[…]

Ο Θεοδωρακόπουλος στα τελευταία χρόνια της ζωής του υπέστη μια προοδευτική και ανεπανόρθωτη φθορά της όρασής του. Το γεγονός αυτό ασφαλώς είχε σημαντική επίπτωση στη ζωή του. Ο ίδιος, θυμάμαι που μου έλεγε, είχε βάλει σαν μέτρο μέτρησης της φυσικής όρασής του τρία κυπαρίσσια που τα έβλεπε έξω από το παράθυρό του στο Μαρούσι. Τα έβλεπε λίγο-λίγο να ξεθωριάζουν και να χάνονται. Η φυσική αυτή έλλειψη τον υποχρέωσε να αλλάξει τον τρόπο της καθημερινής ζωής του. Καθώς δεν μπορούσε να διαβάζει, άσκησε τη μνήμη του, στην οποία κατέγραφε αριθμούς τηλεφώνων και μετά, ψάχνοντας με τα δάκτυλά του πάνω στο καντράν του τηλεφώνου, τους σχημάτιζε για να καλέσει πρόσωπα στα οποία ήθελε να μιλήσει. Ο φυσικός χώρος περιορίστηκε γι’ αυτόν σημαντικά. Και όσον αφορά βέβαια χώρους οικείους, όπως το σπίτι του, δεν είχε πρόβλημα να κινείται· γνώριζε τη θέση του κάθε αντικειμένου και έτσι ήξερε πώς να πορευτεί. Αλλά και όταν επρόκειτο για χώρους άγνωστούς του, επειδή τον διακατείχε μια αξιοπρεπής αυτάρκεια, ήθελε να τους διατρέχει μόνος του· κάποιο βράδυ, όταν, ύστερα από κάποια συνεδρία στο κεντρικό πανεπιστήμιο, θέλησα να τον βοηθήσω να κατέβει τα σκαλιά, με σταμάτησε και με ρώτησε πόσα ήταν για να κανονίσει την πορεία του, και τα κατέβηκε μόνος του, μετρώντας τα υποθέτω μέσα του, ακουμπώντας ανεπαίσθητα επάνω μου – δεν στηρίχθηκε επάνω μου.

Οι δυσκολίες, όμως, αυτές που του προκαλούσε η εξασθενημένη όρασή του και οι προσπάθειές του να τις ξεπεράσει είχαν να κάνουν με τη φυσική παρουσία του στον κόσμο. Διαφορετικά, στην επικοινωνία του με την ψυχή του, με το μυαλό του δεν είχε καμιά επίπτωση. Ήταν σαν, όπως έλεγε ο Πλωτίνος, να είχε «ετοιμάσει τον εαυτόν του ως θεατή» ενός φωτός το οποίο, επειδή «δεν είναι μέσα σε κάτι άλλο», σε κάποιο αντικείμενο που μοιραίως θα το σκιάζει, είναι «ολοκάθαρο». Ο Θεοδωρακόπουλος όχι μόνο δεν παραιτήθηκε από την πνευματική δράση, αλλά ούτε καν την ελάττωσε. Συνέχιζε άοκνα να συγγράφει και να εκδίδει, να διδάσκει στη Σχολή του στη Σπάρτη και στην Ακαδημία Αθηνών, αλλάζοντας απλώς τον τρόπο διδασκαλίας του· αντί, δηλαδή, όπως συνήθιζε πριν, να συμβουλεύεται τις σημειώσεις του, μιλούσε από στήθους με την ίδια πάντοτε άνεση λόγου, το ίδιο πάθος, την ίδια γλυκύτητα.

Η ετεροβαρής αυτή σχέση του Θεοδωρακόπουλου προς το σώμα του και το πνεύμα του, η οποία εκδηλώθηκε έντονα προς το τέλος της ζωής του, συνάδει προς τις φιλοσοφικές επιλογές του, αν μάλιστα δεν πηγάζει από αυτές. Οι τρεις φιλόσοφοι με τους οποίους κατέγινε ιδιαίτερα ήταν ο Πλάτων, ήταν ο Πλωτίνος, ήταν ο Καντ.

