Μάρκος Βαφειάδης: Για τους «κατσαπλιάδες» και τους «μοναρχοφασίστες»
Είχαμε τις παρωπίδες μας
Στις 22 Φεβρουαρίου 1992, βράδυ Σαββάτου, έφυγε από τη ζωή ο τότε βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ και πάλαι ποτέ αρχιστράτηγος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) Μάρκος Βαφειάδης.
«ΤΑ ΝΕΑ», 24.2.1992, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο πρώτος πρόεδρος της αποκαλούμενης Κυβέρνησης του Βουνού (Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ελεύθερης Ελλάδας) νοσηλευόταν στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του νοσοκομείου «Σωτηρία» τις δύο τελευταίες εβδομάδες της ζωής του λόγω εγκεφαλικού που είχε υποστεί.
Μετά τη λήξη του Εμφυλίου ο Βαφειάδης είχε παραμείνει στη Σοβιετική Ένωση επί 34 ολόκληρα χρόνια. Είχε επιστρέψει στην Ελλάδα το Μάρτιο του 1983, σε ηλικία 78 ετών.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 27.3.1983, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Η τελευταία του ανάμνηση από την Ελλάδα, όπως ο ίδιος είχε αφηγηθεί στις πρώτες δηλώσεις του μετά την επιστροφή του, ήταν ο τρόπος με τον οποίον τον είχαν αποπέμψει οι σύντροφοί του από την 5η Ολομέλεια (της ΚΕ του ΚΚΕ) το 1949, «σε μια εποχή όπου δεν άκουγες τίποτα άλλο από τις λέξεις προδότης, πράκτορας… Άλλοι έλεγαν: αφήστε τον τώρα, θα τον στήσουμε αργότερα στον τοίχο». Τον έβγαλαν από την Ολομέλεια και τον έστειλαν αμέσως στην Αλβανία, και από εκεί στη Σοβιετική Ένωση, όπου έμελλε να παραμείνει επί τρεις και πλέον δεκαετίες.
Σε αυτές τις πρώτες δηλώσεις του και πάλι, ο Βαφειάδης είχε επισημάνει ότι μια από τις βασικότερες διαφορές του με το Πολιτικό Γραφείο ήταν η αντίθεσή του στον άκριτο φανατισμό:
«Είχα συμβουλεύσει εκείνους που συνέτασσαν τα ανακοινωθέντα να αποφεύγουν να χρησιμοποιούν τις λέξεις μοναρχοφασίστες κ.λπ. για τους νεκρούς αντιπάλους μας, που ήταν κι αυτοί νέα παιδιά του ίδιου λαού. Έδινα αυστηρές διαταγές για άψογη συμπεριφορά απέναντι σ’ όσους πιάναμε αιχμαλώτους. Ήταν ορθό να αποκαλούμε τους σκοτωμένους φαντάρους του αντιπάλου μοναρχοφασίστες;»
Και είχε συμπληρώσει:
«Δεν θα ’χα καμιά αντίρρηση να συναντήσω τον Θρασύβουλο Τσακαλώτο, αν φυσικά το επιθυμούσε κι ο ίδιος. Νομίζω ότι ο χωρισμός του μίσους πρέπει να σταματήσει. Δεν λέω να ξεχάσουμε ό,τι έγινε. Αλλά οι νέοι πρέπει να πάρουν από μας ό,τι θετικό. Να απορρίψουν τα αρνητικά. Η θύμηση της ιστορίας κι όλα εκείνα που πέρασε η δική μας γενιά να σταθούν παράδειγμα για τους νέους και να οδηγήσουν στην ενότητα και στην ομόνοια για το καλό της Ελλάδας. Πρέπει όλοι να βοηθήσουμε τη χώρα μας να ξεπεράσει τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει με τον αγώνα και την ομόνοια…»
Λίγες μόλις ημέρες μετά την επιστροφή του Βαφειάδη στην Ελλάδα, στις 3 Απριλίου 1983, η εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής» είχε αφιερώσει ένα άρθρο της στον άλλοτε αρχηγό του ΔΣΕ. Στο εν λόγω δημοσίευμα, που έφερε τον τίτλο «Βαφειάδης: Έπρεπε να μείνουμε παρτιζάνοι», αναφέρονταν και τα ακόλουθα:
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 3.4.1983, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Μάρκος Βαφειάδης βρίσκεται στην Αθήνα εδώ και δέκα μέρες. Στις συνεντεύξεις που έδωσε είπε πολλά για το παρόν και για το μέλλον. Ως τώρα απέφυγε ν’ αναφερθεί στο παρελθόν και κυρίως στη ρήξη του με τον Ζαχαριάδη. Αυτά τα έχει ξεκαθαρίσει από το 1978 στον Δημήτρη Γουσίδη (σ.σ. θεσσαλονικέα δημοσιογράφο, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 2012, σε ηλικία 73 ετών), που το βιβλίο του «Μάρκος Βαφειάδης – Μαρτυρίες» με πρόλογο του Μίκη Θεοδωράκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Επικαιρότητα».
Υπέρμαχος του παρτιζάνικου αγώνα, ο Μάρκος Βαφειάδης πιστεύει ότι σήμερα έχει δικαιωθεί στην άποψή του αυτή από παρόμοιες συρράξεις ανά την υφήλιο (Βιετνάμ, Λατινική Αμερική κτλ.). Η θέση του αυτή τον οδήγησε τότε, πριν 35 χρόνια, σε ανοικτή ρήξη με τον παντοδύναμο ηγέτη του ΚΚΕ, Νίκο Ζαχαριάδη.
«Ήμασταν στρατός παρτιζάνικος, και έτσι έπρεπε να συνεχίσουμε τον αγώνα. Η παράτασή του –που τη θεωρούσα βέβαιη και μετά το 1949– θα ’ταν για μας μεγάλο όφελος και ίσως διαπραγματευτική μας δύναμη. Η αντίθετη θέση του Ζαχαριάδη ότι έπρεπε να οργανωθούμε σαν τακτικός στρατός και να αφήσουμε το καταπλιάδικο του ΕΛΑΣ ήταν εξωπραγματική και μας οδήγησε στην ήττα.
Ανέβηκα στο βουνό ύστερα από από συνάντηση με τον Ζαχαριάδη, με αποστολή να οργανωθούν οι καταδιωκόμενοι ένοπλοι και άοπλοι που βρίσκονταν στα βουνά, σε ομάδες. Βγήκα στο βουνό τέλη Αυγούστου του ’46. […]
Πιάσαμε ορεινούς όγκους, αρχινώντας από τη Δυτική, Κεντρική, Ανατολική Μακεδονία, Κεντρική Πίνδο μέχρι Ρούμελη, αντιμετωπίζοντας συγχρόνως μια σειρά εχθρικών ενεργειών, και πετύχαμε την εξάρθρωση συμμοριών της Δεξιάς και ομάδων χωροφυλάκων. Δημιουργήθηκε έτσι μια ελεύθερη περιοχή μέχρι την 3η Ολομέλεια, οπότε ανέβηκαν στο βουνό πρώτα ο Ιωαννίδης και έπειτα ο Ζαχαριάδης. Την περίοδο αυτή είχαμε δυνατότητα να συγκεντρώσουμε 22.000 αντάρτες.
Με βάση το νούμερο αυτό η 3η Ολομέλεια αποφάσισε να τραβήξει για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Έβαλε δηλαδή σαν στρατηγική επιδίωξη να απελευθερώσει τη Μακεδονία το 1948 με την προϋπόθεση –και σύμφωνα με υπόσχεση του Ζαχαριάδη– ότι το κόμμα θα ήταν σε θέση στο διάστημα αυτό να κινητοποιήσει δυνάμεις από τις πόλεις και η δύναμή μας να φτάσει τις 60-70.000.
Είχα αμφιβολίες αν μπορούσε να συγκεντρωθεί ένας τόσο μεγάλος αριθμός μαχητών. Ο Ζαχαριάδης επέμενε ότι το κόμμα ήταν σε θέση να εξασφαλίσει αυτή τη δύναμη μέχρι την άνοιξη του ’48, για να ανταποκριθεί στην αποστολή του. Πολύ γρήγορα, όμως, αποδείχτηκε ότι ο Ζαχαριάδης δεν έλεγε την αλήθεια.
Άρχισαν τότε οι διαπληκτισμοί ανάμεσα σε μένα και τον Ζαχαριάδη με βάση τη διπρόσωπη, ερμαφρόδιτη τακτική που ακολουθούσε. Ότι δηλαδή άφησε έκθετο το ένοπλο τμήμα, στο όνομα της διατήρησης της νομιμότητας και της ειρηνικής λύσης, και σήμερα που οι δυνατότητες αυτές δεν υπάρχουν παίρνει απόφαση να εκφραστεί ένοπλα το κίνημα με καθήκοντα που είναι αδύνατο να εκπληρωθούν.
Η διαφωνία μας και οι διαφορές μας καθοδηγητικά εκδηλώθηκαν ανοιχτά σε μια συνεδρίαση της Γραμματείας του Πολιτικού Γραφείου στις 2 Δεκέμβρη του ’47. Ο Ζαχαριάδης έβαλε δύο ζητήματα: πρώτο, ότι είμαστε τακτικός στρατός και πρέπει αυτό το κατσαπλιάδικο που ήταν παράδοση του ΕΛΑΣ να σταματήσει· και δεύτερο, να συγκεντρώσουμε εφεδρείες στο Γράμμο για την τελική αναμέτρηση.
Η αντίθετη άποψη εκφράστηκε από μένα. Είπα τότε ότι δεν είμαστε τακτικός στρατός, αλλ’ ούτε και μοιάζουμε. Είμαστε παρτιζάνικος στρατός και έτσι πρέπει να συνεχίσουμε. Είπα ακόμη ότι, αν συγκεντρώσουμε αυτές τις εφεδρείες στο Γράμμο, θα απογυμνώσουμε ολόκληρη την Ελλάδα και θα δώσουμε τη δυνατότητα στον αντίπαλο, με συγκεντρωτικό χτύπημα, να μας εξοντώσει, γιατί διαθέτει πολλαπλάσιο αριθμό μαχητών. Έχει τη δυνατότητα γρήγορης συγκεντρώσεως των δυνάμεων στα διάφορα σημεία συγκρούσεων κ.λπ. Επέμενα ότι η μόνη τακτική που επιβαλλόταν ήταν η συνέχιση της παρτιζάνικης δράσης, με επιλογή των στόχων που εμείς θέλουμε, αιφνιδιασμούς κ.λπ.».
Τέλος, έξι χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα και τρία πριν από το θάνατό του, το 1989, ο Βαφειάδης είχε παραχωρήσει μια αποκλειστική συνέντευξη στην εφημερίδα «Τα Νέα» (δημοσιεύτηκε στις 28 Αυγούστου 1989 υπό τον τίτλο «Δεν χρειαζόταν ο πόλεμος»), με αφορμή τη συμπλήρωση 40 ετών από τη λήξη του Εμφυλίου.
«ΤΑ ΝΕΑ», 28.8.1989, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Στα 83 του χρόνια, γεμάτος –όπως διαβάζουμε στο σχετικό δημοσίευμα– ζωή και δύναμη, πίκρα και θέληση να συνεχίσει την προσφορά του για την εθνική συμφιλίωση, ο Βαφειάδης είχε δηλώσει τα εξής στο δημοσιογράφο και συγγραφέα Γ. Ε. Διακογιάννη (1957-2006):
«Ο Εμφύλιος μπορούσε να αποφευχθεί. Μόνο οι ξένοι και η Δεξιά είχαν συμφέρον από αυτόν. Ο εμφύλιος πόλεμος ήταν κάτι το αφύσικο από το ίδιο του το περιεχόμενο. Αλλά και σαν τακτική ή στρατηγική ήταν λανθασμένος.
Εμείς, αν μπορούσαμε, θα τον είχαμε αποφύγει. Και όταν έγινε, θα μπορούσε να διεξαχθεί από καλύτερες θέσεις και με την αποκλειστική ευθύνη εκείνων οι οποίοι τον επεδίωκαν. Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, τον πήραμε εμείς επάνω μας τον Εμφύλιο. Δώσαμε, δηλαδή, σ’ αυτή την κρίσιμη ιστορική στιγμή αυτή τη δυνατότητα στον αντίπαλο, στη Δεξιά και στους ξένους.
Η Δεξιά και οι ξένοι επεδίωκαν και έσπρωχναν την Ελλάδα στον Εμφύλιο. Και η αρχή έγινε από την περίφημη αποχή από τις εκλογές του ’46, την οποία «σκάρωσε» ο Ζαχαριάδης. Εξαπάτησε ολόκληρη την Κεντρική Επιτροπή.
Ήταν μια εποχή όπου θα μπορούσαμε, αν όχι τη λαϊκή πλειοψηφία, να πάρουμε τουλάχιστον, να κερδίσουμε, πάνω από 100 βουλευτές. Ήταν μάλιστα απόφαση της 2ης Ολομέλειας της ΚΕ να πάρουμε μέρος στις εκλογές. Αλλά, όπως είπα, εξαπατήθηκε και η ΚΕ και οι επάνω.
Στο σημείο αυτό είμαι υποχρεωμένος να πω ότι μεταπολεμικά οι Σοβιετικοί μάς έδωσαν τις καλύτερες συμβουλές και απαντήσεις σε δικά μας ερωτήματα, για το αν θα ’πρεπε να πάρουμε μέρος στις εκλογές. Και η απάντησή τους ήταν να πάρουμε μέρος.
Φυσικά, είναι γνωστό τι επακολούθησε. Δώσαμε την αυτοδυναμία στη Δεξιά με την αποχή μας και άρχισε το κουβάρι να ξετυλίγεται με τις γνωστές συνέπειες.
Κάτω λοιπόν από αυτά τα δεδομένα, μπορούμε να πούμε ότι δεν χρειαζόταν ο Εμφύλιος. Μπορούσαμε να μη φτάσουμε σ’ αυτόν. Υπήρχε η δυνατότητα να βρεθούν λύσεις με την πάλη του λαού και με την καθοριστική παρουσία μας. Έπρεπε και μπορούσαμε να αποφύγουμε τον Εμφύλιο.
Κι αυτός ο δρόμος, δηλαδή η αποφυγή του Εμφυλίου, ήταν κάτι που εξυπηρετούσε αποκλειστικά τις προοδευτικές δυνάμεις του τόπου, τον λαό μας. Δεν είχαν συμφέρον από έναν τέτοιο δρόμο ούτε η Δεξιά ούτε οι ξένοι. Άλλωστε, αυτό αποδείχθηκε από την ίδια την ιστορία, πέραν του ότι από τότε είχαν επισημανθεί τα ζητήματα όπως έκανα στη 2η Ολομέλεια της ΚΕ, όπου είχα αντιταχθεί στις απόψεις για μη κάθοδο στις εκλογές.
Όσο για τη λήξη του Εμφυλίου, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι είχα καθαιρεθεί από το τέλος του Γράμμου, ένα χρόνο πριν από τη λήξη του, όταν, με απαγωγή ουσιαστικά, με απομάκρυναν.
Βέβαια, είχαμε τις παρωπίδες μας. Πιστεύαμε ότι ξέρει τα πάντα το κόμμα. Είχαμε τυφλή εμπιστοσύνη. Γιατί αυτά δεν έρχονται μονομιάς. Και αποδείχθηκε ότι ήταν δόλια. Μέσα σε τρεις ώρες φτιάχτηκαν στις 15 Νοεμβρίου του 1948 όλα. Ότι είμαι πράκτορας, ότι έβρισα τον Στάλιν, ότι είμαι της Ιντέλιτζενς Σέρβις και πολλά άλλα. Έτσι, τον τελευταίο χρόνο, δεν είχα άμεση σχέση με τον Εμφύλιο.
[…]
Νομίζω ότι πάνω απ΄όλα είναι να γραφτεί η ιστορία όπως ακριβώς έγινε. Οι ευθύνες και των δύο πλευρών να ειπωθούν με παρρησία. Ν’ αποκαλυφθούν τα πάντα.
Όπως κι αν φέρουμε τα πράγματα, η ιστορία υπάρχει. Είναι το παρελθόν μας. Και το παρελθόν δεν μπορείς να το σβήσεις. Άλλο πράγμα το θέμα της συμφιλίωσης. Εμείς, όταν ανταμώσαμε με τον Τσακαλώτο, είπαμε ότι δεν έχουμε και δεν είχαμε να μοιράσουμε τίποτε στην πατρίδα μας. Αυτά τα προβλήματα που μας απασχολούσαν μπορούσαν να λυθούν ειρηνικά με την πάλη του λαού και την πάλη των ιδεών.
Ο Μάρκος Βαφειάδης (στο κέντρο) και ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος (δεξιά) μαζί με τον Πέτρο Μακρή στη συμφιλιωτική συνάντησή τους το 1984
Είπαμε να σταματήσει αυτή η πτωματολογία. Να σταματήσουν οι τελετές στου Μακρυγιάννη και στο Γράμμο και το Βίτσι, όπου κάθε χρόνο μαζεύονται και αναθεματίζουν. Ο Τσακαλώτος αντιλήφθηκε αυτό το πράγμα. Κατάλαβε την ιστορική αξία και σημασία του και προς τιμήν του ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση που του έγινε.
Και πρέπει να πω σ’ αυτό το σημείο ότι ο Τσακαλώτος είχε και τις ανάλογες συνέπειες. Η Δεξιά τον παραμέρισε και τον έβαλε στα μαύρα κατάστιχα. Όπως και η δική μας πλευρά, όπου είπαν για μένα μερικοί ο προδότης κ.λπ.».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις