Μανώλης Γιαλουράκης: Ο Κυριάκος που έγινε Δομήνικος
Θα τον θαυμάζουνε οι αιώνες, μα κανείς δε θα μπορέσει να τον φτάσει
Έτσι καθώς αφίνω πίσω το Ηράκλειο, η αίσθηση είναι πως ανεβαίνω. Η Κρήτη δεν έχει πεδιάδες πολλές, κ’ η Μεσσαρά ακόμη είν’ ένας κάμπος που τον πνίγουν τα όρη. Ανεβαίνουμε στις πλαγιές, η γη είναι γκριζόμαυρη πασπαλισμένη πράσινες βούλες· τ’ αμπέλια απλώνουνται ως πέρα, τα κλίματα είναι καταπράσινα – ο καρπός τους κρυμμένος. Απ’ το Μάραθο ξεκινά η διακλάδωση, αρχίζουμε τότε να κατεβαίνουμε στον κακοτράχαλο δρόμο. Κάτω στο βάθος, ψυχή· νομίζω πως βυθίζομαι στην ερημιά, τα όρη πάνε να μας χωνέψουν σε μια χοάνη πρασίνου. Έπειτα ξεχωρίζει το μοναστήρι, ο άη Παντελεήμονας είν’ ο φρουρός του Φόδελε, χτίστηκε κει σε δύσκολα χρόνια, τώρα το συντροφεύουνε τα κυπαρίσσια.
Η γυναίκα που λέει το «καλώς όρισες» είναι μεσόκοπη, εκείνη δε γνώρισε τα τερτίπια της πολιτείας, στις ερωτήσεις απαντά με μισόλογα, δε γνοιάζεται για τ’ αληθινό, πιστεύει στο θρύλο. Φέρνει ρακί σε ποτήρια ξεχειλιστά, φέρνει ακόμη αμύγδαλα και στραγάλια –ο ξένος πρέπει να θυμάται τον τόπο ως τα στερνά– ακόμη την τσικουδιά που σου θερμαίνει το κορμί, κ’ είναι ζεστή, κ’ είναι φωτιά, σαν την καρδιά της Κρήτης. Ένα σκυλί κουνάει την ουρά του ευτυχισμένο, έγινε πράο και δε γαβγίζει τους περαστικούς, κυττάζει μόνο με κάτι υγρά ανθρώπινα μάτια.
Η εγκατάλειψη έστησε κονάκι στα κελλιά, τα περισσότερα είν’ έρημα κι’ αραχνιασμένα, οι ανηφοράδες (Σ.τ.Σ. αεραγωγοί καμωμένοι με πιθάρια) σημαδεύουνε την παρουσία τους, επίκληση μάταιη. Το μοναστήρι τώρα ερήμαξε, λίγοι καλόγεροι το συντηράνε, ετούτη φροντίζει για την εκκλησιά και τα κοτόπουλα.
– Είμ’ ανεψιά του ηγούμενου, λέει. Είμ’ ανεψιά του!
Η σύσταση είναι γιομάτη κρυφή περηφάνεια, ο ηγούμενος Ιάκωβος έρχεται στην ώρα του, τα γένεια του τα χιόνισεν ο Χρόνος. Παίρνει το ποτήρι την τσικουδιά με χέρια που τρέμουνε, πίνει για κείνους που ζούνε, για κείνους που πέθαναν, όμοια κ’ ίσια.
– Κ’ η εκκλησιά;
Η γυναίκα ανοίγει το θυρόφυλλο, μέσα κι’ εκεί πλανάται η πλήξη. Κάπου είναι στημένη η παμπάλαια εικόνα, οι Άγιοι Πάντες, σύνθεση περίεργη. Δεξιά, ζερβά, είναι οι άνθρωποι, κεφάλια-κεφάλια. Η γραφή εξηγεί με την πίστη των ταπεινών: «Χορός αποστόλων», «Χορός μαρτύρων», «Χορός ιεραρχών». Κι’ από κάτω διαβάζω: «Δεήσις των αδελφών Ιγνατίου Ιερομονάχου και Κωνσταντίνου Ξενάκη 1754». Τη συντροφεύει η άλλη εικόνα με τη μορφή την ασκητική, «Ο Μέγας Αρχιερεύς 1837». Το τέμπλο είναι σκαλισμένο περίτεχνα, όμως και τούτο το νίκησ’ ο Χρόνος, κομμάτια σαπίσανε και πάνε να πέσουν, αλλά τα «διόρθωσαν» στην άγνοιά τους βέβηλα χέρια, πήρανε κι’ ασημομπογιά και τα βάψανε.
– Σ’ αρέσουνε τα παληά, λέει η γυναίκα. Θέλεις να δεις το βιβλίο, θέλεις;
Το βιβλίο είναι χειρόγραφο σταχωμένο, η βυζαντινή του γραφή ανθρώπου που έσκυψε, ένα ψαλτήρι να το διαβάζεις και να κοντοστέκεσαι, καθώς επιθυμείς να το ψαύσεις με δάχτυλα π’ αναζητάνε. 1728.
Βγήκα στον ήλιο και πήρα τα κάτω. Το χωριό ήτανε κρυμμένο στη βλάστηση, πορτοκαλλιές το περιζώνανε με πράσινα τείχη. Μόνο σαν έφτασα στην πλατωσιά, είδα τον άνθρωπο, ένα παιδί σ’ ένα χωράφι να παίζει λύρα. Φορούσε στιβάνια κ’ ήταν αμίλητο, είχε συναίσθηση μιας πράξης μεγάλης, το ξύλιν’ όργανο ήτανε σύμβολο μιας εποχής, η Κρήτη του Πεντοζάλη που δεν επέθανε, δε θέλει να πεθάνει. Φάνηκε ξάφνου το χωριό, μια πέτρα στημένη στην είσοδο κυριαρχούσε και στο γρανίτη σκαλισμένος ήτανε κείνος, τα πέτρινα μάτια του κυττάζανε με σιγουριά τους απόγονους. Τα γράμματα ήτανε σπανιόλικα κι’ ελληνικά, η μορφή του Γκρέκο και κάτω γράφει:
Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΑΛΛΙΑΔΟΛΙΔ
ΠΑΛΜΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ
ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΣΤΙΛΛΙΑΣ
ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΣΤΟ ΦΟΔΕΛΕ
ΤΗΝ ΠΛΑΚΑ ΑΥΤΗ ΒΓΑΛΜΕΝΗ
ΑΠ’ ΤΗΝ ΒΡΑΧΟ (Σ.τ.Σ. Έτσι στο κείμενο)
ΤΟΥ ΤΟΛΕΔΟ ΕΝΘΥΜΙΟΝ ΤΗΣ
ΑΘΑΝΑΤΟΥ ΔΟΞΗΣ ΤΟΥ
ΔΟΜΗΝΙΚΟΥ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΙΟΥΛΙΟΣ 1934
Οι άνθρωποι ήρτανε απ’ το Βαλλαντολίντ μ’ ένα καράβι, αράξανε στο Κάστρο, τραβήξαν έπειτα για το χωριό του, αόρατα δεσμά ενώνανε την Ισπανία με τον τόπο τούτο. Φέρανε δυο βιβλία μ’ αντίγραφα έργων του και τ’ αποθέσανε στην εκκλησιά, κουβεντιάσανε με τους χωριάτες τη γλώσσα των νοημάτων, έπειτα στήσανε την πλάκα τούτη δίπλα στη βρύση που ξεδιψάνε οι απόγονοι.
– Την πηγή τη λένε Πανδρομάδριο, λέει ο άντρας. Θαρρώ γιατί μαντρίζει τα νερά όλα…
Το Φόδελε είναι λουσμένο στα νερά. Τα βουνά που το ζώνουνε φέρνουνε τα νερά ως τα κάτω, πίνουνε οι πορτοκαλλιές και ψηλώνουνε, ο καρπός τους είν’ ο καλλίτερος της Κρήτης.
– Τα νερά το χειμώνα είναι κάτι τ’ αλόγιστο, λέει ο χωριάτης. Κείνα γκρεμίσανε και το βράχο που σκότωσε το στερνό της γενιάς. Της γενιάς του Γκρέκο.
Η αναπάντεχη φράση απ’ το στόμα τ’ αγρότη έρχεται ν’ αναταράξει το Σήμερα και το Χτες το μακρυνό, ένα Χτες που χάνεται ίσια πέρα στο Τολέντο.
– Του Γκρέκο; μεταλέω, ν’ αποδιώξω της ψυχής μου το μούδιασμα.
– Ναι, λέει κι’ ο παπάς, γαλήνια, αδιάφορα. Στ’ αγόρι έπεσεν ο βράχος και το σκότωσε. Η αδερφή του κακότυχη και κείνη, αυτοκτόνησε. Η γενιά του δεν έσβυσε. Ο Στυλιανός Αλοδιανάκης, απ’ τη μεριά της μάννας του, μένει δω. Μένει ακόμη κι’ ο στερνός απ’ τους Θεοτοκοπουλαίους. Τις κόρες του να δεις, εκείνες πρέπει. Οι τελευταίες της γενιάς του Γκρέκο. Δυο θηλυκά. Σβύνει μαζί τους κ’ η γενιά του.
Σκορπίσαν οι χωριάτες κατά τα στενοδρόμια, πήγανε κ’ ήρθανε μαζί τους. Η Δήμητρα κ’ η Μαρία Θεοτοκοπούλου, στερνά μηνύματα του μεγάλου Γκρέκο, απλώνουν τα χέρια τους, τα μάτια τους έχουνε κάτι απ’ τους πρώτους πίνακες του Δασκάλου, κείνη την «Κρητικιά» που νοσταλγεί το νησί της στη Γλασκώβη. Τότε το πρόσεξα πως τ’ άλλα παιδιά τις κυττάζαν αλλοιώτικα, τα χωριατόπουλα του Φόδελε ξέρανε τούτα, τάχαν ακούσει απ’ τους μεγάλους και τα κάμανε βίωμα, η Δήμητρα κ’ η Μαρία ήτανε κάτι το ξέχωρο, σαν τα πλατάνια τα αιωνόβια και σαν την πλάκα του Βαλλαντολίντ και την εκκλησιά, ήτανε ό,τι ξεχώριζε το χωριό τους από τ’ άλλα. Το χωριό σκαρφάλωνε στην πλαγιά, τα βουνά τα ψηλά τάβλεπα τώρα με δέος, είχανε κάτι απ’ τις μορφές τους τις τραχειές και μακρόστενες, οι άνθρωποι ήτανε μαυριδεροί σα Σπανιόλοι του Νότου, κυλούσε στις φλέβες τους το ίδιο με κείνους αράπικο αίμα – έτσι θα πρέπει.
Φέρανε καφέ, φέρανε νερά, ήρθανε άνθρωποι πολλοί, ήρθανε παιδιά και γιόμισε τη χαρά τους ο τόπος. Οι άνθρωποι λέγανε για τη γης, ήμουνα μαζί τους, κ’ ήμουνα μακρυά, ένα χέρι αόρατο έγραψε στο βουνό πελώρια γράμματα: ΔΟΜΗΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ ΚΡΗΣ ΕΠΟΙΕΙ.
Το μικρό του όνομα ήτανε Κυριάκος, έγινε ύστερα στην Ιταλία Δομήνικος, τη ράτσα του δεν την απολησμόνησε, έζησε και πέθανε Έλληνας, Γκρέκο. Ήτανε ντόπιος Κρητικός, ήτανε ράτσα ξένη που ρίζωσε στο νησί, σημασία δεν έχει. Εκείνος έζησε δω, οι ρίζες του χώθηκαν βαθειά στη λάσπη της Κρήτης. Όταν γεννήθηκε ο Θεοτοκόπουλος, η Κρήτη είχε πάρει την κάτω βόλτα, όμως το λιμάνι του Κάστρου πάντοτε ζούσε. Έφυγε παιδί απ’ το Φόδελε, πήγε στο Κάστρο κι’ έμαθε την τέχνη, παιδί την έμαθε κι’ ο Ραφαήλος κι’ ο Περουτζίνο κι’ ο ντελ Σάρτο. Είκοσι χρονώ μπήκε σ’ ένα καράβι ο Κυριάκος και πήγε στη Βενετιά να γίνει Δομήνικος. Στα γερατειά του Τολέντο θα ζωγραφίσει τον Απόστολο Παύλο μ’ ένα χαρτί στο χέρι. Το χαρτί γράφει ελληνικά, είν’ η ψυχή του ζωγράφου που φτερουγίζει κατά το νησί του: «Προς Τίτον των Κρητών εκκλησίας πρώτον αρχιεπίσκοπον χειροτονηθέντα». Πέθανε στο Τολέντο με την Κρήτη στα μάτια. Ο Παραβιθίνο ο καλόγερος γράφει: «Η Κρήτη τούδωσε τη ζωή, το Τολέντο την Τέχνη. Θα τον θαυμάζουνε οι αιώνες, μα κανείς δε θα μπορέσει να τον φτάσει». Και δεν τον έφτασε. Ετούτ’ η πλάκα απ’ το Βαλλαντολίντ, «παλμός μέσα στην καρδιά της Καστίλλιας», το διακηρύσσει.
Σα να σουρούπωσε και το Φόδελε γιόμισε σκιές, ο ήλιος κρύβεται πίσω απ’ τα κορφοβούνια. Ένας χωριάτης δείχνει κατά μια πλαγιά. «Εκεί εχτίσανε μιαν εκκλησιά», λέει. «Η φαμελιά του… Τίμιο Σταυρό τη νοματίσανε, ο Θεοτοκόπουλος που την έχτισε είχε δει ένα όνειρο. Πήγε σ’ ένα χωράφι κι’ έσκαψε και βρήκε παράδες. Τάξιμο είχε αν τ’ όνειρο αληθέψει να τήνε χτίσει με μέλι και γάλα. Πήρε πηλό και τον εζύμωσε με δαύτα και την έχτισε. Ήρθανε οι Γερμανοί, πατήσανε το Φόδελε, μάθανε πως την έχτισ’ ένας από το σόι του Γκρέκο. Θεριά γινήκανε σαν το ακούσανε, πήγανε ευθύς και τη χαλάσανε».
Δεν είναι περίεργο; Ένα χωριό να καίει λαμπάδα στη μνήμη του, οι Φοδελιανοί να τον μνημονεύουνε την πάσα ώρα; Κ’ οι γύρω πλαγιές νάναι ψηλές και μακρόσυρτες σαν τις μορφές του, κ’ οι χωριάτες ψηλοί και μελαψοί σαν εκείνες, και δυο κορίτσια να συντηρούνε ακόμη το όνομα;
Άφησα το χωριό και βγήκα στο δρόμο. Το χωριατόπουλο με τη λύρα σ’ ένα κοτρώνι καθότανε κι’ έπαιζε. Δεν το ξεχώριζα πολύ, έγινε ένα με το τοπείο. Στη δημοσιά, ο ήλιος ήτανε ακόμη ψηλά. Το Φόδελε χάθηκε σκεπασμένο φυλλοπορτόκαλλα, στο Ηράκλειο κάτω, σε μια πλατεία είναι σκαλισμένη στο μάρμαρο η μορφή του. Ο Γκρέκο μαρμάρινος να λούζεται στο Κρητικό φως κ’ η στάχτη του πέρα, σε μακρυνό τόπο. «Ο Κρητικός τούτος», διαβάζω, «είν’ απ’ τα θάματα που περπατήσανε στη γης».
*Κείμενο (ταξιδιωτικές εντυπώσεις) του λογοτέχνη Μανώλη Γιαλουράκη, που έφερε τον τίτλο «Φόδελε» και είχε δημοσιευτεί στο υπ’ αριθμόν 718 τεύχος του περιοδικού «Νέα Εστία» το 1957 (τόμος 61ος, 1η Ιουνίου 1957).
Ο κρητικής καταγωγής Μανώλης Γιαλουράκης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1921 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 7 Μαρτίου 1987.
Εργάστηκε επί μακρόν ως δημοσιογράφος, συνέγραψε μυθιστορήματα, δοκίμια, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και κριτικές μελέτες, ενώ επιδόθηκε και στη μετάφραση έργων της ξένης λογοτεχνίας.
Τιμήθηκε με κρατικά βραβεία ταξιδιωτικής λογοτεχνίας (ταξιδιωτικών εντυπώσεων) και κριτικής – δοκιμίου.
Οι ανωτέρω φωτογραφίες του Φόδελε προέρχονται από το διαδικτυακό τόπο του Πολιτιστικού Συλλόγου Φόδελε (psfodele.gr).