Ο Πλάτων θεωρούσε ότι ο κόσμος των αντικειμένων που τα γνωρίζουμε με τις αισθήσεις μας είναι ένας παρακμιακός κόσμος, ένας κόσμος όπου τα υλικά πράγματα που τον συγκροτούν είναι καταδικασμένα στη μεταβολή και τη φθορά. Στον κόσμο αυτόν της παρακμής ανήκει και το σώμα μας. Γι’ αυτό και η σχέση μας προς αυτό θα πρέπει να είναι αρνητική, υπό την έννοια όχι βέβαια να επιδιώκουμε να το καταστρέψουμε, αλλά να το υποδεχθούμε σαν αυτό που πραγματικά είναι – σαν ένα υλικό αντικείμενο υποκείμενο στον μαρασμό και για τούτο ανάξιο να ταυτίσει κανείς την ουσία της ύπαρξής του μαζί του. Αντίθετα, η ψυχή μας, το πνεύμα μας, ο νους μας είναι μια οντότητα που οι ταλαιπωρίες της φθοράς του σώματός μας δεν την αγγίζουν, αρκεί ν’ αντιληφθεί κανείς τις δυνατότητές της, να εγκύψει δηλαδή μέσα της και να ανακαλύψει τις ιδέες τις οποίες έχει σκεπάσει η λήθη εξαιτίας της συνεχούς συνάφειάς μας με τα πράγματα και τις συνήθειες του υλικού κόσμου. Η ψυχή μας, ήταν η σταθερή πεποίθηση του Πλάτωνος, υπήρξε πριν να γεννηθούμε, πριν ν’ αποκτήσουμε σώμα, και θα συνεχίσει να υπάρχει ύστερα από τον φυσικό θάνατό μας, ύστερα από την προεξοφλημένη καταστροφή του σώματός μας. Θα ήταν, λοιπόν, άστοχο για τον Πλάτωνα να θέλουμε να την ακρωτηριάσουμε και να την περιορίσουμε στα όρια του σώματός μας και να εκτιμούμε την αξία της από τις διακυμάνσεις και τη μοίρα του σώματός μας. Θα πρέπει, αντίθετα, να ακολουθήσουμε το παράδειγμα των φιλοσόφων που, μελετώντας τον αναπόφευκτο φυσικό θάνατό τους, στοχάζονται την ψυχή τους στη μοναξιά της. Μια επιδίωξη εξαιρετικά δύσκολη, εξαιτίας, όπως είπε ο Πλωτίνος, μιας αλαζονείας από την οποία συχνά διακατέχεται η ψυχή μας.

Ο λόγος, παρατηρεί ο Πλωτίνος, για τον οποίο η ψυχή του ανθρώπου μαστίζεται από την αμφίδρομη, την αντίρροπη, τη σχιζοφρενική –θα τολμούσα να πω– αυτή δύναμη, έτσι που να μοιάζει όχι με μία αλλά δύο διαφορετικές ψυχές, είναι ότι, εμπλεκόμενη με το σώμα, αποκτά την αίσθηση ότι είναι η ίδια ένας θεός. Η ψυχή, δηλαδή, με τις σκέψεις, τις προθέσεις ή τις βουλήσεις με τις οποίες τροφοδοτεί τον ανθρώπινο οργανισμό, σπρώχνει το σώμα μας προς τα πού να κατευθυνθεί, πώς να δράσει· το ανθρώπινο χέρι που απλώνεται για να ελεήσει ή να σκοτώσει κάποιον δεν κινείται μόνο του –το χέρι ενός άψυχου σώματος δεν μπορεί να κινηθεί– αλλά κατευθύνεται να δράσει έτσι από την αντίστοιχη πρόθεση, η οποία είναι ένα ψυχικό ενέργημα, πηγάζει από την ψυχή. Η αίσθηση αυτή της κυριαρχίας της ψυχής πάνω στο σώμα μας την ωθεί να νιώθει σαν ένας Θεός, ότι όπως ο Θεός είναι υπεύθυνος για ό,τι εκδηλώνεται στον κόσμο, έτσι είναι κι αυτή ο ρυθμιστής της συμπεριφοράς του σώματός μας. Και τούτο την καθιστά αλαζόνα, να πιστεύει ότι είναι αυτάρκης, αυτόνομη.

Μένει, λοιπόν, η ψυχή μετέωρη ανάμεσα αφενός μεν στην ψευδαίσθησή της να αυτοπροσδιοριστεί σαν αυτόνομη ύπαρξη, σαν ένας Θεός, και την τάση της αφετέρου, ξεπερνώντας την αλαζονεία της, να συνδέσει τη μοίρα της με το θείο και να επιτύχει έτσι τη σωτηρία της. Η έξοδός της από το δίλημμα αυτό περνάει μέσα από τη βούληση του ανθρώπου, από το πόσο ισχυρή είναι η θέληση της ψυχής του ν’ αντισταθεί στα θέλγητρα μιας επικίνδυνης εφήμερης ψευδαίσθησης που συνεπάγεται η συνάφειά της με το σώμα και ν’ αναζητήσει τη σωτηρία της στον Θεό. Μια βούληση που, όπως θα σημειώσει ο Καντ, είναι απεριόριστη.

