«Πάρε με όταν φτάσεις»: Η φράση – μαχαιριά στην καρδιά μας
Οι γονείς των παιδιών στα Τέμπη περιμένουν να τους πάρουν τηλέφωνο: «Είμαι καλά, έφτασα, έλα να με πάρεις». Δεν θα το ακούσουν ποτέ πια
- Κίνα: Αυτοκίνητο έπεσε επάνω σε πλήθος έξω από δημοτικό σχολείο – Τουλάχιστον 10 τραυματίες
- Θα «σπάσει» η Ελλάδα το καλούπι του δεξιού λαϊκισμού στην ΕΕ;
- Η υπερθέρμανση του πλανήτη κοστίζει ζωές - Για πρώτη φορά επιστήμονες υπολογίζουν τους θανάτους
- Το ΠΑΣΟΚ πολιορκεί το κέντρο που «χάνει» η ΝΔ και τη βαφτίζει «γαλάζιο ΣΥΡΙΖΑ»
Μια προσωπική ιστορία αρχικά: Τη Δευτέρα το πρωί πήγα τον γιο μου, 17 χρονών παιδί, στο αεροδρόμιο για να ταξιδέψει με το σχολείο του σε εκδρομή στο εξωτερικό.
Αφού τον χαιρέτησα του είπα: «Όταν φτάσεις να με πάρεις ή στείλε μου μήνυμα».
Ποιος να το περίμενε ότι λίγες ώρες μετά αυτό ακριβώς θα το άκουγε και θα το διάβαζε όλη η Ελλάδα.
Είναι αυτό το συναίσθημα που μόνο ένας γονιός μπορεί να νιώσει, όσα χρόνια κι αν περάσουν, ακόμη κι αν το παιδί δεν είναι στην εφηβεία αλλά έγινε φοιτητής, μεγάλος άνδρας ή μεσήλικας.
Η μάνα και ο πατέρας έχουν στο μυαλό τους το παιδί, όπου κι αν πάει και του ζητούν πάντα: «Να με πάρεις όταν φτάσεις».
Κι εκείνο νευριάζει, σε κοιτάζει με αθώα οργή. «Ελα ρε πατέρα, τι θα πάθω;» Γιατί έτσι είναι τα παιδιά, έτσι ήμασταν κι εμείς…
«Να με πάρεις όταν φτάσεις»: Η φράση που πλέον στοιχειώνει την ελληνική κοινωνία, γιατί είναι αυτή που είπαν πολλοί γονείς αυτών των άτυχων παιδιών που σκοτώθηκαν στα Τέμπη.
Δεν τους πήραν ποτέ. Δεν τους έστειλαν ποτέ μήνυμα. Δεν χτυπάει καν το τηλέφωνο, σχεδόν δύο 24ωρα μετά την ανείπωτη τραγωδία.
Και κάποιοι γονείς συνεχίζουν να τηλεφωνούν, συνεχίζουν να ελπίζουν. Ακόμη κι αν ξέρουν βαθιά μέσα τους ότι κανείς δεν θα απαντήσει.
«Πάρε με όταν φτάσεις, σε παρακαλώ στείλε μου μήνυμα». Πόσες και πόσες φορές δεν το έχουμε πει στα παιδιά μας, ακόμη και για απλές εξόδους με τους φίλους, ακόμη και για ένα μικρό ταξίδι.
Κι αυτά τα παιδιά δεν θα απαντήσουν. Πήραν το τρένο της… μεγάλης φυγής από τη ζωή. Αδικα, τρομακτικά, μια αστραπή ήταν η ζωή τους, σαν την αστραπή που είδαμε όλοι σ’ εκείνο το συγκλονιστικό βίντεο της σύγκρουσης των δύο τρένων.
Θες να γράψεις για τον Ηρόδοτο που είχε πει:
Κανένας δεν είναι τόσο ανόητος που να προτιμάει τον πόλεμο απ’ την ειρήνη. Γιατί στον καιρό της ειρήνης τα παιδιά θάβουν τους γονείς τους, ενώ αντίθετα στον καιρό του πολέμου οι γονείς θάβουν τα παιδιά τους.
Να που εν καιρώ ειρήνης δεκάδες οικογένειες θα θάψουν τα παιδιά τους. Κάποιοι ίσως να μην μπορούν να το κάνουν ακόμη κι αυτό… δυστυχώς.
Και τι να απαντήσεις σ’ αυτούς τους γονείς; Πώς να απαλύνεις τον πόνο τους; Πώς να τους εξηγήσεις ότι ο θάνατος των παιδιών τους δεν οφείλεται σε ένα λάθος ενός σταθμάρχη;
Πώς να τους πεις ότι πρόκειται για έγκλημα διαρκείας που ποτέ δεν έχει ενόχους; Και ποιος θα τιμωρηθεί για να μην ξαναγίνουν τέτοια εγκλήματα;
Ποιος θα μας εξασφαλίσει ότι τα παιδιά μας όταν φεύγουν για ένα ταξίδι θα πάρουν τηλέφωνο, θα στείλουν μήνυμα;
Κι ότι αυτά θα θάψουν τους γονείς τους, κι όχι το αντίθετο;
Μια από τα ίδια στην Ελλάδα. Αμέσως μετά από κάθε τραγωδία γράφουμε όλο συναίσθημα, κλαίμε, ανατριχιάζουμε από τις λεπτομέρειες, κάποιοι δεν κοιμόμαστε τα βράδια.
Σάμινα, φωτιές στην Ηλεία, Μάνδρα, Μάτι, Τέμπη και ξανά Τέμπη και ξανά Τέμπη. Μέχρι πότε;
Η χώρα μας είναι σάπια και μαζί σαπίζουμε κι εμείς.
Εχοντας βρεθεί πολλές ημέρες στο Μάτι αμέσως μετά την τραγωδία, πίστευα ότι ήταν ένας γεγονός που θα συντάρασσε συθέμελα την πατρίδα μας. Είχα την ελπίδα πως κάτι θα άλλαζε και ο καθένας θα αναλάμβανε το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί για να ξαναχτιστεί από την αρχή.
Νόμιζα ότι με περισσότερους από 100 νεκρούς, με μια πρωτοφανή καταστροφή και με όλα όσα ακολούθησαν, θα κάναμε ένα restart.
Δυστυχώς, τίποτε δεν έχει γίνει. Και πάλι θα κλαίμε πάνω από τις στάχτες μιας ακόμη τραγωδίας που έρχεται.
Να είστε σίγουροι, δεν τελειώσαμε με τις εθνικές τραγωδίες.
Θα περάσουν οι μέρες κι όλοι εμείς θα ξεχάσουμε την τραγωδία στα Τέμπη. Όχι όμως οι γονείς τους, οι συγγενείς τους.
Διότι όπως έγραψε κι ο Ρίτσος:
«Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους,
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί –
Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα
σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή
καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.
Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι
κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο
που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ΄τη στέρηση
μα απ’ την αύξηση…»
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις