Γουόρεν Μπάφετ: Τα 3 μεγαλύτερα επενδυτικά λάθη του 92χρονου «μάντη της Ομάχα»
Το λάθος «για ρεκόρ γκίνες» του κορυφαίου επενδυτή
Πληροφορίες για τα οικονομικά στοιχεία της Berkshire Hathaway, εξηγήσεις για την επενδυτική του φιλοσοφία αλλά και ορισμένα κρίσιμα συμπεράσματα στα οποία έχει καταλήξει στη μακρά επιχειρηματική του σταδιοδρομία περιλαμβάνει, όπως κάθε χρόνο, και η φετινή επιστολή του Γουόρεν Μπάφετ προς τους μετόχους της εταιρείας.
«Με την πάροδο των ετών, έχω κάνει πολλά λάθη», εξηγεί στην επιστολή του ο 92χρονος επενδυτής. «Κατά συνέπεια, το εκτεταμένο χαρτοφυλάκιο των επιχειρήσεών μας αποτελείται σήμερα από τις λίγες εταιρείες που έχουν πραγματικά εξαιρετικά οικονομικά χαρακτηριστικά, πολλές που απολαμβάνουν πολύ καλά οικονομικά χαρακτηριστικά και μια μεγάλη ομάδα (εταιρειών) που βρίσκονται σε οριακή κατάσταση», έγραψε ο Μπάφετ. «Στην πορεία, άλλες επιχειρήσεις στις οποίες έχω επενδύσει πέθαναν, (καθώς) τα προϊόντα τους ήταν ανεπιθύμητα από το κοινό».
Με αφορμή την ετήσια «εξομολόγηση» του Μπάφετ, το CNBC παρουσιάζει τις τρεις – κατά την κρίση των συντακτών του οικονομικού δικτύου – χειρότερες αποφάσεις του δισεκατομμυριούχου επενδυτή.
Η αγορά της Berkshire Hathaway
Κατά τη διάρκεια μιας εμφάνισής του στο CNBC το 2010, ο Μπάφετ αποκάλεσε την Berkshire Hathaway «την πιο χαζή μετοχή που αγόρασα ποτέ».
Τη δεκαετία του 1960 η Berkshire Hathaway ήταν μια κλωστοϋφαντουργική επιχείρηση, στην οποίαν ο Μπάφετ μπήκε από… πείσμα, λόγω μιας κόντρας με τον πρώην ιδιοκτήτη της Seabury Stanton.
Αν δεν είχε επιλέξει τότε να εμπλακεί στην Berkshire, θα μπορούσε να είχε εισέλθει νωρίτερα στον ασφαλιστικό κλάδο. Αντ’ αυτού, έπρεπε να ξοδέψει χρόνια και πόρους προσπαθώντας να αναβιώσει την κλωστοϋφαντουργική εκμετάλλευση που είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία του.
«Είχα πλέον δεσμεύσει ένα σημαντικό χρηματικό ποσό σε μια απαίσια επιχείρηση», δήλωσε αργότερα ο Μπάφετ για την αγορά. Υπολόγισε ότι το λάθος το στοίχισε 200 δισεκατομμύρια δολάρια.
Είναι πάντοτε σημαντικό «να συνειδητοποιείται ότι μια επένδυση είναι ένα μακροπρόθεσμο παιχνίδι, που δεν εξαρτάται από τις καθημερινές διακυμάνσεις της αγοράς», σχολιάζει το CNBC, συμβουλεύοντας τους επιχειρηματίες.
Το να είσαι καλός επενδυτής «έχει να κάνει με το να μάθεις στον εαυτό σου να μην αφήνεις τα συναισθήματά σου να γίνουν ο χειρότερος εχθρός του χαρτοφυλακίου σου», λέει ο Sam Stovall, επικεφαλής επενδυτικός στρατηγικός σύμβουλος της CFRA.
Ένα λάθος για ρεκόρ γκίνες
Ο Μπάφετ αγόρασε την αμερικανική εταιρεία παπουτσιών Dexter Shoe το 1993, παραβλέποντας ότι η εταιρεία αντιμετώπιζε έντονο ανταγωνισμό από τους ξένους κατασκευαστές. «Αυτό που είχα εκτιμήσει ως ένα διαρκές ανταγωνιστικό πλεονέκτημα εξαφανίστηκε μέσα σε λίγα χρόνια», έγραψε ο Μπάφετ στην επιστολή του προς τους μετόχους το 2007.
Επιτείνοντας το λάθος, ο Μπάφετ κατέβαλε 443 εκατομμύρια δολάρια για την εταιρεία σε μετοχές της Berkshire αντί για μετρητά. Σήμερα, οι μετοχές θα άξιζαν πάνω από 12 δισεκατομμύρια δολάρια. «Ως οικονομική καταστροφή, αυτή αξίζει μια θέση στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες», έγραψε ο Μπάφετ στην επιστολή του προς τους μετόχους το 2014.
«Μπορεί να μην έχετε μετοχές της δικής σας κερδοφόρας εταιρείας για να διαπραγματευτείτε, αλλά πιθανότατα διαθέτετε ένα βασικό χαρτοφυλάκιο χαμηλού κόστους, καλά διαφοροποιημένων αμοιβαίων κεφαλαίων. Η εκτροπή ενός μεγάλου μέρους των περιουσιακών σας στοιχείων από τις βασικές σας επενδύσεις για να ρισκάρετε σε μια άγνωστη εταιρεία μπορεί να είναι μια επικίνδυνη κίνηση», σχολιάζει το αμερικανικό δίκτυο επικαλούμενο επαγγελματίες του χώρου των επενδύσεων.
Πώς πωλήθηκε η Tesco
Στο τέλος του 2012, η Berkshire κατείχε 415 εκατομμύρια μετοχές της βρετανικής αλυσίδας Tesco – μια επένδυση ύψους 2,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, έγραψε ο Μπάφετ στην επιστολή του προς τους μετόχους το 2014, αποφάσισε να πουλήσει 114 εκατομμύρια μετοχές.
Ο Μπάφετ απέκτησε τη φήμη του (και δισεκατομμύρια δολάρια) ως επενδυτής αγοράζοντας σπουδαίες εταιρείες και διατηρώντας τις μακροπρόθεσμα. Το πρόβλημα ήταν ότι η Tesco αποκάλυπτε σιγά σιγά ότι δεν ήταν και τόσο μεγάλη εταιρεία.
«Κατά τη διάρκεια του 2014, τα προβλήματα της Tesco επιδεινώνονταν μήνα με το μήνα. Το μερίδιο αγοράς της εταιρείας μειώθηκε, τα περιθώρια κέρδους της συρρικνώθηκαν και λογιστικά προβλήματα ήρθαν στην επιφάνεια», έγραψε ο Μπάφετ. «Στον κόσμο των επιχειρήσεων, τα κακά νέα συχνά έρχονται στην επιφάνεια κατά συρροή: Βλέπετε μια κατσαρίδα στην κουζίνα σας- καθώς περνούν οι μέρες, συναντάτε τους συγγενείς της».
Η Berkshire πούλησε τελικά το υπόλοιπο ποσοστό της στην εταιρεία και υπέστη ζημία 444 εκατομμυρίων δολαρίων. «Ένας προσεκτικός επενδυτής, ντρέπομαι που το αναφέρω, θα είχε πουλήσει τις μετοχές της Tesco νωρίτερα. Έκανα ένα μεγάλο λάθος με αυτή την επένδυση, καθώς χρονοτριβούσα», λέει ο Μπάφετ.
Συχνά οι επενδυτές, αντί να επανεκτιμούν μια επένδυση και ενδεχομένως να αποσύρονται από αυτήν, τείνουν να παραμένουν από αδράνεια. Σε αυτή την περίπτωση, συμβουλεύει το CNBC, το καλύτερο είναι ίσως να πουλήσει κανείς ένα μερίδιο της συμμετοχής του στην εν λόγω εταιρεία, και κατόπιν να δει αν η κίνηση αυτή τον βοήθησε να σκεφτεί πιο καθαρά.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις