Η δικαστική ανεξαρτησία στην πράξη
Η ελληνική Δικαιοσύνη έχει πολλές πληγές, με πρώτη την καθυστέρηση και αμέσως μετά τη μη πειστική ερμηνεία και αιτιολόγηση, όμως λειτουργεί και αποφασίζει ελεύθερα - που δεν θα πει χωρίς πιέσεις και πάντα σωστά
- «Αποφασισμένη να αλλάξει την κοινωνία» η Ζιζέλ Πελικό - Κοντά στην ολοκλήρωση η εκδίκαση της υπόθεσης
- «Θαρραλέα απόφαση» η έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης του ΔΠΔ κατά Νετανιάχου, Γκάλαντ, λέει ο Ερντογάν
- Θλίψη στην κηδεία του Δημήτρη Σούρα: Συντετριμμένες η σύζυγος και η κόρη του (εικόνες)
- «Έπαθε κάτι το παιδί μου;» - Ο διάλογος του αστυνομικού με τον γιατρό πριν μάθει για τον καρκίνο
Σε περίοδο μεγάλων δικών, και αμφισβήτησης όχι μόνο των δικαστικών αποφάσεων αλλά και της ίδιας της λειτουργίας της Δικαιοσύνης, χρήσιμο θα ήταν να ανοίξουμε τον φακό στη διεθνή κατάσταση. Αν το κάνουμε, η διαπίστωση είναι άμεση και σαφής: σε αρκετά μεγάλο βαθμό, και πάντως όχι μόνο σε μία χώρα ή περιοχή, η δικαστική ανεξαρτησία από δεδομένο έχει καταστεί ζητούμενο. Αποτελεί τη βασική, σε θεσμικό επίπεδο, παράπλευρη απώλεια του κύματος αυταρχισμού – εντός και εκτός «δημοκρατίας» – που σαρώνει τον κόσμο. Η συγκριτική ματιά επιβάλλει τη διάκριση ανάμεσα σε περιπτώσεις στις οποίες κινδυνεύει και υπονομεύεται η Δικαιοσύνη και άλλες, στις οποίες ανήκει και η Ελλάδα, όπου η Δικαιοσύνη λειτουργεί – με άξιες κριτικής ατέλειες και στρεβλώσεις, αλλά χωρίς ανοιχτή και επίσημη υπονόμευση.
Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα των ημερών έρχεται από το Ισραήλ, μια, κατά τα άλλα, αρκετά ρωμαλέα δημοκρατία, ιδίως αν συνυπολογιστεί ότι βρίσκεται σε περιοχή του κόσμου, τη Μέση Ανατολή, με έναν από τους χαμηλότερους δημοκρατικούς δείκτες. Ο πρόσφατα επανελθών στην εξουσία πρωθυπουργός Νετανιάχου, υποστηριζόμενος, αν όχι υποκινούμενος από τον ακροδεξιό υπουργό Δικαιοσύνης, κατέθεσε ένα σχέδιο νόμου ανοιχτά υπονομευτικό του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας, το οποίο, όλως τυχαίως, είναι το βασικό θεσμικό αντίβαρο στις κυβερνητικές αποφάσεις.
Με τη «μεταρρύθμιση», πέρα από την πολιτικοποίηση της επιλογής των δικαστών, που αποτελεί μέθοδο χειραγώγησης εκ μέρους όλων των αυταρχικών ή ημιαυταρχικών καθεστώτων, προωθείται η πολιτική ακύρωση του εγγενώς ακυρωτικού ρόλου του Ανώτατου Δικαστηρίου: για να ακυρωθεί νόμος, θα -χρησιμοποιώ μέλλοντα βεβαιότητας, γιατί, παρά το κύμα εσωτερικής και διεθνούς διαμαρτυρίας που έχει ξεσηκωθεί, η πλειοψηφία είναι αποφασισμένη να περάσει τον νόμο – απαιτείται πλέον ομοφωνία των μελών του δικαστηρίου και, αντίστροφα, απλή πλειοψηφία των βουλευτών θα μπορεί να αντιστρέψει ενδεχόμενη ακυρωτική απόφαση.
Παρόμοια εξουδετέρωση της ανεξαρτησίας και της εν γένει δράσης του ανώτατου Δικαστηρίου επιχειρήθηκε πρόσφατα – επιτυχώς, από την άποψη της εξουσίας – στην Ουγγαρία και ιδίως την Πολωνία, η οποία, εξαιτίας αυτού και παρά την «καλή» στάση της σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία, παραπέμφθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και είναι πολύ πιθανό να καταδικαστεί.
Προβλήματα επίσης προερχόμενα από πρωτοβουλίες της εξουσίας δημιουργήθηκαν σε αμφότερες τις μεγάλες αγγλοσαξονικές δημοκρατίες: οι μεν ΗΠΑ βρίσκονται στο έλεος ενός πολιτικά δρώντος Ανώτατου Δικαστηρίου υπό τραμπική πλειοψηφία και ατζέντα (μετά τη συντελεσθείσα περικοπή του δικαιώματος στην άμβλωση, σειρά έχουν το περιβάλλον, η μετανάστευση, η υποβοήθηση των μειονοτήτων στην εκπαίδευση, ακόμα και η ελευθερία στο Διαδίκτυο), στη δε Βρετανία η επιμονή των οπαδών του «σκληρού Brexit» για «απελευθέρωση» από την ευρωπαϊκή προστασία των δικαιωμάτων και από το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο προοιωνίζεται κρίσιμες δικαιικές οπισθοχωρήσεις.
Βέβαια, απόπειρες περιορισμού της δικαστικής ανεξαρτησίας γίνονται και σε χώρες με πιο αυταρχικά καθεστώτα, όπως πρόσφατα στο Μεξικό (εναντίον του σώματος ελέγχου των εκλογών) και στη Γεωργία (κήρυξη εκτός νόμου, χωρίς δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, όλων των μη κυβερνητικών οργανώσεων που χρηματοδοτούνται από το εξωτερικό).
Τέτοιες απόπειρες, ό,τι και να ισχυρίζονται κομματικές και άλλες φανατικές φωνές, δεν γίνονται στη χώρα μας. Η ελληνική Δικαιοσύνη έχει πολλές πληγές, με πρώτη την καθυστέρηση και αμέσως μετά τη μη πειστική ερμηνεία και αιτιολόγηση, όμως λειτουργεί και αποφασίζει ελεύθερα – που δεν θα πει χωρίς πιέσεις και πάντα σωστά. Το ότι οι αποφάσεις της δεν αρέσουν σε όλους είναι πάντως σημάδι ανεξαρτησίας.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις