Κώστας Βουτσάς: Τα δύσκολα παιδικά χρόνια και η φορά που πλήρωσε πόρνη για να παραστήσει τη μάνα του
Με τον παιχνιδιάρικo χαρακτήρα του, την ανάλαφρη διάθεσή του, το πληθωρικό και μπριόζικο παίξιμό του, ο Κώστας Βουτσάς δημιούργησε ένα ιδιαίτερο τύπο κωμικού ηθοποιού, που αποτελεί εγγύηση γέλιου και αγαπήθηκε από το ελληνικό κοινό
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Πώς διαμορφώνονται οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
- Χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια για τον σκύλο και τη γάτα μας – Εύγευστες συνταγές
- Ο Τραμπ διορίζει τον παραγωγό του «Apprentice», ως ειδικό απεσταλμένο στη Μεγάλη Βρετανία
Ο τελευταίος των μεγάλων. Ένας άνθρωπος που μέχρι τα τελευταία του λεπτά μοίραζε θετική ενέργεια σε όσους βρίσκονταν γύρω του και αποτελούσε την χαρά της ζωής. Ένας ηθοποιός που έπαιζε σαν έφηβος ως τα 88 του χρόνια.
Ο ανεπανάληπτος Κώστας Βουτσάς έφυγε από τη ζωή πριν από τρία χρόνια σκορπώντας θλίψη στην χώρα μας, όμως άφησε παρακαταθήκη τις ταινίες του και κυρίως τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε την ίδια τη ζωή.
Στις 7 Φεβρουαρίου 2020 εισήχθη εσπευσμένα στη ΜΕΘ με καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια και λοίμωξη του αναπνευστικού. Απεβίωσε τα ξημερώματα της 26ης Φεβρουαρίου 2020, έπειτα από 19 ημέρες νοσηλείας και σε ηλικία 88 ετών.
Λίγες μέρες πριν εισέλθει στο νοσοκομείο συμμετείχε σε θεατρική παράσταση. Κηδεύτηκε στις 28 Φεβρουαρίου στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών. Από την προηγούμενη ημέρα η σορός του είχε τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα.
Με τον παιχνιδιάρικo χαρακτήρα του, την ανάλαφρη διάθεσή του, το πληθωρικό και μπριόζικο παίξιμό του, ο Κώστας Βουτσάς δημιούργησε ένα ιδιαίτερο τύπο κωμικού ηθοποιού, που αποτελεί εγγύηση γέλιου και αγαπήθηκε από το ελληνικό κοινό. Είναι ένα από τα σύμβολα της χρυσής εποχής του εμπορικού κινηματογράφου, αλλά ανέδειξε το υποκριτικό του ταλέντο και σε πιο απαιτητικούς ρόλους στον κινηματογράφο και το θέατρο.
Τα δύσκολα παιδιά χρόνια
Ο Κώστας Βουτσάς γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1931 στην Αθήνα (Βύρωνας) από προσφυγική οικογένεια και μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων του πατέρα του.
Το επώνυμο της οικογένειάς του ήταν Σαββόπουλος, επικράτησε όμως το Βουτσάς λόγω της επαγγελματικής ιδιότητας του παππού του (βουτσάς= αυτός που κατασκευάζει βουτσιά, δηλαδή βαρέλια). Όταν ξεκίνησε την καριέρα του, τού είχε προτείνει θιασάρχης να το αλλάξει σε «Βέσελης», αλλά εκείνος αρνήθηκε.
Πολύ φτωχή η οικογένεια Σαββόπουλου τόσο που δεν είχε καν σπίτι, αλλά έμενε σε μαγαζί, έχοντας καλύψει τη βιτρίνα για να μένουν μακριά από τα αδιάκριτα μάτια των περαστικών. Η πείνα μπόλικη: «Τρώγαμε στραγάλια και νερό για να πρηστεί η κοιλιά μας», είχε πει ο ίδιος. Από μικρή ηλικία, μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη. Κάπως καλυτέρεψαν τα πράγματα, όχι τόσο όμως, ώστε να μην χρειάζεται να δουλέψει από πιτσιρίκος και αυτός. Βλέπετε, ο πατέρας του, οδοποιός στο επάγγελμα στην εταιρεία ασφαλτοστρώσεων ΒΙΟ.
Από μικρός είχε το σαράκι του ηθοποιού και μεγαλώνοντας γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου Θεσσαλονίκης. Στην Θεσσαλονίκη έκανε και τις πρώτες του θεατρικές εμφανίσεις με τοπικούς και στην συνέχεια με περιοδεύοντες θιάσους. Στον κινηματογράφο ντεμπουτάρισε το 1953 στην κωμωδία του Γιώργου Λαζαρίδη «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται».
«Ο πατέρας μου είχε αρρωστήσει από φυματίωση. Τον είχαν πάει στο Ασβεστοχώρι, στο σανατόριο και τον είχαν εγκαταστήσει μέσα σε στάβλο. Καθημερινά πηγαίναμε από τη Θεσσαλονίκη στο Ασβεστοχώρι με τα πόδια και καθαρίζαμε το στάβλο, που βρωμούσε κοπριά, για να μένει μέσα ο πατέρας μου σε ανθρώπινες συνθήκες. Ανεβαίναμε και κατεβαίναμε το βουνό του Σέιχ Σου, επιλέγοντας να πάρουμε ένα κομματάκι βούτυρο από το να δώσουμε τα ελάχιστα λεφτά που είχαμε στο λεωφορείο» θα πει ο ίδιος.
«Κάποια στιγμή ο πατέρας μου κατάφερε και βρήκε δουλειά ως εργοδηγός στην εταιρεία ασφαλτοστρώσεων ΒΙΟ κι έτσι μετακομίσαμε οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη. Ούτε κι εκεί, όμως, τα πράγματα ήταν εύκολα. Βλέπεις, ο πατέρας μου ήταν κομμουνιστής –κανονικός, παλαιάς κοπής, όχι μουσαντένιος. Από εκείνους που δεν υποθήκευαν τα στρέμματα της καρδιάς τους και τα «πιστεύω» τους σε κανέναν. Γι’ αυτό και κυνηγήθηκε λυσσασμένα. Μου πήρε χρόνια να κλείσω αυτές τις πληγές, να αφήσω πίσω μου το φόβο ότι από στιγμή σε στιγμή μπορεί να τον σέρνουν δεξιά και αριστερά και να τον χτυπούν» έχει διηγηθεί.
Τα τσιγάρα και ο τσιλιαδόρος
Με τον πατέρα του μονίμως κυνηγημένο και την μητέρα του να δυσκολεύεται να τα φέρνει βόλτα αναγκάστηκε να βγει στο μεροκάματο. Κρέμασε λοιπόν ένα κασελάκι στο λαιμό του και πουλούσε τσιγάρα στο στρατόπεδο του «Παύλου Μελά», εκεί που κρατούσαν οι Γερμανοί τους Άγγλους αιχμαλώτους, για να συνεισφέρει και αυτός στο σπίτι, δίνοντας τα χρήματα στη μητέρα του. Η γερμανική κατοχή έκανε ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα, ωστόσο εκεί λειτούργησε η ευστροφία και η καπατσοσύνη του. Αντάλλασσε τσιγάρα με τους Άγγλους αιχμαλώτους. Τους έδινε 100 τσιγάρα κακής ποιότητας (Στούκας) και αυτοί του έδιναν τα διάσημα δικά τους. Λιγότερα μεν, αλλά τα πουλούσε στους πλούσιους και στους έχοντες, στο χρηματιστήριο που βρισκόταν τότε Βαλαωρίτου και Ίωνος Δραγούμη.
Η δεύτερη δουλειά του, ήταν αβανταδόρος σε… παπατατζήδες. Κρατούσε τσίλιες για να μην έρθει η αστυνομία, όσο παιζόταν το παιχνίδι «εδώ παπάς, εκεί παπάς, που είναι ο παπάς».
«Η δουλειά μου ήταν η εξής: Όταν γύριζε, δήθεν, να βήξει ο παπατζής, να τσαλακώνω τον «παπά» στην άκρη και να τον δείχνω στο «ψιμάρι», το κορόιδο κοινώς, που έπαιζε. Μόλις ο παπατζής ξαναγυρνούσε έπειτα από το ψεύτικο φτέρνισμα, συνέχιζε να γυρνάει τον «παπά», ξεδιπλώνοντας με το μικρό του δαχτυλάκι το φύλλο και «τσακίζοντας» κάποιο άλλο. Αν ήταν «μαέστρος» στη δουλειά, το κορόιδο την πατούσε πάντα. Κι εμείς βγάζαμε χαρτζιλίκι. Βέβαια, κάποια στιγμή τα παράτησα όλα αυτά, έπειτα από μια κουβέντα της μάνας μου. Τη θυμάμαι ακόμα σαν να ’ναι τώρα. «Παιδί μου, πρόσεχε τι κάνεις και πού μπλέκεις, γιατί αν μπεις φυλακή θα λένε όλοι ‘’Εμ, λογικό είναι από κομμουνιστή πατέρα να βγει αλήτης γιος”». Τα λόγια της έπεσαν σαν πέλεκυς στο κεφάλι μου. Δεν ήθελα κανείς να μας προσάψει τίποτα για όσα πιστεύαμε…» είχε διηγηθεί ο αγαπημένος ηθοποιός.
Όταν αναγκάστηκε να πληρώσει πόρνη για να παραστήσει τη μητέρα του
Μέσα σε όλα αυτά που έκανε προκειμένου να πάει χρήματα στο σπίτι για την οικογένειά του, ήταν να κλέβει τσεμπέρια από το εργοστάσιο ενός Αρμένη. Στη συνέχεια τα πουλούσε στον Βαρδάρη και έτσι εξασφάλιζε το χαρτζιλίκι του.
Όμως και εκεί δεν έλειπαν τα απρόοπτα και οι περιπέτειες. «Μια φορά, βέβαια, κάποιος μας «τσίμπησε» κοντά στο εργοστάσιο και μόλις κατάλαβε την κομπίνα, μου ζήτησε να πάω την επομένη με τη μάνα μου, αλλιώς θα μας αποκάλυπτε. Τι να κάνω κι εγώ, πήγα σε μια πόρνη στην Μπάρα και την πλήρωσα να παραστήσει τη μάνα μου, μπας και γλιτώσουμε. Όταν πεινάς, ή όταν είσαι σε κίνδυνο, μπορείς να σκαρφιστείς τα πάντα για να επιβιώσεις» είχε πει.
Η καριέρα ως ηθοποιός
Από μικρός είχε το σαράκι του ηθοποιού και μεγαλώνοντας γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου Θεσσαλονίκης. Στην Θεσσαλονίκη έκανε και τις πρώτες του θεατρικές εμφανίσεις με τοπικούς και στην συνέχεια με περιοδεύοντες θιάσους. Στον κινηματογράφο ντεμπουτάρισε το 1953 στην κωμωδία του Γιώργου Λαζαρίδη «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται».
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα SanSimera.gr, στα τέλη της δεκαετίας του ’ 50, εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, ύστερα από πρόταση της γνωστής πρωταγωνίστριας της εποχής Καλής Καλό για να εμφανιστεί μαζί της στο θέατρο «Περοκέ». Εκεί τον είδε ο Αλέκος Σακελλάριος και του έδωσε έναν μικρό ρόλο στην ταινία του « Η κυρά μας η μαμμή» (1958), που αποτέλεσε το διαβατήριο για την ένταξή του στην Φίνος Φιλμ.
Το 1961, είναι η χρονιά της καταξίωσης για τον Κώστα Βουτσά. Εμφανίστηκε σε δύο ταινίες της Φίνος Φιλμ, «Η Αλίκη στο Ναυτικό» του Αλέκου Σακελλάριου και «Ο Σκληρός Άνδρας», του Γιάννη Δαλιανίδη, ο οποίος του εμπιστεύτηκε ένα κωμικό ρόλο στην κατά τ’ άλλα επόμενη δραματική ταινία του «Ο Κατήφορος», που άρχισε να προβάλλεται στα τέλη της ίδιας χρονιάς. Η ταινία όχι μόνο έσπασε ταμεία, αλλά απογείωσε τις καριέρες των πρωταγωνιστών της Ζωής Λάσκαρη, Νίκου Κούρκουλου και φυσικά του Κώστα Βουτσά, ενώ καθιέρωσε τον Γιάννη Δαλιανίδη ως ένα από τους εμπορικότερους σκηνοθέτες του ελληνικού κινηματογράφου.
Τα επόμενα χρόνια πρωταγωνίστησε σε αξέχαστες κωμωδίες, πραγματοποιώντας σπουδαίες ερμηνείες. Οι ατάκες του άφησαν εποχή («Έχω και κότερο πάμε μια βόλτα;», «Κααατίνα σαλααμάκι») και οι καρπαζιές του στον Αλέκο Τζανετάκο και τον Σωτήρη Τζεβελέκο δημιούργησαν σχολή. Κάποιοι από τους ρόλους του, που μένουν αξέχαστοι είναι ο μικροαστός στο «Ανθρωπάκι», ο νιόπαντρος στη «Νύχτα Γάμου», ο τεμπέλης γιος στη «Χαρτοπαίχτρα», ο λαϊκός ποδοσφαιριστής στο «Μια Κυρία στα Μπουζούκια», ο μικροαπατεώνας στον «Γόη», ο γιαλαντζί Άραβας στο «Ξυπόλητος Πρίγκηψ» και ο Ράμογλου με το κότερο, στο «Κορίτσια για Φίλημα». Στα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, άφησε τη σφραγίδα του σε δύο τραγούδια, το «Φσσστ, μπόινγκ!» («Κάτι να καίει») και το «Αψού, γείτσες!» ( «Κορίτσια για φίλημα»).
Θέατρο, τηλεόραση και βιντεοταινίες
Την δεκαετία του ’80 έπαιξε σε βιντεοταινίες, αλλά πέρασε και στην αντίπερα όχθη του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, όπως και ο Θανάσης Βέγγος, ερμηνεύοντας πιο απαιτητικούς ρόλους σε ταινίες του σκηνοθέτη Βασίλη Βαφέα. Ξεχωρίζει ο ρόλος του μικροαστού λογιστή στην κοινωνική ταινία του Βαφέα «Ο Έρωτας του Οδυσσέα», για την οποίον τιμήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης το 1984. Η ταινία εκπροσώπησε την Ελλάδα στο «Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών» του Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών το 1985 και ένα χρόνο αργότερα μεταδόθηκε ως μίνι σειρά από την ΕΡΤ.
Στην τηλεόραση πρωτοεμφανίστηκε το 1973 με την σειρά του Κώστα Πρετεντέρη «Ονειροπαρμένος» (ΕΡΤ), που ήταν μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες εκείνων των χρόνων.Συνέχισε με δημοφιλείς σειρές, όπως «Το Ημερολόγιο ενός Θυρωρού» (ΥΕΝΕΔ, 1979), και «Ο Ανδροκλής και τα Λιοντάρια του» (ΕΡΤ, 1985).
Παράλληλα, ξεδίπλωσε το κωμικό του ταλέντο σε όλα τα είδη του θεάτρου – πρόζα, επιθεώρηση, μιούζικαλ. Ενδεικτικά, έπαιξε σε κωμωδίες του Νίκου Τσιφόρου («Αγάπη μου Παλιόγρια», που γυρίστηκε και επιτυχημένη ταινία με τον ίδιο και την Ξένια Καλογεροπούλου, «Οι Απάνω και οι Κάτω»), του Κώστα Πρετεντέρη (« Ο νονός μου ο διάβολος», «Ο καπετάν Κώστας στο Πόρτο-Λιμπερτά») του Ασημάκη Γιαλαμά (Μπαμπά, ποιός είναι ο μπαμπάς μου;»), αλλά σε έργα των Μολιέρου «Ο Αρχοντοχωριάτης» και Ντάριο Φο («Όποιος κλέβει ένα πόδι κερδίζει στην αγάπη»). Ο Κώστας Βουτσάς έπαιξε, επίσης, σε κωμωδίες του Αριστοφάνη («Θεσμοφοριάζουσες», «Σφήκες», «Όρνιθες») με μεγάλη επιτυχία και με κοσμοσυρροή στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.
«Έχει παντρευτεί τέσσερις φορές»
Λάτρης του ωραίου φύλου ο Κώστας Βουτσάς είχε νυμφευτεί τέσσερις φορές. Ο πρώτος του γάμος ήταν με την ηθοποιό και χορεύτρια Έρρικα Μπρόγιερ, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Σάντρα.
Ακολούθησε ένας δεύτερος γάμος με την επιχειρηματία Θεανώ Παπασπύρου, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, την Θεοδώρα και την Νικολέτα, ένας τρίτος με την ηθοποιό Εύη Καραγιάννη και τέλος ο τέταρτος με την κατά 39 χρόνια μικρότερή του ηθοποιό Αλίκη Κατσαβού με την οποία έχει αποκτήσει ένα γιο, τον Φοίβο.
Θετός γιος του είναι ο ηθοποιός Άνθιμος Ανανιάδης, γιος της Εύης Καραγιάννη από προηγούμενο γάμο της.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις