Κοσμάς Πολίτης: Ιδιόρρυθμος εκ πεποιθήσεως, γεμάτος αντιθέσεις
Ένας δανδής του πνεύματος
- Τροχαίο στην Πειραιώς: Τι λέει ο 77χρονος που σύρθηκε δεκάδες μετρά στην άσφαλτο από φορτηγό
- Δύο νεκροί από έκρηξη σε εργοστάσιο ελβετικού ομίλου στο Κεντάκι
- Κυκλοφορούσε με Porche και λήστευε κοσμηματοπωλεία - Κρύφτηκε στο φρεάτιο ασανσέρ για να μην συλληφθεί
- Στον πάτο της ΕΕ τα ελληνόπουλα στην ψηφιακή κατάρτιση
Τον Κοσμά Πολίτη τον γνώρισα όταν είχε ήδη αποσυρθεί απ’ τη ζωή, είχε ξεμπερδέψει με τον απολογισμό του εαυτού του και είχε απορρίψει αξίες που κάποτε ήταν τρόπος ζωής για κείνον, κρατώντας μόνο όσα ο ίδιος θεωρούσε ότι είχαν κάποια ουσία και σβήνοντας όλα τ’ άλλα με μια μονοκοντυλιά.
Τον γνώρισα όταν ήταν μεγάλος πια – αδυνατώ να πω τη λέξη ηλικιωμένος γι’ αυτόν, δεν του ταίριαζε, ούτε και τη δεχόταν άλλωστε κι ο ίδιος και γινόταν έξω φρενών, όταν άκουγε τη γυναίκα του την Κλάρα ν’ απορεί: «Μα τι βρίσκετε με μας τους γέρους;»
Ιδιόρρυθμος εκ πεποιθήσεως, ο Κοσμάς Πολίτης ήταν απρόσιτος στους πολλούς και απέρριπτε τον φίλο για μικρολεπτομέρειες, που σε άλλους θα περνούσαν απαρατήρητες. Γι’ αυτόν, ίσως, το λόγο πολλά και αντιπαθητικά ειπώθηκαν για τον χαρακτήρα του. Το ’ξερε κι αδιαφορούσε, αν δεν το διασκέδαζε κιόλας. Παρ’ όλ’ αυτά η όποια κριτική για τα βιβλία του, κι ας μην το παραδεχόταν, τον ενδιέφερε στο έπακρο. Ειδικά η σύγκριση που έγινε από τους κριτικούς της «Ερόικα» με τον «Μεγάλο Μωλν» του Αλαίν Φουρνιέ τον είχε πολύ ενοχλήσει. Κι όταν του πήρε συνέντευξη ο Δημήτρης Κωστελένος στην εφημερίδα «Ακρόπολη», σε σχετική ερώτηση του δημοσιογράφου, «μα δεν είναι δυνατόν να υπάρχει σύγκριση», απάντησε ο Κοσμάς Πολίτης. «Η Ερόικα είναι το μυθιστόρημα της ζωής, της λυγερής εφηβείας, κι ο Μεγάλος Μωλν είναι ένα πεισιθάνατο βιβλίο».
Όταν πέθανε η Κλάρα κι άρχισε να τον παίρνει η κάτω βόλτα, παρασύρθηκε σε άλλες σκέψεις. Δεν τον ενδιέφεραν πια «κάτι τέτοια». Τώρα ήταν οι αναμνήσεις που αιωρούνταν στους άδειους, από την απουσία των σωμάτων, χώρους του σπιτιού, που τρύπωναν στις σκοτεινές κλειστές κάμαρες με τα βαριά, βυθισμένα στη σιωπή τους έπιπλα, και χώνονταν παντού: στις νταντελένιες κουρτίνες, στη σκαλιστή κασέλα, στα ολοκέντητα μαξιλαράκια, στις μικροσκοπικές Ταναγραίες, στα ασημένια καντήλια, στο μπρούντζινο μανουάλι, στη βιτρίνα με τα κρύσταλλα και το φίνο κινέζικο σερβίτσιο του τσαγιού, στ’ ασημικά και στα χρυσά πηρούνια, στα στολίδια του σπιτιού που είχαν ξεμείνει, και γίνονταν ένα με τις αναμνήσεις από τα παιδικάτα του στη Σμύρνη κι εξουσιάζαν τους χώρους. Ήταν τα όνειρα που άρχισαν να έρχονται επίμονα κάθε νύχτα, ήταν τα ρούχα της Κλάρας κρεμασμένα στην ντουλάπα, που έκαναν πιο οδυνηρή την απουσία της, κι ήταν ακόμα οι τύψεις, πέρα από κάθε λογική, κι η συνεχής προσπάθεια να μην προκαλέσει τον οίκτο, να μην τον λυπηθούν. Κι ίσως αυτή η προσπάθεια να ήταν η αιτία που κατάφερε, και πάλι, να επιβιώσει και να κρατηθεί στη ζωή. Είχε περιορίσει τις ανάγκες και τις απολαύσεις του, «φευ», στο ελάχιστο, κι άρχισε να αδειάζει το σπίτι από τ’ αντικείμενά του, πουλώντας ή χαρίζοντάς τα από δω κι από κει. Κι όσα δεν έδωσε ο ίδιος, του τα κλέψανε, και γελούσε κάθε φορά που το διαπίστωνε. Κι αρπάχτηκε απ’ τις μεταφράσεις για να γεμίσει τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς και της θλίψης του.
Ο θάνατος της Κλάρας, όπως και ο θάνατος της Κνούλης (σ.σ. της κόρης του) στην Κατοχή, στάθηκε καταλυτικός για τον Κοσμά Πολίτη. Όσο ζούσε, η Κλάρα «υπήρχε» παντού. Ψηλή, λεπτή, αθόρυβη, με το μακρύ μαύρο φόρεμά της, τις κομψές αργές, αλλά με νεύρο κινήσεις, το προφίλ της που θύμιζε παλιό καμέο, τα γερμανικά περιοδικά με σταυρόλεξα και ζώδια, οι Γερμανοί κλασικοί, παλιές εκδόσεις Λειψίας σε γοτθική γραφή, το κατάλευκο μαντηλάκι που έβγαζε από το μακρύ μανίκι της και το ’φερνε στο πρόσωπό της, το άρωμα από βιολέττες της Πάρμας, η σαμπάνια Βεβ Κλικό ροζέ, η υπηρεσία με το άσπρο μποννέ και την ποδίτσα, η νοσταλγία για το πατρικό σπίτι και τους φίλους των νεανικών χρόνων: τις κόρες του Κάιζερ που κάνανε μαζί ιππασία και τον Γκούσταβ Μάλερ που την αλληλογραφία της μαζί του φύλαγε σ’ ένα κουτί καταχωνιασμένο στην κάμαρά της, τα κομψά ρεστωράν, τα κολλαριστά χιονάτα τραπεζομάντηλα, η Καθολική εκκλησία που πήγαινε και κοινωνούσε, τα ζώα που τ’ αγαπούσε και τα φρόντιζε, οι λιχουδιές που έφτιαχνε μόνη της, η Σμύρνη και το παράσημο που της έδωσε ο Σουλτάνος, το αυτοκίνητό της το Ιροντέλ, από τα πρώτα αυτοκίνητα στην Αθήνα, ο αβάσταχτος πόνος για το χαμό της Κνούλης, μα πάνω απ’ όλα η φροντίδα και η αφοσίωσή της σε «εκείνον», όπως τον έλεγε, όλα αυτά συνέθεταν την Κλάρα, που ανήκε σε μια άλλη εποχή και είχε βάλει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της πάνω στον Κοσμά Πολίτη.
Άλλη μια γυναίκα που είχε επηρεάσει βαθιά τον Κοσμά Πολίτη και διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του, ήθελε δεν ήθελε εκείνος, ήταν η αδερφή του η Μαρί, δεκαοχτώ χρόνια μεγαλύτερή του, που τον «ανέλαβε», όταν πέθανε η μάνα. Υπεροπτική, δυναμική, γεμάτη καλλιτεχνικές ευαισθησίες, η Μαρί έγραφε παραμύθια κι έπαιζε, εξαίρετα, πιάνο. Αφοσιώθηκε σε κείνον, δεν παντρεύτηκε και τον φρόντιζε «με μια βασανιστική αγάπη λες και ήταν μίσος», που τον ταλαιπωρούσε αφάνταστα. Το παιδί αντέδρασε έμπρακτα. Το ’σκαγε απ΄το σπίτι για να πάει να παίξει στις λαϊκές γειτονιές, παράτησε το σχολείο στη μέση κι αργότερα παντρεύτηκε την Κλάρα, πλούσια αυστροουγγαρέζα αριστοκράτισσα με μεγάλη καλλιέργεια. Τι είχε να αντιλέξει η αδερφή του σ’ αυτό το γάμο; Σίγουρα ο Κοσμάς Πολίτης την Κλάρα την ερωτεύτηκε, αλλά και σίγουρα τη Μαρί την υπολόγιζε.
Πολύπλευρος, γεμάτος αντιθέσεις, ο Κοσμάς Πολίτης, αυτός ο δανδής του πνεύματος, γεύτηκε με όλες του τις αισθήσεις όσα του πρόσφερε η ρομαντική εποχή του, για να καταλήξει αρνητής της: τανγκό του Μπιάνκο, στεναγμοί, φιλιά, παιχνίδια στο φεγγαρόφωτο, Πάνες, Σάτυροι –όνειρα καλοκαιρινής νύχτας– και μια μπελ επόκ μακριά από τον Φράνσις και τη Ζέλντα Φιτζέραλντ, αλλά κοντά στη Μιστενγκέτ και τη Ζοζεφίνα Μπαίκερ, όλα αυτά ανακατωμένα με ευωδιές από αγιόκλημα, γαζία και γιασεμί.
Διηγόταν ιστορίες από κείνη την εποχή τονίζοντας τη γραφικότητά της, όταν όμως μιλούσε για «τότε» –τότε ήταν πάντα η Σμύρνη– γινόταν παραμυθάς και ξεχείλιζε από νοσταλγία και θλίψη για κείνα που χάθηκαν και τίποτα δεν μπορούσε να τα αντικαταστήσει.
«Μια φορά το μήνα ερχόταν ένας εμποράκης από τ’ Άδανα, που κουβαλούσε πάνω του όλη του την πραμάτεια: ψεύτικα σταυρουδάκια, καδενίτσες, δαχτυλιδάκια, βίους Αγίων, σφυρίχτρες, τόπια κι ένα σωρό μικροπράγματα από κείνα που ξετρελαίνουν τα παιδιά. Διαλαλούσε το εμπόρευμά του κι ύστερα κατέληγε: Έχω και παραμύθια. Ο κουτσός, ο στραβός, ο κασίδης κι η κακιά πεθερά. Μετά γύριζε και ψιθύριζε στη μαρίδα που τον είχε πάρει από πίσω: Έχω και φωτογραφίες για το… για τη σεξουαλική τους μόρφωση τέλος πάντων. Βρε τι έπαθα να μην μπορώ να το πω μπροστά σε κυρίες!»
*Κείμενο της Ιώς Μαρμαρινού, που έφερε τον τίτλο «Ο Κοσμάς Πολίτης των θλίψεων» και είχε συμπεριληφθεί στο τεύχος 87 του περιοδικού «Η Λέξη» (Σεπτέμβριος 1989).
Ο Κοσμάς Πολίτης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Παρασκευά/Πάρη Ταβελούδη), ένας από τους πλέον αξιόλογους πεζογράφους της περίφημης Γενιάς του ’30, απεβίωσε στις 23 Φεβρουαρίου 1974, σε ηλικία 86 ετών.
Ομαδική φωτογραφία λογοτεχνών της Γενιάς του ’30 (όρθιοι από αριστερά οι Θ. Πετσάλης, Η. Βενέζης, Ο. Ελύτης, Γ. Σεφέρης, Α. Καραντώνης, Στ. Ξεφλούδας και Γ. Θεοτοκάς· καθήμενοι οι Άγγ. Τερζάκης, Κ. Θ. Δημαράς, Γ. Κατσίμπαλης, Κ. Πολίτης και Ανδρ. Εμπειρίκος)
Η Ιώ Μαρμαρινού, φιλόλογος ειδικευμένη στη βιβλιοθηκονομία, με αξιόλογο μεταφραστικό έργο, συνέγραψε δύο βιβλία για τον Κοσμά Πολίτη: «Κοσμάς Πολίτης – Ένας δανδής του πνεύματος» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια) και «Κοσμάς Πολίτης – Ένα πορτραίτο» (εκδόσεις Γαβριηλίδης).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις