Μεταξύ της πρώτης μάχης του Μάρνη το 1914, όταν οι στρατιές του Κάιζερ απεκρούσθησαν προ των πυλών των Παρισίων, και της υστάτης απεγνωσμένης επιθέσεως του Λούντεντορφ τριάμισυ χρόνια αργότερα, οι Γερμανοί παρέμειναν αμυνόμενοι πίσω από μιαν απόρθητον σχεδόν γραμμήν του Δυτικού Μετώπου. Εναντίον της γραμμής αυτής οι Γάλλοι και οι Βρεταννοί εσπαταλούσαν μάταια τας δυνάμεις των με αφάνταστον θυσίαν ανθρωπίνων υπάρξεων. Μόνον μίαν φοράν οι Γερμανοί παρεξέκλιναν από την επωφελή εκείνην στρατηγικήν εις το Βερντέν, ένα όνομα που ακόμη προκαλεί ρίγη, ένας τόπος που θα μνημονεύεται όσον θα συζητήται η ιστορία του πολέμου. Η μάχη άρχισε προ πενήντα ακριβώς ετών, στις 21 Φεβρουαρίου του 1916.

[…]

Οι πρώτες τρομακτικές απώλειες και απογοητεύσεις δεν είχαν μειώσει το πολεμικόν μένος των αντιπάλων παρατάξεων. Η αποφασιστικότης των μετόπισθεν ήταν ισοδύναμη του ηθικού των μαχομένων. Οι αντίπαλοι στρατοί της Γαλλίας και της Γερμανίας δεν ήταν πλέον οι ενθουσιώδεις «άψητοι» του 1914, αλλά ούτε και οι καταπονημένοι από τον πόλεμον βετεράνοι του 1917-18. Αντιπροσώπευαν τον κολοφώνα του πολέμου. Επί κεφαλής των, δύο εξέχοντες πολέμαρχοι αντιμετώπιζαν αλλήλους εκατέρωθεν του αποτελματωμένου Δυτικού Μετώπου. Ο στρατάρχης Ζοφρ, ο Γάλλος αρχιστράτηγος, ένας αξιωματικός του Μηχανικού 63 ετών με ελαχίστην πείραν σε χειρισμό του Πεζικού, είχεν αναδειχθή ως η ασυγκρίτως ισχυροτέρα μορφή της Συμμαχικής παρατάξεως. Προικισμένος με μίαν πελωρίαν κοιλιάν και μίαν θρυλικήν φήμην αταραξίας, ο Ζοφρ είχε σώσει με την ψυχραιμίαν του αυτή την Γαλλίαν στον Μάρνη. Τώρα εσχεδίαζε μία κοινή Αγγλογαλλική επίθεση επί του Σομ, η οποία θα συνέτριβε τις Γερμανικές γραμμές το καλοκαίρι του 1916. Ο αντίπαλός του όμως, ο στρατηγός Έριχ φον Φαλκενχάιν, ένα παράδοξο σύμπλεγμα αμείλικτης σκληρότητος και αναποφασιστικότητος, είχε σχέδια που έμελλαν να εξουδετερώσουν τους Συμμάχους.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 6.3.1966, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Τον Δεκέμβριο του 1915, σε μια στιγμή που εφαινόταν μοναδική ευκαιρία για τα γερμανικά όπλα, ο Φαλκενχάιν ετοίμασεν ένα μακροσκελές υπόμνημα όπου υπεστήριζεν ότι ο μόνος τρόπος να επιτευχθή η νίκη ήταν να συντριβή το κύριον όργανον των Συμμάχων, ο Γαλλικός Στρατός, ο οποίος έπρεπε να παρασυρθή να υπερασπίση μία θέσιν που ήταν αδύνατον να κρατηθή. Το Βερντέν, επισφαλής τοποθεσία επί μιας μακράς προεξοχής περί τα 130 μίλια νοτιοανατολικά του σημείου όπου ο Ζοφρ εσκόπευε να επιτεθή εις τον Σομ και ακριβώς 150 μίλια ανατολικώς των Παρισίων, εκπλήρωνεν όλες τις απαιτήσεις του Φαλκενχάιν. […]

Από όσα εγνώριζε τόσο για την ιστορία της όσο και για το χαρακτήρα της ο Φαλκενχάιν υπελόγισεν ότι η Γαλλία θα εξαναγκαζόταν να προασπίση την ημιαγίαν εκείνην έπαλξιν μέχρι και του τελευταίου ανδρός. Ανέμενεν ότι, εάν απειλούσε το Βερντέν με μίαν μετρίαν αντιπαράταξιν εννέα μόνον μεραρχιών, θα παρέσυρε το κύριον βάρος του Γαλλικού Στρατού μέσα εις την προεξοχήν, όπου το βαρύ πυροβολικόν των Γερμανών θα τον μετέβαλλε σε συντρίμμια από τρεις πλευρές. Κατά την φράσιν του Φαλκενχάιν, η Γαλλία θα υφίστατο έτσι πλήρη αφαίμαξιν. Ήταν μία εντελώς νέα σύλληψις εις την ιστορίαν του πολέμου, σύλληψις χαρακτηριστική του Μεγάλου Πολέμου, όπου οι ηγέται με αισχρόν κυνισμόν ημπορούσαν κάλλιστα να θεωρούν τις ανθρώπινες υπάρξεις ως απλά αιμοσφαίρια. […]

Το Βερντέν, κτισμένο επάνω στον δαιδαλώδη ποταμό Μεύση, απείχε δέκα σχεδόν μίλια απο τις Γερμανικές γραμμές. Οι πλείστοι των 15.000 κατοίκων του είχαν αναχωρήσει όταν ο πόλεμος έφθασε προ των πυλών του το 1914 και οι δρόμοι του τώρα ήταν γεμάτοι στρατιώτες, αλλά αυτό δεν ήταν τίποτε το νέον για μια πόλιν που ήταν από μακρού πόλις φρουράς. Σε χτυπητή θέση προς τις μονότονες πεδινές εκτάσεις της Φλάνδρας και του Σομ, το Βερντέν περιεβάλλετο από περίπλοκα συμπλέγματα αποτόμων υψωμάτων και βουνοσειρών που παρείχαν απείρως ισχυράς φυσικάς γραμμάς αμύνης. Τα καίρια υψώματα ήταν ωχυρωμένα με τρεις ομοκέντρους δακτυλίους κραταιών υπογείων φρουρίων, τα οποία αποτελούσαν ένα σύνολον 20 μεγάλων και 40 ενδιαμέσων έργων. Το καθένα ήταν υπέροχα τοποθετημένο, ώστε τα πυροβόλα του να θερίζουν οιονδήποτε εχθρικόν πεζικόν που θα εμφανιζόταν στην επιφάνειαν του γειτονικού φρουρίου. Με θωρακίσεις από μπετόν αρμέ πάχους δυόμισυ μέτρων, μερικά από τα μεγαλύτερα φρούρια όπως το Ντουωμόν ήταν εξωπλισμένα με βαρύ πυροβολικό και πολυβόλα που έβαλλαν από κινητούς χαλύβδινους πύργους. Καταλλήλως διατεταγμένα οχυρά, συνδεόμενα με υπογείους διαδρόμους, τα καθιστούσαν ικανά να αποκρούσουν επίθεσιν από οιανδήποτε διεύθυνσιν και αν μπορούσε να προέλθη και μέσα εις τα άτρωτα από οβίδας υπόγειά των ημπορούσε το καθένα να στεγάση ένα τάγμα Πεζικού. […] Το Βερντέν ήταν άξιο της φήμης του ως το ισχυρότερο φρούριο του κόσμου.

Αυτό κατά θεωρίαν. Εις την πραγματικότητα παρά την φήμην ή ίσως εξ αιτίας αυτής τα αμυντικά έργα του Βερντέν τον Φεβρουάριο του 1916 ευρίσκοντο εις αξιοθρήνητον κατάστασιν. Η τύχη των Βελγικών φρουρίων είχε πείσει τον Ζοφρ να εκκενώση τις φρουρές Πεζικού του Βερντέν και να μεταφέρη πολλά από τα πυροβόλα. Οι στρατιώτες αυτοί είχαν καταντήσει μαλθακοί ύστερ’ από τους πολλούς μήνες που είχαν περάσει τόσον ήρεμον και «ασφαλή» τομέα, του οποίου η απατηλή γαλήνη εμεγεθύνετο από το πιο βροχερό, το πιο ομιχλώδες και το πλέον εκνευριστικό κλίμα της Γαλλίας. Ο Γάλλος στρατιώτης δεν εφημιζόταν ποτέ για τον ζήλον του να σκάψη και οι προκεχωρημένες γραμμές χαρακωμάτων εις το Βερντέν δεν ημπορούσαν να συγκριθούν με τα απείρως βαθειά έργα που οι Γερμανοί είχαν κατασκευάσει εις τα καίρια σημεία των επί του Δυτικού Μετώπου. Επί πλέον, εν αντιθέσει προς τα 72 επίλεκτα τάγματα εφόδου, τα οποία ο Κρόνπριντς εκρατούσεν έτοιμα διά την επίθεσιν, τα Γαλλικά χαρακώματα ήταν επηνδρωμένα με 34 τάγματα μόνον, εκ των οποίων αρκετά ήταν μονάδες δευτέρας σειράς.

[…]

Έπειτα από αναβολήν εννέα ημερών, που ωφείλετο εις την κακοκαιρίαν (ήταν η πρώτη σοβαρά αποτυχία των γερμανικών σχεδίων), ο βομβαρδισμός άρχισε την αυγήν της 21ης Φεβρουαρίου. Επί εννέα τρομακτικάς ώρας συνεχίσθη αδιάκοπος. Ακόμη και στο διαποτισμένο με οβίδες Δυτικό Μέτωπο δεν είχε ξεσπάσει ποτέ τέτοια θεομηνία. Τα κακοφτιαγμένα Γαλλικά χαρακώματα εξηφανίσθησαν. Πολλοί από τους υπερασπιστάς των απλούστατα ετάφησαν ζωντανοί. Μεταξύ των μονάδων που υπέστησαν το κύριον βάρος του βομβαρδισμού ήσαν οι Κυνηγοί του αντισυνταγματάρχη Εμίλ Ντριάν.

Στις τέσσερις το απόγευμα ο βομβαρδισμός εσταμάτησε και τα πρώτα Γερμανικά στρατεύματα εφόδου εβγήκαν από τις κρυμμένες θέσεις των για να προχωρήσουν. Επρόκειτο, ουσιαστικά, περί ισχυράς δράσεως περιπόλου, η οποία απέβλεπεν εις την αναζήτησιν των ασθενεστέρων περιοχών του Γαλλικού Μετώπου. Εις τα περισσότερα σημεία το μέτωπον εκράτησε. Το πρωί της επομένης ο βομβαρδισμός ξανάρχισε. Εφαινόταν αδύνατον ότι ανθρωπίνη ύπαρξις θα μπορούσε να επιζήση εις το μεθοδικόν εκείνο «δούλεμα» του εδάφους. Ωστόσον μερικοί επέζησαν και με ηρωικήν πεισμονήν, που έμελλε να απαθανατίση την Γαλλικήν άμυναν κατά τους μακρούς επόμενους μήνας, εξηκολούθουν να αντιμετωπίζουν τον αόρατον εχθρόν από ό,τι απέμενεν από τα χαρακώματά των.


Γερμανός στρατιώτης στην κόλαση του Βερντέν, κοντά στο οχυρό Βω, με τη σορό ενός γάλλου στρατιώτη στα αριστερά του (πηγή: IWM)

Το απόγευμα της 22ας Φεβρουαρίου εξώρμησε το πρώτο κύριο κύμα Πεζικού των Γερμανών. Η μετωπική γραμμή των υπερασπιστών εκλονίσθη. Ο Ντριάν εφονεύθη βληθείς εις την κεφαλήν, ενώ απέσυρε τα υπολείμματα των Κυνηγών του. Από τα δύο εκείνα τάγματα, δυνάμεως 1.200 ανδρών, μια χούφτα αξιωματικών και περίπου πεντακόσιοι άνδρες, πολλοί εξ αυτών τραυματίαι, ήταν όλοι οι απομείναντες που απεσύροντο τελικώς παραπαίοντες προς τα μετόπισθεν. Αλλ’ ακόμη μια φορά η αντίστασις των Γάλλων υπεχρέωσε τα Γερμανικά στρατεύματα εφόδου να αναδιπλωθούν, για να αναμείνουν έναν τρίτον καταιγιστικόν βομβαρδισμόν το πρωί της επομένης.

Στις 23 Φεβρουαρίου υπήρχαν ενδείξεις αυξούσης συγχύσεως και αναταραχής εις τους διαφόρους Γαλλικούς Σταθμούς Διοικήσεως προ του Βερντέν. […] Η 24η Φεβρουαρίου ήταν η ημέρα που το φράγμα έσπασε. Μία νέα μεραρχία, η οποία ερρίφθη κομματιαστά εις την μάχην, διελύθη από τον βομβαρδισμό και ολόκληρη η δεύτερη αμυντική γραμμή των Γάλλων έπεσε μέσα σε λίγες ώρες. Μόνον κατά την ολεθρίαν εκείνην ημέραν τα κέρδη των Γερμανών ισοδυναμούσαν με τα κέρδη των τριών πρώτων ημερών μαζί. […]

Ωστόσο μεταξύ των επιτιθεμένων και του Βερντέν υπήρχαν ακόμη οι γραμμές των φρουρίων προ παντός το Ντουωμόν, το ισχυρότερον όλων, ένα στερεόν προπύργιον εμψυχώσεως πίσω από τα νώτα των υποχωρούντων «Πουαλύ» (σ.σ. οι γάλλοι τυφεκιοφόροι, γνωστοί ως Poilus). Αλλά τότε, στις 25 Φεβρουαρίου, οι Γερμανοί κατήγαγον σχεδόν ασυναισθήτως μιαν από τις μεγαλύτερες επιτυχίες των ολοκλήρου του πολέμου. Ενεργώντας εξ ιδίας πρωτοβουλίας, αρκετές μικρές ομάδες του 24ου Συντάγματος του Βραδεμβούργου με έναν 24ετή υπολοχαγόν επί κεφαλής τον Ευγένιον Ράτκε, ο οποίος ετραυματίσθη αργότερα κατώρθωσαν να φθάσουν εις το Ντουωμόν χωρίς να χάσουν ούτε έναν άνδρα. Προς μεγάλην των κατάπληξιν ανεκάλυψαν ότι το ισχυρότερον φρούριον του κόσμου ήταν ουσιαστικά ανυπεράσπιστον.

Στη Γερμανία οι καμπάνες των εκκλησιών εσήμαιναν σ’ όλη την χώρα για να εξαγγείλουν και πανηγυρίσουν την κατάληψιν του Ντουωμόν. Στη Γαλλία η παράδοσίς του δικαίως εθεωρήθη εθνική συμφορά πρώτου μεγέθους (η οποία υπελογίσθη αργότερα ότι εστοίχισε στην Γαλλίαν 100 χιλ. άνδρας). Τους δρόμους του Βερντέν διέσχιζαν επιζώντες διαλυθεισών μονάδων τρέχοντες και κραυγάζοντες: «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!»

Ακόμη και ο Ζοφρ, εις το Στρατηγείον του εις το Σαντιγύ, είχεν επί τέλους εντυπωσιασθή από τα ραγδαία και τραγικά γεγονότα. Για να αναλάβη τον αμέσως απειλούμενον τομέα, έστειλεν επειγόντως τον Ανρί – Φιλίπ Πεταίν, τον κορυφαίον εμπειρογνώμονα της Γαλλίας εις την τέχνην της αμύνης. Κανένας στρατηγός δεν απελάμβανε την εμπιστοσύνην των «Πουαλύ» όσον ο Πεταίν. Τώρα, κατά μίαν τραγικήν ειρωνείαν, αυτός ο εξαιρετικά ανθρωπιστής ηγέτης εκαλείτο να υποβάλη τους άνδρας του εις την σύρραξιν που γοργά καταντούσε η πιο απάνθρωπη ολοκλήρου του πολέμου. Οι διαταγές του Πεταίν ήταν να κρατήση το Βερντέν «πάση θυσία».

Αλλά η γερμανική επίθεσις άρχιζε να καθηλώνεται. Οι απώλειες ήταν ήδη πολύ βαρύτερες απ’ ό,τι είχε προβλέψει ο Φαλκενχάιν. Πολλές είχαν προξενηθή από το πλευρικόν πυρ των γαλλικών πυροβόλων πέραν του Μεύση. […]


Η ανάπαυλα προ της ενάρξεως της δευτέρας φάσεως της γερμανικής επιθέσεως επέτρεψεν εις τον Πεταίν να σταθεροποιήση το μέτωπον εις βαθμόν σχεδόν θαυματουργόν. Εγκατέστησε μίαν οδικήν αρτηρίαν προς το Βερντέν, που αργότερα έγινε γνωστή ως Ιερά Οδός, διά της οποίας έμελλε να διοχετευθή όλον το αίμα της Γαλλίας, για να ενισχύση την απειλουμένην πόλιν. Μόνον κατά την πρώτην κρίσιμον εβδομάδα του Μαρτίου ανηφόρισαν την οδόν αυτήν προς το Βερντέν 190.000 άνδρες.

