Θα είχε προετοιμάσει το μάθημά του ο Βασίλης Λογοθετίδης όταν ξεκινούσε για τα γραφεία των εφημερίδων. Συνηθισμένος από τον επαγγελματικό του στίβο θα έκανε μέσα του την πρόβα τζενεράλε, θα είχε συναρμολογήσει τις φράσεις του για να ζητήση από τον Τύπο εκείνο που όλοι του οφείλουμε: τη θετική εκδήλωσι της συμπαθείας μας τώρα που εμφανίζεται επί κεφαλής δικού του θιάσου.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 10.10.1947, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Έτοιμα θα ήταν όλα. Αλλά πόσο τρακ σ’ αυτή την παράστασι! Άρχοντας της σκηνής, κύριος της πλατείας, δαμαστής που έχει πάρει τον αέρα του μεγάλου κοινού και το παίζει στο δακτυλάκι του. Και τον βλέπατε να χάνεται σ’ ένα ποτήρι νερό στα γραφεία μιας εφημερίδος όπου εν τούτοις τον περιβάλλει η συμπάθεια και η εκτίμησι. Σας έρχεται να του ζητήσετε την ταυτότητα.

Μα δεν είστε σεις ο Βασίλης ο Λογοθετίδης;

Ένας Λογοθετίδης αγνώριστος. Δειλός, συνεσταλμένος, σχεδόν αδέξιος. Όταν είνε στη σκηνή τρομάζετε να τον παρακολουθήσετε στη φραστική σβελτάδα του. Τώρα πήζουν οι λέξεις στο λαιμό του… Και δεν είνε γιατί του έλειψε ο υποβολέας. Είνε γιατί τον πνίγει η συγκίνησι.

Σας θέλω κοντά μου.


Το λέει και υγραίνονται τα μάτια του. Ο καλλιτέχνης σε μια από τις πιο συμπαθείς στιγμές του. Αλλά δεν πάμε να τον ψυχογραφήσουμε. Στην εξόρμησί του που εγκαινιάζει αύριο ήθελα ν’ αφιερώσω δυο λέξεις. Το καμπανάκι στη διαφήμισι προσωπικής υποθέσεως; Πάρτε το κι’ έτσι αν είστε τόσο μικρόψυχοι. Πολλά όμως έχετε να προσάψετε σ’ αυτή τη στήλη. Μόνο για σπατάλη θυμιαμάτων δε θα την κατηγορήσετε. Ούτε σήμερα απομακρύνεται από τη γραμμή της. Σ’ ένα τόπο όμως που πάσχει από υπερτροφία συνοφρυώσεως, αθυμίας και θλίψεως, πιστεύουμε ότι κάθε προσπάθεια για τη δημιουργία μιας χαρούμενης ατμόσφαιρας αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα. Και το λειτουργό βλέπουμε στο πρόσωπο του Λογοθετίδη. Επί ένα τέταρτο σχεδόν του αιώνα δεν κάνει άλλη δουλειά παρά να σκορπίζη γενναιόδωρα το πλούσιο γέλιο του. Προσφορά από τις πιο πολύτιμες σ’ ένα κοινό που ξέρει να σαρκάζη αλλά δεν έμαθε να γελά, που έχει πρόχειρη την ειρωνεία αλλά σπάνια τη χαρά.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 10.10.1947, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Θα στοιχίζουν ιδρώτα και αίμα ψυχής στο δωρητή τους τα δώρα του. Το σκεφθήκατε ποτέ σας; Σκεφθήκατε τον άνθρωπο που, όπως όλοι μας, έχει κι’ αυτός τις έγνοιες, τις μελαγχολίες, τους πόνους, τις απογοητεύσεις, τις αρρώστειες, τις αναποδιές, τα νεύρα, τα μικρά και τα μεγάλα δράματα που συνθέτουν τη ζωή μας, τον σκεφθήκατε υποχρεωμένο κάθε μέρα σε ωρισμένη ώρα να ντύνεται, να μακιγιάρεται, ν’ αποβάλη τον εαυτό του και να βγαίνη στη σκηνή, όχι για να πη απλώς τα λόγια ενός ρόλου, αλλά για να σας κάνη να γελάσετε. Κωμωδία χωρίς γέλιο; Καταστροφή. Αγώνας εναντίον της καταστροφής η δουλειά του. Κάθε μέρα, δυο φορές την ημέρα. Χωρίς διακοπή, χωρίς Κυριακή, δίχως στιγμή αναπαύσεως.

Πόσα χρόνια αυτή η δουλειά!

Στο Λογοθετίδη η ελληνική κωμωδία βρήκε το στυλοβάτη της. Σ’ αυτόν και στον Αργυρόπουλο, ανεξάντλητο επίσης ηφαίστειο από το οποίο αναβλύζει το γέλιο. Οι Έλληνες συγγραφείς κωμωδιών τούς οφείλουν την ευγνωμοσύνη τους. Πρόθυμοι δέκτες των προσπαθειών τους, πολλές, τις περισσότερες ίσως φορές, καλύπτουν με το ταλέντο τους αδυναμίες θανάσιμες, κι’ έτσι από εκτελεστές γίνονται και δημιουργοί των έργων που τους εμπιστεύονται.


Απόφοιτος της μεγάλης σχολής της Μαρίκας, στην οποία και ο Αργυρόπουλος εφοίτησε, ο Λογοθετίδης φιλοδοξεί να ηγηθή πια κι’ αυτός δικού του θιάσου. Κανείς δε θα του πη ότι είνε πρόωρη η φιλοδοξία του. Άλλοι συνάδελφοί του, γυναίκες και άντρες, δεν προφθαίνουν να σκάσουν από τ’ αυγό τους, δεν προφθαίνουν να υποκλιθούν στα χειροκροτήματα της πρώτης επιτυχίας τους και βιαστικοί ανοίγουν τα φτερά τους προς τη δημιουργία δικών τους επιχειρήσεων. Ο Λογοθετίδης είχε την υπομονή να περιμένη την πλήρη του ωρίμανσι για να χειραφετηθή και να δοκιμάση την τύχη του. Επικίνδυνο παιχνίδι για καλλιτέχνη από τον οποίο λείπει η επιχειρηματικότης και το θάρρος της αγοράς. Στην αγάπη του κοινού στηρίζει την κάλυψι της εμπορικής του ανεπαρκείας. Δε ζητεί πολλά. Ούτε καν τα οφειλόμενα. Γιατί με τίποτα δεν εξοφλεί κανείς τις υποχρεώσεις του προς ένα σεμνό εργάτη του θεάτρου και προς ένα εξαίρετο καλλιτέχνη, που έκανε σκοπό της ζωής του να σκορπίζη στους ανθρώπους την δροσιά του γέλιου και την ευλογία της χαράς. Είνε δώρα που δεν προέρχονται πάντα από τα περισσεύματα των δωρητών. Μας χαρίζουν όσα στερούνται οι ίδιοι. Γι’ αυτό και είνε διπλή η αξία τους και μεγαλείτερη η οφειλή μας.

*Άρθρο του Παύλου Παλαιολόγου, που έφερε τον τίτλο «Οφειλή σ’ ένα δωρητή χαράς» και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 10 Οκτωβρίου 1947.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 21.2.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο σπουδαίος ηθοποιός Βασίλης Λογοθετίδης απεβίωσε το Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 1960, στις 5:40 μ.μ., συνεπεία καρδιακής συγκοπής. Ο δημοφιλής κωμικός ετοιμαζόταν να μεταβεί στο θέατρο.


Η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη κατόπιν εντολής του τότε πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή.