Το Ισραήλ αντιμέτωπο με την πολιτική κρίση την ώρα που κλιμακώνεται η ένταση στη Δυτική Όχθη
Η αναθεώρηση του δικαστικού συστήματος ωθεί το Ισραήλ σε μια βαθιά πολιτική κρίση. Την ίδια ώρα κλιμακώνεται η ένταση στη Δυτική Όχθη.
Το Ισραήλ είναι μια χώρα που από διάφορες πλευρές προβάλλεται ως πρότυπο. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ πλέον συγκρίνεται με αυτό της Γαλλίας και της Ιταλίας σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης. Ο ρυθμός αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτό όλων των γειτονικών κρατών. Τις δυο τελευταίες δεκαετίες τα κέντρα έρευνας και ανάπτυξης μεγάλων πολυεθνικών εταιριών στο Ισραήλ αυξήθηκαν κατακόρυφα. Έχει γίνει το «έθνος των start-up» προσελκύοντας δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια επενδύσεων σε αυτές. Και βέβαια παρουσιαζόταν ως μια χώρα με κανονικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς, σε μια περιοχή όπου κυριαρχούσαν αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης.
Βεβαίως, για να διαμορφωθεί αυτή η εικόνα πρέπει να τεθεί σε παρένθεση η πραγματικότητα της κατοχής (παράνομης κατά τον ΟΗΕ) της Δυτικής Όχθης και όλη η ανοιχτή πληγή του Παλαιστινιακό.
Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα ακόμη και η εικόνα ότι εντός των ορίων του ίδιου του κράτους του Ισραήλ έχουμε ένα παράδειγμα δημοκρατίας, περνάει κρίση εξαιτίας της προσπάθειας της κυβέρνησης Νετανιάχου να δρομολογήσει μια μεγάλη αλλαγή στο δικαστικό σώμα.
Το συνταγματικό πρόβλημα του Ισραήλ
Το Ισραήλ δεν έχει ένα γραπτό σύνταγμα, κυρίως εξαιτίας της δυσκολίας στα πρώτα βήματά του να υπάρξει συναίνεση γύρω από τις βασικές αρχές του. Τη «συνταγματική τάξη» του Ισραήλ αποτελούν μια σειρά από «βασικούς νόμους», που μπορούν να αλλάξουν με ενισχυμένη πλειοψηφία στη Βουλή.
Αυτό έδωσε μεγάλη ισχύ στη Βουλή, την Κνεσέτ, που αποτελείται από 120 βουλευτές, που εκλέγονται με αναλογικό σύστημα, με όλη τη χώρα να αντιμετωπίζεται ως μία περιφέρεια και με λίστες. Η απουσία συντάγματος σήμαινε ότι η Κνεσέτ ήταν ταυτόχρονα νομοθετικό σώμα και συντακτική συνέλευση (όταν ψήφιζε «βασικό νόμο»).
Σταδιακά, και ιδίως από τη δεκαετία του 1990 και μετά, θεωρήθηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο μπορούσε να ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων.
Όμως, η σημερινή κυβέρνηση του Ισραήλ, η πιο δεξιά ίσως στην ιστορία του, θεωρεί ότι αυτό σημαίνει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο διεκδικεί μεγαλύτερη εξουσία από όση του αναλογεί και ότι δεν μπορούν οι πολίτες να ψηφίζουν μια Βουλή, αυτή να ψηφίζει νόμους και το δικαστήριο να τους ακυρώνει.
Η προτεινόμενη μεταρρύθμιση
Σε αυτό το φόντο η προτεινόμενη μεταρρύθμιση, που έχει πάρει μια πρώτη έγκριση στη Βουλή, αφενός δίνει τη δυνατότητα στη Βουλή να ανατρέπει αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου με απλή πλειοψηφία, αφετέρου αλλάζει τη σύνθεση της επιτροπής που επιλέγει του δικαστές, έτσι ώστε την πλειοψηφία να έχουν οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης και της Βουλής αντί των σημερινών αναλογιών που απαιτούν μια συναίνεση ανάμεσα σε δικαστικούς, νομικούς και πολιτικούς. Και αυτή η πρόταση έχει κατηγορηθεί ότι αποτελεί μια παρέμβαση στη δικαιοσύνη σε μια χώρα όπου ο νυν πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου, είχε βρεθεί στο στόχαστρο δικαστικών ερευνών και διώξεων.
Οι λόγοι που αυτή η κυβέρνηση προωθεί αυτή τη μεταρρύθμιση έχουν να κάνουν και με τη σύνθεσή της. Για παράδειγμα τα «υπερορθόδοξα» κόμματα θέλουν την εύκολη απόρριψη αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου από τη Βουλή, γιατί για παράδειγμα αυτό θα επιτρέψει να ανατραπούν αποφάσεις που καθιστούν στο όνομα της ισότητας υποχρεωτική τη στράτευση στα 18, συμπεριλαμβάνων όσων σπουδάζουν σε μια γιεσίβα. Αντίστοιχα, η εθνικιστική ακροδεξιά θέλει να ακυρώσει τη δυνατότητα του δικαστήριο να χαρακτηρίζει παράνομους ορισμένους εποικισμούς στα Κατεχόμενα.
Ο Νετανιάχου χρειάζεται αυτούς τους πολιτικούς συμμάχους για να μπορέσει να παραμείνει στην εξουσία. Βεβαίως, την ίδια στιγμή έχει ζητήσει από τους επικεφαλείς των υπηρεσιών ασφαλείας, να πιέσουν τους κυβερνητικούς εταίρους του να μην ακολουθήσουν πολιτικές που τις θεωρεί επικίνδυνους, ιδίως υπουργούς όπως τον Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, που προέρχεται από ένα ακροδεξιό πολιτικό ρεύμα που στο παρελθόν είχε κατηγορηθεί για τρομοκρατία.
Η κρίση βαθαίνει
Σε μια κοινωνία ήδη κατακερματισμένη – στοιχείο που αντανακλάται και στον κατακερματισμό των κομμάτων, η αναθεώρηση του δικαστικού συστήματος επέτεινε ένα αίσθημα κρίσης και επικείμενης αυταρχικής μετατόπισης και διαμόρφωσε ένα κοινό σημείο αναφοράς ευρύτερων κομματιών.
Την ίδια ώρα πέραν των μεγάλων διαδηλώσεων, η αντιπαράθεση πήρε και χαρακτηριστικά πολιτικής κρίσης, όπως αποτυπώθηκε στο γεγονός ότι ακόμη και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει τοποθετηθεί αρνητικά για τη μεταρρύθμιση. Δεν είναι τυχαίο ότι ανησυχία έχουν εκφράσει ακόμη και οι επικεφαλείς των υπηρεσιών ασφαλείας.
Υπάρχει επίσης το ενδεχόμενο μιας θεσμικής κρίσης. Θεωρείται πολύ πιθανό όταν ολοκληρωθεί η ψήφιση του νόμου να υπάρξουν προσφυγές εναντίον του στο Ανώτατο Δικαστήριο για να κριθεί αντισυνταγματικός. Όμως, η κυβέρνηση θα επικαλεστεί τον ίδιο το νόμο για να παρακάμψει τυχόν τέτοια απόφαση, γεννώντας το πρόβλημα ποια νομοθεσία θα κληθούν να εφαρμόσουν οι αρχές.
Η νέα κλιμάκωση της βίας στη Δυτική Όχθη
Η νέα κυβέρνηση έχει μια ιδιαίτερα σκληρή γραμμή για το Παλαιστινιακό. Επιμένει στην επέκταση των εποικισμών – αυτός είναι ένας λόγος που θέλει να «απαλλαγεί» από την παρέμβαση του Ανώτατου Δικαστηρίου – και ουσιαστικά στη συνέχιση και επιδείνωση της σημερινής κατάστασης. Ήδη, άλλωστε, οι κυβερνητικοί εταίροι του, όπως ο Μπεν-Γκβιρ έχουν προχωρήσει σε «προκλητικές» ενέργειες όπως π.χ. την επίσκεψη στο σύμπλεγμα του Τεμένους Αλ-Ακσά στην Ιερουσαλήμ. Και μπορεί να συμφώνησε ο Νετανιάχου, κατά την πρόσφατη συνάντηση του με τον Άντονι Μπλίνκεν να περιορίσει κάπως την επικοιστική δραστηριότητα και τις εξώσεις Παλαιστινίων και κατεδαφίσεις σπιτιών στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, όμως, δεν υπάρχει ζήτημα συνολικής αλλαγής πολιτικής.
Την ίδια στιγμή φαίνεται ότι και από την πλευρά των Παλαιστινίων υπάρχει μια νέα μαχητικότητα ύστερα από δεκαετίες κατοχής που συνδυάζονται με στασιμότητα ως προς μια προοπτική λύσης. Αυτό αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι φαίνεται να υπάρχει μια νέα στροφή προς την ένοπλη δράση ή σε επιλογές βίαιης αντίδρασης, συχνά και ως απογοήτευση απέναντι στην αδυναμία της Παλαιστινιακής Αρχής να υψώσει αποτελεσματική αντίσταση. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε ολοένα και πιο βίαιες αντιδράσεις από τη μεριά των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων και μια κλιμάκωση της βίας στη Δυτική Όχθη.
Το τελευταίο παράδειγμα ήταν η επιχείρηση των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων στην Ναμπλούς για τη σύλληψη τριών ενόπλων Παλαιστινίων, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο εκτός των τριών ενόπλων και άλλων επτά κατοίκων. Η επιχείρηση ήταν μεγάλη, η σύγκρουση κράτησε ώρες και ήρθε λίγες μέρες αφότου ο Νετανιάχου είχε δεσμευτεί απέναντι στον αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν ότι θα περιοριστούν οι επιχειρήσεις των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων εντός περιοχών που είναι τυπικά υπό τον έλεγχο της Παλαιστινιακής αρχής. Σε απάντηση η Χαμάς θα ρίξει έξι ρουκέτες προς το νότιο Ισραήλ και οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις θα βομβαρδίσουν στόχους στη Λωρίδα της Γάζας.
- Ο Μπαρτζώκας αποθέωσε τον Φουρνιέ: «Είναι παικταράς, τι άλλο να πω!»
- Βίκτορ Όρμπαν: Η εποχή της Δύσης τελείωσε, ξημερώνει η εποχή της Ευρασίας
- Κόρινθος: Αυτοκίνητο τυλίχθηκε στις φλόγες στην παλαιά εθνική οδό
- Φουρνιέ: «Μου αρέσει πολύ εδώ, απολαμβάνω να παίζω γι’ αυτόν τον κόσμο»
- Γιάφκα στο Παγκράτι: Ο «αόρατος» φιλόλογος από τον Βύρωνα και οι «παλιοί γνώριμοι» επισκέπτες της αποθήκης
- «Δεν έχουμε ξαναδεί κάτι τέτοιο» – Μαρτυρίες από την περιοχή που χτύπησε το νέο όπλο του Πούτιν [video]