Ο Κρόνπριντς εξαπέλυσε τώρα νέαν, δι’ όλων των μέσων, επίθεσιν κατά μήκος της αριστεράς όχθης προς μίαν μικράν βουνοσειράν, η οποία ωνομάζετο Νεκρός Άνθρωπος και η οποία με το απαίσιο όνομά της έμελλε να καταστή το κέντρον των σφοδροτέρων κυμαινομένων συγκρούσεων κατά τους τρεις επόμενους μήνας. […]

«Έχετε αποστολήν θυσίας» ήτο η τυπική διαταγή που ένας Γάλλος συνταγματάρχης έδινε προς τους άνδρας του. «Εδώ είναι μία θέσις τιμής, όπου θέλουν επιλέκτους. Καθημερινώς θα έχετε απώλειες. Την ημέρα που θα θελήσουν, θα σας σφαγιάσουν όλους μέχρι του τελευταίου. Και καθήκον σας είναι να πέσετε».

Εις το Βερντέν οι περισσότεροι έπεσαν χωρίς καν να ιδούν ποτέ τον εχθρόν, κάτω από τον φονικόν αδιάκοπον βομβαρδισμόν του πυροβολικού. […]

Παρά τις ηρωικές θυσίες των ανδρών του Πεταίν, η κάθε μέρα έφερνε τη θάλασσα των Γερμανών μερικές υάρδες πλησιέστερα προς το Βερντέν. Αλλά και οι επιτιθέμενοι είχαν χάσει επίσης 82.000 άνδρες. […] Όπως ο χειρουργός που θεραπεύει καλπάζοντα καρκίνο, ο Φαλκενχάιν έβλεπε το χειρουργικό του μαχαίρι να παρασύρεται όλο και μακρύτερα από το αρχικό σημείο επεμβάσεως. […]

Μόλις τον Μάιον συνεπληρώθη η «εκκαθαριστική» επιχείρησις των Γερμανών επί της αριστεράς όχθης του Μεύση. Έτσι μπορούσε να αρχίση η τελική ώθησις προς το Βερντέν. Αλλά ο Κρόνπριντς τώρα ήταν υπέρ της αναστολής της επιθέσεως, και αυτού δε του Φαλκενχάιν ο ενθουσιασμός άρχιζε να φθίνη. Η στρατηγική σημασία του Βερντέν είχε πλέον λησμονηθή. Ωστόσο η μάχη είχε κατά κάποιον τρόπο αποκτήση μιαν ύπαρξη δική της, που ξεπερνούσε κατά πολύ τον έλεγχο των στρατηγών, Γάλλων και Γερμανών. Το φιλότιμο είχε εμπλακή εις βαθμόν που καθιστούσε την απαγκίστρωσιν αδύνατον […] Εν τω μεταξύ οι άνδρες είχαν σχεδόν εξοικειωθή με την συχνότητα του θανάτου εις το Βερντέν.

[…]

Αρχές ενός φλογερού Ιουνίου η μάχη, που διαρκούσε ήδη 3,5 μήνες, εμπήκε στη φονικώτερη φάση της. […] Η σύρραξις έφθασεν εις το Βω, το δεύτερο των μεγάλων φρουρίων, όπου 600 άνδρες υπό τον ταγματάρχην Ρεϋνάλ, με μιαν επική άμυνα, απέκρουσαν την κυρίαν εφόρμησιν της 5ης Στρατιάς των Γερμανών επί μίαν ολόκληρον εβδομάδα, μέχρις ότου η δίψα τούς ανάγκασε να παραδοθούν.

Στις 23 Ιουνίου η κρίσις εκορυφώθη. […] Κάποια στιγμή σφαίρες πολυβόλου έπλητταν τους δρόμους του Βερντέν. Οι Γάλλοι εξακολουθούσαν να κρατούν, αλλά υπήρχαν δυσοίωνα σημάδια ότι το ηθικόν εράγιζε. Πόσο μπορούσε να ανθέξη ένα έθνος;

Την επομένη ο ήχος βαρέος βρεταννικού πυροβολικού έφθασεν εις το Βερντέν. Είχε αρχίσει η μεγάλη Συμμαχική επίθεσις του Ζοφρ επί του Σομ με δέκα Βρεταννικές και πέντε Γαλλικές μεραρχίες. Ο Φαλκενχάιν αναγκάσθηκε να μεταφέρη εις τον Σομ τις εφεδρείες με τις οποίες ο Κρόνπριντς είχεν ελπίσει ότι θα εκυρίευε τα κλονιζόμενα οχυρά του Βερντέν. Μολονότι η πρώτη ημέρα του Σομ έμελλε να κοστίση μόνο στους Βρεταννούς 60.000 άνδρας τις μεγαλύτερες απώλειες της ιστορίας των το Συμμαχικό κτύπημα εσήμαινεν ότι το Βερντέν ανακουφιζόταν επί τέλους.