Η μόρφωση που ο Θεοδωρακόπουλος πρόσφερε στους ανθρώπους –κυρίως, μάλιστα, στους νέους ανθρώπους– δεν ήταν μόνο ο εγκλιματισμός τους στις μεγάλες ιδέες, τα οράματα και τα ιδανικά που μπορούν να μας πάνε έξω από την τροχιά του πεπερασμένου, στη σφαίρα του άπειρου και του αιώνιου. Ήταν, επίσης, η τρυφερή στάση του απέναντι στην επίγεια ζωή. Γιατί, όσο και αν θέλησε –με την καντιανή σημασία της λέξης– να την ξεπεράσει αντιδιαστέλλοντας τις ανάγκες του σώματός του από τα όνειρα της ψυχής του, δεν έπαψε να την θεωρεί σαν ένα θείο δώρο και να διακρίνει τις φωτεινές στιγμές της από τις σκοτεινές, αδιέξοδες καταστάσεις της. Όταν κάποτε του τηλεφώνησα για να του ανακοινώσω ότι απέκτησα το πρώτο μου παιδί, μου απάντησε με ενθουσιασμό: «Συγχαρητήρια! Έκανες το πιο ωραίο πράγμα. Η ζωή κυλάει κι αυτό είναι θεία δωρεά. Μένει να την πάμε παραπέρα, να την κάνομε ουσιαστική». Τα λόγια εκείνα του Θεοδωρακόπουλου μού θυμίζουν έντονα τον μυστικό ποιητή του δεκάτου εβδόμου αιώνος Άγγελο Σιλέσιο, που σ’ ένα δίστιχό του στον «Χερουβικό Οδοιπόρο» έλεγε: ««Άνθρωπε, γίνε ουσιαστικός, γιατί την ώρα εκείνη/που ο κόσμος θα χαθεί, πάει πια η σύμπτωση. Η ουσία μένει».

*Τα ανωτέρω είναι εκτενή αποσπάσματα από κείμενο του ομότιμου καθηγητή της Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ και συγγραφέα Θεοδόση Ν. Πελεγρίνη. Το κείμενό του, που έφερε τον τίτλο «Ο φιλόσοφος και το φως» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 26 Μαρτίου 1995, ήταν αφιερωμένο στη 14η επέτειο του θανάτου του Ιωάννη Ν. Θεοδωρακόπουλου.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 26.3.1995, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο φιλόσοφος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος γεννήθηκε στον Βασαρά (Βασσαρά) Λακωνίας στις 28 Φεβρουαρίου 1900 και απεβίωσε στην Αθήνα τη νύχτα της 19ης προς την 20ή Φεβρουαρίου 1981.

Ο Θεοδωρακόπουλος φοίτησε επί πέντε έτη ως κρατικός υπότροφος στη Ριζάρειο Σχολή και στη συνέχεια σπούδασε Φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια της Bιέννης και της Χαϊδελβέργης. Το 1925 αναγορεύτηκε διδάκτορας της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης.

Το 1929 άρχισε να εκδίδει, σε συνεργασία με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, το τριμηνιαίο φιλοσοφικό περιοδικό «Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών», εργασία που διήρκεσε έντεκα χρόνια και ολοκληρώθηκε σε ισάριθμους τόμους.

Το 1930 ο Θεοδωρακόπουλος εξελέγη υφηγητής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, ενώ το 1933 κατέστη τακτικός καθηγητής της Συστηματικής Φιλοσοφίας στο ίδιο πανεπιστημιακό ίδρυμα.

Το 1939 εξελέγη καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας (αποχώρησε από αυτό με το αξίωμα του πρύτανη το Σεπτέμβριο του 1967, ύστερα από συντακτική πράξη που εξέδωσε το δικτατορικό καθεστώς) και το 1950 έγινε τακτικός καθηγητής της Εισαγωγής στη Φιλοσοφία και στην Πάντειο.

Το 1960 ο Θεοδωρακόπουλος εξελέγη μέλος της Aκαδημίας Aθηνών, την οποία υπηρέτησε ως πρόεδρος (1963) και επί σειράν ετών ως γενικός γραμματέας.

Στην πολύχρονη σταδιοδρομία του δίδαξε ως προσκεκλημένος καθηγητής σε ξένα πανεπιστήμια και υπήρξε μέλος διαφόρων διεθνών φιλοσοφικών ενώσεων και εταιρειών.

Το πλουσιότατο συγγραφικό έργο του Θεοδωρακόπουλου περιλαμβάνει δεκάδες αυτοτελή βιβλία, δημοσιεύσεις και μελετήματα, που αναφέρονται σε όλο το εύρος της φιλοσοφικής σκέψης, ιδίως δε στους έλληνες κλασικούς.