Είναι συνηθισμένο να ακούμε τα κομμουνιστικά κόμματα να υπεραμύνονται των δικαιωμάτων των φτωχών και ιδιαίτερα των χαμηλόμισθων εργαζομένων κι εκείνων που έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους επειδή έχουν χάσει τη δουλειά τους κι έχουν ενταχθεί, παρά τη θέλησή τους βέβαια, στις στρατιές των ανέργων. Εχουμε όμως αναρωτηθεί τι συμβαίνει στο ζήτημα ακριβώς αυτό σε ένα πραγματικό κομμουνιστικό καθεστώς;

Με βάση αυτόν ακριβώς τον προβληματισμό η καθηγήτρια Dorothy H. Solinger του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Irvine, πρώην συνάδελφός μου fellow στο Woodrow Wilson Center της Ουάσιγκτον, οδηγήθηκε στην έκδοση του τελευταίου της βιβλίου για την Κίνα («Poverty and Pacification: The Chinese State Abandons the Old Workibg Class» («Φτώχεια και Ειρηνοποίηση: Το Κινεζικό Κράτος Εγκαταλείπει την Παλιά Εργατική Τάξη»), Rowman & Littlefield, 2022). Η εργασία της Solinger εστιάζει κυρίως στους βιομηχανικούς εργάτες των μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας. Λόγω των μεγάλων και ταχύτατων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, το κράτος δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον ούτε και καμία εγρήγορση για τις συνέπειες αυτών των εξελίξεων στις απηρχαιωμένες δομές της κομμουνιστικής της οικονομίας. Το πρόβλημα βασικά ήταν πως το άνοιγμα στη λογική της οικονομίας της αγοράς εκ των πραγμάτων οδήγησε τις περισσότερες, αν όχι όλες, τις κρατικές επιχειρήσεις ή οργανισμούς στη χρεοκοπία, στην εγκατάλειψη και στο κλείσιμο.

Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε την έξοδο στην ανεργία και στην πλήρη εγκατάλειψη εκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτό συνέβη διότι το σύστημα που ίσχυε έκανε τους κρατικούς αυτούς φορείς όχι απλά οργανισμούς απασχόλησης αλλά και μηχανισμούς εξασφάλισης παιδείας, κοινωνικής προστασίας και συνταξιοδότησης των εργαζομένων. Στη φάση λίγο πριν από την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου κι ενώ οι προσπάθειες μεταρρυθμίσεων πρoς την κατεύθυνση της οικονομίας της αγοράς είχαν επιταχυνθεί, ο δημόσιος τομέας άρχισε να εγκαταλείπεται με ταχύτατους ρυθμούς. Ετσι το κράτος κάθε άλλο παρά εμπόδισε την επιλογή των απολύσεων σε αριθμούς εκατομμυρίων στις κρατικές επιχειρήσεις.

Για τους εργαζομένους αυτές οι αρνητικές εξελίξεις υπήρξαν καταλυτικές. Από την εξασφάλιση μιας διά βίου εισοδηματικής σταθερότητας ξαφνικά όλος αυτός ο κόσμος βρέθηκε στο απόλυτο κενό. Χωρίς εισόδημα και δίχως προοπτική. Το μόνο που έκανε το (κομμουνιστικό) κράτος ήταν να θεσπίσει ένα απειροελάχιστο κοινωνικό επίδομα, το ντομπάο (ελάχιστη εγγύηση διαβίωσης), που προστάτευε τους ανθρώπους αυτούς από τη φυσική εξόντωση λόγω απόλυτης ένδειας. Με τον τρόπο αυτό το καθεστώς διατηρούσε τον κόσμο κάπως υπό έλεγχο αποφεύγοντας τις βίαιες διαδηλώσεις και το ενδεχόμενο κοινωνικών ανατροπών.

Ενώ σχεδόν παντού οι αναφορές στην Κίνα επικεντρώνονταν στον φτωχό αγροτικό πληθυσμό, στην έρευνα αυτή το ενδιαφέρον πέφτει στον εγκαταλελειμμένο εργατικό κόσμο των αστικών κέντρων που, σε αντίθεση με την καινούργια μεσαία αστική τάξη που δημιούργησε το άνοιγμα στην ελεύθερη αγορά, έμεινε περίπου τελείως απροστάτευτος κι εκτεθειμένος στην άγρια πραγματικότητα μιας ξαφνικής καπιταλιστικής οικονομίας. Ενώ λοιπόν οι μεταρρυθμίσεις οδήγησαν πολλά εκατομμύρια ανθρώπους στην Κίνα να γλιτώσουν από τη φτώχεια, εξίσου πολλά εκατομμύρια, στις μεγάλες κυρίως πόλεις, εγκαταλείφθηκαν από το ΚΚΚ στην τύχη τους – αιχμαλωτισμένοι στην οικονομική ανέχεια και στο κοινωνικό περιθώριο.