Πηγή: Le Petit Journal

Τον Ιούλιο ο Φαλκενχάιν κατέβαλε μίαν τελευταία απεγνωσμένη προσπάθεια και μία χούφτα Γερμανών έφθασε προς στιγμήν εις ένα ύψωμα από το οποίον μπορούσαν πράγματι να ατενίζουν το κάστρο του Βερντέν. Ήταν η μεγαλυτέρα πλημμυρίς της μάχης και μολονότι δεν φαινόταν εκείνη τη στιγμή ήταν ίσως η αποφασιστική καμπή του πολέμου. Τώρα το κύμα άρχιζε να υποχωρή. […]

Τα Χριστούγεννα του 1916, μετά 10 τρομερούς μήνες, η μάχη έληξε. Το Βερντέν είχε σωθή, αλλά με τρομακτική θυσία. Τα μισά σπίτια της πόλεως είχαν καταστραφή από τα Γερμανικά πυροβόλα μεγάλου βεληνεκούς και εννέα από τα γειτονικά χωριά της είχαν εξαλειφθή από του προσώπου της γης. Όταν ήλθε η ώρα του απολογισμού των ανθρωπίνων απωλειών, είχαν χαθή 377.231 άνδρες, εκ των οποίων οι 162.308 ήταν νεκροί και αγνοούμενοι. Οι Γερμανικές απώλειες ανήλθαν εις 337.000 άνδρας. Εις την πραγματικότητα, ωστόσο, οι απώλειες των αντιπάλων υπερέβησαν πιθανώτατα κατά πολύ τις 800.000. Μερικοί υπολογισμοί τις αναβιβάζουν εις ένα εκατομμύριον ή και περισσότερους.

[…]

Υπό πολλάς επόψεις, το Βερντέν υπήρξεν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος εν μικρογραφία. Η χωρίς αποτέλεσμα μάχη ενός πολέμου χωρίς αποτέλεσμα. Η περιττή μάχη ενός περιττού πολέμου. Η μάχη που δεν είχε νικητάς εις έναν πόλεμον που δεν είχε νικητάς. […]

Πλέον των τριών τετάρτων ολοκλήρου του Γαλλικού Στρατού, επέρασεν από την κόλασιν του Βερντέν σχεδόν μία ολόκληρη γενεά Γάλλων. Κανείς δεν ήξερε καλύτερα από τον Πεταίν όταν, χρόνια μετά τον πόλεμον, παρετήρησεν ότι εις το Βερντέν «το συνεχές όραμα του θανάτου είχε διαποτίσει τον Γάλλον στρατιώτην με μίαν εγκαρτέρησιν που έφθανε τα όρια της μοιρολατρίας». […] Ως σύμβολον τού τι έκαμε το Βερντέν εις την Γαλλίαν, δεν χρειάζεται να αναζητήση κανείς μακρύτερα από την τραγικήν μορφήν του Πεταίν, του πολεμιστού – ήρωος του 1916 και του μοιρολάτρου – ηττοπαθούς του 1940.


*Αποσπάσματα από κείμενο του διακεκριμένου βρετανού στρατιωτικού συγγραφέα και δημοσιογράφου σερ Άλιστερ Χορν (Alistair Allan Horne, 1925-2017) για τη Μάχη του Βερντέν, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής» στις 6 Μαρτίου 1966.

Η διαβόητη Μάχη του Βερντέν, μια από τις μείζονος σημασίας μάχες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, άρχισε στις 21 Φεβρουαρίου 1916 και ολοκληρώθηκε ουσιαστικά στις 18 Δεκεμβρίου 1916 (στο τριήμερο 15-18 Δεκεμβρίου οι Γάλλοι κατόρθωσαν να ανακαταλάβουν σχεδόν όλα τα εδάφη που είχαν απολέσει μετά τις 21 Φεβρουαρίου).