Χρήστος Λαμπράκης: Δικτατορία και «ανεξαρτησία»
Οι Έλληνες μάχονται και θυσιάζονται για την ελευθερία τους όχι μόνον όταν ξένοι την επιβουλεύονται, αλλά και όταν οι ιδικοί τους την καταπατούν
- Αφαιρούν τα αντικλεπτικά και αρπάζουν τα ρούχα στα καταστήματα - Βίντεο ντοκουμέντο
- Σύλληψη Ικάρων έξω από την Αγία Σοφία – Ύψωσαν την ελληνική σημαία
- Συναγερμός στον ΕΟΔΥ για τον ιό mpox - 18 επιβεβαιωμένα κρούσματα στην Ελλάδα
- Χιονοθύελλα φέρνει χάος στα Βαλκάνια - Κροατία, Βοσνία, Σλοβενία δοκιμάζονται από την κακοκαιρία
Σε στιγμές αληθινά δύσκολες συμβαίνει να προσφεύγη ένα Έθνος σε λύσεις απελπισίας που συνήθως αποδεικνύονται, αλλά αφού παρέλθη πλέον ο χρόνος της μεταμελείας, άτυχες ή και ολέθριες. Τις απεγνωσμένες αυτές αποφάσεις προκαλούν άλλοτε κεραυνοβόλες εσωτερικές κρίσεις και άλλοτε πάλι η γενική κατάπτωση της πολιτικής ηγεσίας ενός τόπου, ο κλονισμός της εμπιστοσύνης της Κοινής Γνώμης προς αυτήν ή η έλλειψις κοινοβουλευτικής μορφής γενικής επιβολής. […]
Ενώ διαπιστώνεται γενικώς πως η τωρινή σύνθεσις των πολιτικών δυνάμεων του τόπου δεν υπόσχεται κανένα καλό, συγχρόνως δεν διαγράφεται καν μία προοπτική προσεχούς βελτιώσεως. Δεν είναι, επομένως, φυσικό να επηρεασθή από τις διαπιστώσεις αυτές και ο Ελληνικός Λαός; Δι’ αυτόν τον λόγο –και χωρίς ίσως να γίνωνται ακόμη απόλυτα συνειδητές σε όλους οι δυσκολίες που συναντούμε– επανέρχεται κατά διαστήματα ολοένα και πυκνότερα η σκέψις περί «ανωμάλων λύσεων».
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 22.10.1958, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Είναι άραγε σοβαρό να δίδη κανείς βαρύτητα σε τέτοιου είδους αόριστες και ανεδαφικές προφητείες και να ασχολήται μ’ αυτές; Νομίζομε ναι. Γιατί αν σε μίαν εποχήν ειρήνης και ευεξίας δεν αξίζει να παραχωρούμε την τιμή της συζητήσεως σε ανόητους λογισμούς, σε ημέρες κρίσεως και ανησυχίας πρέπει να το πράττωμε, γιατί υπάρχει πάντα ο φόβος να ριζώσουν, στις στιγμές αυτές, και οι πιο κίβδηλες σκέψεις. Ότι, άλλωστε, δεν είναι και τόσον αβάσιμες τέτοιες φήμες, το αποδεικνύει το γεγονός ότι δύο ή τρεις εκ των πολιτικών μας αρχηγών δημοσία διετύπωσαν την πρόβλεψη ότι θα οδηγηθούμε κάποτε σε ανορθοδόξους λύσεις.
Από τη στιγμή όμως που υπεύθυνες κοινοβουλευτικές προσωπικότητες αρχίζουν να αμφιβάλλουν για την επιβίωση του ελευθέρου κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, το θέμα λαμβάνει άλλες διαστάσεις. Γι’ αυτό χρειάζεται, νομίζομε, να αφαιρεθή εγκαίρως ΚΑΘΕ ΒΑΣΙΣ ΣΟΒΑΡΟΤΗΤΟΣ από τα γελοία αυτά σχέδια. Και εκείνο που θα τα καθιστούσε απαράδεκτα στην κοινή συνείδηση είναι ίσως το να αντιληφθούμε τι ακριβώς θα εσήμαινε για τον τόπο μας, και για το πολιτικό και εθνικό του μέλλον, η οιαδήποτε «ανώμαλος λύσις».
Τι θα εσήμαινε πράγματι για την Ελλάδα μια τέτοια κατάληξη; Εσωτερικώς η ανώμαλη λύσις της Δικατορίας θα ήταν η αρχή του τέλους. Διότι θα επετάχυνε ακόμη περισσότερο την ψυχική και ηθική κατάρρευση του λαού και του Ελληνικού Κράτους, από της στιγμής ιδίως που θα επεβάλλετο μόνο και μόνο για να παρεμποδίση μίαν έκφραση αγανακτήσεως της Κοινής Γνώμης ή και για να απομακρύνη τον κίνδυνο της κομμουνιστικής διογκώσεως. Κάθε δικτατορία είναι ολεθρία για την Ελλάδα. Πολύ περισσότερον όμως η αρνητική αυτή μορφή δικτατορίας, που δεν θα είχε καν την επίφαση μιας δημιουργικής ανανεώσεως των εθνικών δυνάμεων, αλλά θα ήταν μία παράτασις του ιδίου καθεστώτος των πραγμάτων που την προεκάλεσε. […]
Δεν χρειάζεται πάντως και μεγάλη φαντασία για να διακρίνη κανείς τα επακόλουθα μιας Δικτατορίας εις την Ελλάδα: Το πρώτο απ’ αυτά θα ήταν ένας οξύς και ασίγαστος ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ, όμοιον του οποίου δεν εγνώρισε ποτέ η χώρα μας. Με το μέρος του Δικτάτορος θα ετοποθετούντο οι ιδιοτελείς και οι αγωνιζόμενοι να διατηρήσουν τα προνόμιά των. Εναντίον θα ετοποθετούντο αυτομάτως όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες, ανεξαρτήτως πολιτικής ή ιδεολογικής θέσεως, δεξιοί και αριστεροί, εις ένα κοινό μέτωπο, του οποίου πρώτος αντικειμενικός σκοπός θα ήταν η αποκατάσταση των λαϊκών ελευθεριών. Αλλ’ επειδή και το κρατούν καθεστώς θα διέθετε υλική δύναμη, θα εφθάναμε πιθανώς εις έναν αιματηρόν εμφύλιο πόλεμο που θα έθετεν εις κίνδυνον και αυτήν ίσως την ΕΔΑΦΙΚΗΝ ΜΑΣ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ.
Ας μη παραγνωρίζωμε, λοιπόν, την ψυχολογία του Ελληνικού Λαού, ούτε το βάθος της Ελληνικής Ιστορίας: Οι Έλληνες μάχονται και θυσιάζονται για την ελευθερία τους όχι μόνον όταν ξένοι την επιβουλεύονται, αλλά και όταν οι ιδικοί τους την καταπατούν.
Θα είχε όμως και εξωτερικές επιπτώσεις και συνέπειες ο νέος αυτός διχασμός. Η μία μερίς θα εστηρίζετο μοιραίως εις την Δύση και η άλλη εις την Ανατολή. Και εις το τέλος τι θα συνέβαινε; Ή θα εγίνετο δορυφόρος της Μόσχας η Ελλάς ή θα υπετάσσετο σε μία ξένην ολιγαρχία υπηρετούσα την Δύση και θα έχανε την ουσιαστική της αυτοτέλεια. Γιατί, φυσικά, δεν συζητούμε περί δυνατοτήτων ανεξαρτησίας της Ελλάδος εκτός του ΝΑΤΟ. Η ανεξαρτησία στον σημερινό κόσμο είναι μία ΟΥΤΟΠΙΑ ΠΟΥ ΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ ακριβά, για κράτη μικρά και απροετοίμαστα σαν την Ελλάδα. Όσοι επικαλούνται το προηγούμενο του Νάσερ ή του Τίτο συγχέουν πάλι ανόμοια πράγματα. Εμείς έχομεν ιδιότυπη γεωγραφική θέση όσον και ιδιόρρυθμα προβλήματα. Δεν είμεθα αρκετά ισχυροί στρατιωτικώς για να καταστήσωμε μόνοι μας σεβαστή την ενδεχόμενην ουδετερότητά μας. Ούτε και για να εμποδίσωμε τους βορείους γείτονές μας από του να κατέβουν εις τα θερμά νερά της Μεσογείου. Και έχομε απέναντί μας την Αγγλίαν έτοιμη, λόγω της Κυπριακής εμπλοκής, να μας εξουθενώση ολοκληρωτικά. Μην αποκλείωμε ότι εις το τέλος αυτής της τραγωδίας της «ανεξαρτησίας» θα εβλέπαμεν ίσως μεγάλους και μεσαίους να μας διαμελίζουν και να μας παίρνουν ένα-ένα ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΜΑΣ, ίσως και άλλα εδάφη μας.
Είναι τόσον αυτονόητο το συμφέρον της ασφαλείας μας να εμμείνωμε στις Δυτικές μας Συμμαχίες –εφόσον δεν αποφασίσωμε να γίνωμε, καθαρά, δορυφόρος της Μόσχας– ώστε απορεί κανείς πώς συζητείται σοβαρά η έξοδός μας από τον Ατλαντικό Συνασπισμό. Οι Άγγλοι, ως γνωστόν, δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να γίνη η Ελλάς μέλος του ΝΑΤΟ και κατέβαλαν τότε άπειρες προσπάθειες για να ματαιώσουν την εισδοχή μας. Αν σήμερα φύγωμε οικειοθελώς, δεν θα κάνωμε τίποτε άλλο από το να παίξωμε το παιγνίδι των Άγγλων και των Τούρκων, που μας σπρώχνουν παντοιοτρόπως εις έξοδον εκ της Συμμαχίας. […] Και η οικονομική ακόμη βοήθεια προς την Ελλάδα εξαρτάται από την τοποθέτησή της εις την Δύση – εκτός βεβαίως αν γίνη γενικός χρηματοδότης η Μόσχα, οπότε θα πρέπει να δεχθούμε και τους πολιτικούς της όρους με όλα τους τα επακόλουθα.
Όσον αφορά την καθαρώς στρατιωτική πλευρά του ζητήματος περιττεύει να μπούμε σε λεπτομερείς εικασίες και υποθέσεις. Ένα μόνο γεγονός αρκεί: Η ταχύτης με την οποίαν τα πολεμικά όπλα παλιώνουν και αντικαθίστανται είναι τέτοια, ώστε, αν ευρισκόμεθα ξαφνικά πολιτικώς αληθινά απομονωμένοι από τον έναν ή τον άλλον Συνασπισμόν, ο ίδιος ο στρατός μας δεν θα ήταν εις θέσιν να λάβη μέρος, μετά παρέλευσιν ολίγου χρόνου, σε μίαν ενδεχόμενη σύρραξη. Ενώ οι Τούρκοι από την μία πλευρά και οι Βούλγαροι από την άλλην θα έστεκαν από πάνω μας, πάνοπλοι, εκσυγχρονισμένοι…
Αντί, λοιπόν, να οραματιζώμεθα «ανωμάλους λύσεις», χρησιμώτερο θα ήταν η πολιτική μας ηγεσία να βρη το θάρρος να προβή εις μίαν ευρεία και καλόπιστη συζήτηση περί της θέσεώς μας εις την Δύση· και επειδή τα επιχειρήματα υπέρ της παραμονής μας είναι συντριπτικά, πιστεύομεν ότι ο Ελληνικός Λαός εις την μεγίστην του πλειοψηφίαν θα ενέκρινε την πολιτική της παραμονής. Δεν είναι μόνον οι στρατηγικές απόψεις τις οποίες εξέθεσαν ήδη αρμοδιώτατοι στρατιωτικοί παράγοντες και εμπειροτέχναι, οι οποίες συνηγορούν υπέρ της παραμονής μας εις τον Δυτικόν αμυντικόν οργανισμόν. Είναι και άλλες πολιτικές, οικονομικές και εδαφικές, οι οποίες δεν υπολείπονται σε σημασίαν από εκείνες. Εις την πολιτικήν ηγεσίαν εναπόκειται, λοιπόν, να καταστήση πανελλήνιο συνείδηση αυτήν την ανάγκην, με ΘΕΤΙΚΑ και όχι αρνητικά επιχειρήματα.
Γι’ αυτά όλα προέχουν δύο πράγματα: Να καταπολεμήσωμε πρώτον την δημιουργηθείσα φοβίαν εκ της διογκώσεως της δυνάμεως της Αριστεράς και, αφού πείσωμεν τους εαυτούς μας, να πείσωμεν εν συνεχεία και τον Ελληνικόν Λαόν ότι η ομαλή κοινοβουλευτική εξέλιξις των πολιτικών μας πραγμάτων δεν είναι απλώς η καλυτέρα λύσις, αλλά είναι και η μόνη δυνατή, αρκεί βεβαίως να δημιουργήσωμεν από τώρα στερεάς προϋποθέσεις για την ομαλήν εξέλιξη.
*Άρθρο του Χρήστου Δ. Λαμπράκη, που έφερε τον τίτλο «Ένας κίνδυνος και μια ουτοπία» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 22 Οκτωβρίου 1958.
Ο Χρήστος Λαμπράκης, πρόεδρος και ιθύνων νους του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη επί σειράν δεκαετιών, γεννήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 1934 και απεβίωσε στις 21 Δεκεμβρίου 2009.
Από πλευράς μου, μία και μόνο επισήμανση, με απόλυτο σεβασμό στη μνήμη του εκλιπόντος: τα όσα αναφέρει στο ανωτέρω άρθρο η κορυφαία αυτή προσωπικότητα του ελληνικού Τύπου, απόψεις βασισμένες στο ρεαλισμό και στην ορθοφροσύνη, ήταν κατ’ ουσίαν όσα πρέσβευε κατά μείζονα λόγο ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο ηγέτης της παράταξης την οποία ο Λαμπράκης και το συγκρότημά του διαχρονικά αντιστρατεύονταν.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις