνες το δικαίωμα να αναμιγνύωνται στα κοινά. Μια τέτοια εκδοχή ευκόλυνε βέβαια την πολεμική εναντίον μου. Μόνο που δεν βρίσκει στήριγμα σε κανένα κείμενό μου. Δεν αρνήθηκα στους πνευματικούς ανθρώπους να πολιτεύωνται. Αντιθέτως, το ζητώ από αυτούς. Αρνήθηκα όμως στους πνευματικούς καθώς και στους μη πνευματικούς ανθρώπους το δικαίωμα να ψεύδωνται. Να λένε ότι αγωνίζονται για τη δημοκρατία, ενώ αγωνίζονται για τον κομμουνισμό που θέλει να την καταλύση. Και όταν ψεύδωνται από ευήθεια, τους ωνόμασα «ημιβλάκες» και όταν πάλι ψεύδωνται από σκοπού, τους ωνόμασα «αναιδείς».
*Στις δύο φωτογραφίες που συνοδεύουν το παρόν άρθρο εικονίζεται ο Γιώργος Θεοτοκάς (1905/1906-1966).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις