Τα τελευταία χρόνια η πρόοδος της φαρμακευτικής και επεμβατικής θεραπείας έχει αναμφίβολα βελτιώσει την πρόγνωση των ασθενών με καρδιαγγειακά νοσήματα. Παρόλα αυτά τα καρδιαγγειακά νοσήματα συνεχίζουν να αποτελούν κύρια αιτία θνησιμότητας και νοσηρότητας τόσο στην Ευρώπη όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Υπολογίζεται ότι τα τρία χρόνια της πανδημίας πέθαναν 7 εκατομμύρια άτομα μετά από νόσηση με τον κορονοϊό, ενώ το αντίστοιχο διάστημα πέθαναν περίπου 60 εκατομμύρια άτομα. Άρα η αντιμετώπιση των καρδιαγγειακών νοσημάτων πρέπει να αποτελεί τον πρώτο στόχο σε όλα τα συστήματα υγείας.

Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να μειώσουμε περαιτέρω τις συνέπειες από τα καρδιαγγειακά νοσήματα είναι η λήψη προληπτικών μέτρων και κυρίως η πρωτογενής πρόληψη. Η λήψη δηλαδή μέτρων πρόληψης σε υγιή / ασυμπτωματικά άτομα, σε όσους δηλαδή δεν έχουν εκδηλώσει καρδιαγγειακή νόσο.

Για την πρωτογενή πρόληψη μπορούμε να παρέμβουμε οριζόντια στον γενικό πληθυσμό και να λάβουμε μέτρα που ευνοούν για παράδειγμα τη διακοπή του καπνίσματος, την υιοθέτηση υγιεινού τρόπου διατροφής (μεσογειακή δίαιτα), την αύξηση της σωματικής δραστηριότητας και τη μείωση της κατανάλωσης αλκοόλης. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε το σημαντικότατο ρόλο του περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής στην καρδιαγγειακή υγεία, γεγονός που επιβάλει να στοχεύσουμε σε μέτρα όπως τη μείωση της ατμοσφαιρικής μόλυνσης.

Σε επίπεδο πρωτογενούς πρόληψης σημαντικός είναι επίσης ο έλεγχος για την ύπαρξη καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου (αρτηριακή υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, σακχαρώδης διαβήτης, κάπνισμα, παχυσαρκία). Με βάση την ύπαρξη των ανωτέρων μεμονωμένων παραγόντων κινδύνου υπολογίζεται ο συνολικός καρδιαγγειακός κίνδυνος που διατρέχει κάθε άτομο για τα επόμενα χρόνια, δηλαδή πόσο πιθανό είναι να υποστεί ένα έμφραγμα του μυοκαρδίου, ένα αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ή να πεθάνει από καρδιαγγειακή νόσο. Ακολουθούν οι θεραπευτικές παρεμβάσεις για τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου, όπου αυτό απαιτείται, ώστε να εξασφαλιστεί η ελαχιστοποίηση των μελλοντικών καρδιαγγειακών επεισοδίων.

Ευκαιριακά ο έλεγχος για την ύπαρξη των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου γίνεται σε όσους προσέρχονται για παράδειγμα στα ιατρεία για κάποιον άλλο λόγο. Πράγματι ό έλεγχος αυτός συνιστάται καθώς μπορεί να βοηθήσει στην ανίχνευση ατόμων με καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου όπως η υπέρταση, η δυσλιπιδαιμία ή ο σακχαρώδης διαβήτης, οι οποίοι δεν το γνώριζαν. Όμως το καθαρό κλινικό όφελος των ευκαιριακών ελέγχων δεν είναι εύκολο να τεκμηριωθεί ιδιαίτερα όταν αφορά άτομα χωρίς άλλους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου.

Τα δομημένα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου αποτελούν την ενδεδειγμένη προσέγγιση πρωτογενούς πρόληψης και μείωσης των καρδιαγγειακών επεισοδίων. Αποτελούν προγράμματα που απευθύνονται συνολικά / οριζόντια στο γενικό πληθυσμό συνήθως ηλικίας άνω των 40 ετών χωρίς γνωστή καρδιαγγειακή νόσο ή σακχαρώδη διαβήτη. Ο στόχος των προγραμμάτων αυτών είναι να «αποκαλύψουν» παράγοντες κινδύνου όπως η υπέρταση ή η δυσλιπιδαιμία  ή ο σακχαρώδης διαβήτης σε άτομα που αγνοούσαν την ύπαρξη τους. Τέτοια προγράμματα μπορούν να εφαρμοστούν με απλές μετρήσεις της αρτηριακής πίεσης, της χοληστερόλης ορού και της γλυκόζης ορού – «του σακχάρου», του δείκτη μάζας σώματος (για την παχυσαρκία) σε όλο των ασυμπτωματικό πληθυσμό.

Πράγματι τέτοια προγράμματα είναι αποτελεσματικά αρχικά στην ανεύρεση και στη συνέχεια στη μείωση των παραγόντων κινδύνου με επακόλουθο όφελος για την  καρδιαγγειακή υγεία. Αν και το κόστος τέτοιων καθολικών προγραμμάτων μπορεί να είναι υψηλό τα αποτελέσματα τους μακροπρόθεσμα θα ωφελήσουν όχι μόνο τους ασθενείς αλλά και τα συστήματα υγείας. Επιπλέον, με αρκετά καλά αποτελέσματα μπορούν να περιοριστούν τέτοιου είδους προγράμματα σε υψηλού κινδύνου ομάδες ατόμων του πληθυσμού. Η εμπειρία της καλής λειτουργίας και εφαρμογής τέτοιων προγραμμάτων γενικού / οριζόντιου προσυμπτωματικού ελέγχου υπάρχει στη Αγγλία και βασίζεται στο εθνικό σύστημα υγείας. Από τη Δανία επίσης που εφαρμόζονται αντίστοιχες πρακτικές φαίνεται ότι μπορεί να μειωθεί σημαντικά ο καρδιαγγειακός κίνδυνος αλλά και τα καρδιαγγειακά συμβάντα ιδιαίτερα αν τα προγράμματα ελέγχου περιλαμβάνουν και ασυμπτωματικό έλεγχο περιφερικής αρτηριοπάθειας και ανευρυσμάτων κοιλιακής αορτής. Φαίνεται μάλιστα από τα δεδομένα της Νέας Ζηλανδίας ότι όσοι ξεκινούν φαρμακευτική αγωγή με βάση τέτοια προγράμματα συμμορφώνονται μακροπρόθεσμα με ικανοποιητικά αποτελέσματα.

Προς το στόχο της βελτίωσης της υγείας συνολικά και ειδικότερα της καρδιαγγειακής υγείας στο σύνολο του πληθυσμού τα προγράμματα οριζόντιου προσυμπτωματικού ελέγχου αποτελούν μία δοκιμασμένη στρατηγική με μετρήσιμο όφελος τόσο για τον πληθυσμό όσο και για τα συστήματα υγείας.

Γεράσιμος Σιάσος, Πρόεδρος Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ

Καθηγητής Καρδιολογίας, ΄Γ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, ΓΝΝΘΑ «Η ΣΩΤΗΡΙΑ»

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