Γεώργιος Βιζυηνός: Η εσωτερική τρικυμία και το δράμα της ανθρώπινης ψυχής
Ζωγραφίαι ηθών και χαρακτήρων, ζωογονούμεναι από την πνοήν τέχνης υψηλής
- Αποκάλυψη in: Έψαξαν τις κάμερες για το ύποπτο «φορτίο» της τραγωδίας στα Τέμπη προ …δύο ημερών
- Αναγκαία η άμεση παρέμβαση του Αρείου Πάγου για το «χαμένο» υλικό από τις κάμερες στα Τέμπη, λέει το ΠΑΣΟΚ
- Πούτιν σε Σολτς: Οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τη νέα εδαφική πραγματικότητα
- Ο Μάρτιν Σκορσέζε φέρνει στην οθόνη τη ζωή οκτώ καθολικών Αγίων - «Πάντα με γοήτευε η ιδέα»
Δεν υπάρχει πια σήμερα αμφισβήτηση πως ο Γεώργιος Βιζυηνός μένει στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας κυρίως ως διηγηματογράφος. Όλοι οι μελετητές του έργου του στα τελευταία χρόνια συμφωνούν πως ο διηγηματογράφος Βιζυηνός είναι ανώτερος και σημαντικότερος από τον ποιητή. Ωστόσο η αναγνώριση των ικανοτήτων του Βιζυηνού στην αφηγηματική πεζογραφία και της συμβολής του στη γέννηση και στη διαμόρφωση του νεοελληνικού διηγήματος ήρθε πολύ αργά: όχι όταν, ψυχικά ισορροπημένος ακόμα και δημιουργικός, δημοσίευε τη λογοτεχνική παραγωγή του και συμμετείχε στην πνευματική κίνηση του καιρού του, αλλά έπειτα από τη φρενοπάθειά του, στα 1892, και ιδίως έπειτα από το θάνατό του, στα 1896. Τότε όλοι έσπευσαν να τον επαινέσουν και να δουν στο έργο του τον «πρωτοπόρο» της νεοελληνικής διηγηματογραφίας.
[…]
Για το πνευματικό περιβάλλον της Αθήνας του 1884-1892 ο Βιζυηνός ήταν ένας παρείσακτος, ένας ξένος. Όπως γράφει ο Αντώνης Γιαλούρης (Γεώργιος Βιζυηνός – Ο άνθρωπος και το έργο του, Πειραιάς, 1934, σελ. 18) «Η τοτινή μικρή Αθήνα πολύ λίγο αγάπησε το Βιζυηνό. Ο ποιητής τής είταν ξένος. Έχοντας ζήσει το περισσότερο μέρος της ζωής του στο εξωτερικό δεν ανήκε σε κλίκες και σε ομίλους». Ωστόσο σωστότερο είναι να πη κανείς πως ο Βιζυηνός, από το Μάρτιο του 1884 που ήρθε και εγκαταστάθηκε οριστικά και μόνιμα στην Αθήνα, δεν έγινε δεκτός στους «ομίλους» και στις λογοτεχνικές συντροφιές, δεν κρίθηκε ευνοϊκά και δεν υποστηρίχθηκε από τους συναδέλφους του στα γράμματα· το έργο του σχεδόν αγνοήθηκε όσο ζούσε. Η δυσμένεια του περιβάλλοντος είναι φανερή σε όλα. Η μόνη βιβλιοκρισία που δημοσιεύτηκε, ανυπόγραφα στην εφημερίδα Εφημερίς, για την ποιητική συλλογή του Ατθίδες Αύραι (1883) είναι αυστηρότατη. […] Ο Κωστής Παλαμάς επιβεβαιώνει τη δυσμένεια στην ομιλία του «Παρνασσού», της 31 Μαρτίου 1916: «Οι Ατθίδες Αύραι δεν αξιώνονται την υποδοχή που θα περίμενε (ο Βιζυηνός). Ο φιλολογικός κύκλος του καιρού, απαρτισμένος εδώ από κουρασμένους του ρωμαντισμού κι εκεί από πρωτόβγαλτους αντιδραστικούς, δεν είδε με καλό μάτι τούς ιδιότροπα για τον καιρό εκείνο και στοχασμένους και ντυμένους στίχους».
Ωστόσο κι ο ίδιος ο Παλαμάς συμπεριλαμβάνεται στους «πρωτόβγαλτους αντιδραστικούς», όπως τους αποκαλεί, και ως τον Απρίλιο του 1892, το μήνα που ξέσπασε η φρενοβλάβεια του Βιζυηνού, δεν έγραψε τίποτα για το έργο του: το πρώτο άρθρο του γι’ αυτόν –αργότερα θα ακολουθήσουν πολλά άλλα– δημοσιεύεται στην εφημερίδα Εφημερίς στις 12 Απριλίου 1892. Είναι αλήθεια πως ο Βιζυηνός, ως ποιητής, δεν ανήκε ολότελα ούτε στη φαναριώτικη ούτε στη νέα αθηναϊκή σχολή· βρισκόταν, μετέωρος, ανάμεσα στις δυο, χωρίς να έχη σταθερούς και μόνιμους πνευματικούς δεσμούς. […] Για τους νέους ποιητές της Αθήνας (Καμπάς, Δροσίνης, Παλαμάς) ο Βιζυηνός ήταν πάντα ένας εκπρόσωπος της «ανουσίας, μικροχαρούς και κερατσίτσας βυζαντινής σχολής», ένας «παρείσαχτος Ανατολίτης», ένας Φαναριώτης.
[…]
Τα ωραιότερα διηγήματα του Βιζυηνού, από τα καλύτερα της νεοελληνικής πεζογραφίας, πέρασαν απαρατήρητα ως την ημέρα που εκδηλώθηκε η φρενοβλάβειά του. Από τον Απρίλιο του 1883, οπότε δημοσιεύτηκε «Το αμάρτημα της μητρός μου», ως τον Απρίλιο του 1892 οι σύγχρονοί του δεν έγραψαν τίποτα γι’ αυτά, και οι μόνες κρίσεις που έχουμε σ’ εκείνη την περίοδο είναι δυο σύντομες επαινετικές δημοσιογραφικές αγγελίες, δημοσιευμένες ανώνυμα στη Νέα Εφημερίδα (25 Απριλίου 1883 και 8 Ιανουαρίου 1884). Η δημοσίευση των διηγημάτων αυτών στο σπουδαιότερο περιοδικό της εποχής, στην Εστία, δεν ήταν αρκετή για να εξασφαλίση την επιτυχία και τη γενική αναγνώριση του Βιζυηνού ως διηγηματογράφου.
[…] Η κριτική της εποχής του δεν μπόρεσε να εκτιμήση την ποιότητα, την πρωτοτυπία και την αξία του αφηγηματικού έργου του Βιζυηνού ή να κατανοήση την πρωτοποριακή συμβολή του στην εξέλιξη του νεοελληνικού διηγήματος , κι έτσι αγνόησε ολότελα τη διηγηματογραφική παραγωγή του ως την ημέρα που εκδηλώθηκε η παραφροσύνη του.
[…]
Έπειτα από τα δύο δημοσιεύματα της Νέας Εφημερίδος δεν υπάρχει πια στις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής καμιά κρίση για τα διηγήματα του Βιζυηνού ως τις 11 Απριλίου 1892, οπότε έγινε γνωστή η φρενοβλάβειά του. Τότε δημοσιεύονται στις εφημερίδες ορισμένα πρόχειρα, ανυπόγραφα, σημειώματα, αλλά και τα πιο σημαντικά άρθρα του Κωστή Παλαμά στην Εφημερίδα, του «Αντίλαλου» στο περιοδικό Εστία και του Νικολάου Βασιλειάδη στη Νέα Εφημερίδα. Ο Παλαμάς στο άρθρο του «Εις ποιητής» μιλά κυρίως για τον ποιητή Βιζυηνό, προσθέτει όμως λίγες φράσεις που χαρακτηρίζουν τα διηγήματά του. […] Ο «Αντίλαλος» υπερασπίζεται με θέρμη τα διηγήματα του Βιζυηνού και δεν διστάζει να τα επαινέση ανεπιφύλακτα.
[…]
Η μελέτη του Κωστή Παλαμά «Το ελληνικόν διήγημα. Γ. Βιζυηνός», πρωτοδημοσιευμένη στο ημερολόγιο Νέα Ελλάς, στα τέλη του 1895, αποτελεί έναν ιδιαίτερα σημαντικό σταθμό για την κριτική της διηγηματογραφίας του Θρακιώτη συγγραφέα. Η μελέτη αυτή δεν έχει μόνο σημασία ιστορική, επειδή ο Παλαμάς μιλά πρώτος αναλυτικά για το διήγημα του Βιζυηνού και ανοίγει νέους δρόμους στην κριτική του, αλλά και σημασία ουσιαστική, επειδή ο Παλαμάς, με τις εύστοχες και σωστές παρατηρήσεις του, βοηθά ακόμα και το σημερινό κριτικό στην αποτίμηση και την τοποθέτηση του αφηγηματικού έργου του Βιζυηνού. «Το ελληνικόν διήγημα. Γ. Βιζυηνός» παραμένει ως σήμερα μια από τις καλύτερες κριτικές μελέτες που έχουν γραφτή για το διηγηματογράφο Βιζυηνό. Πρώτος ο Παλαμάς τοποθέτησε την αφηγηματική πεζογραφία του Βιζυηνού στο ιστορικό της πλαίσιο, πρώτος τόνισε πως ο διηγηματογράφος Βιζυηνός υπερέχει από τον ποιητή, πρώτος επεσήμανε όλα τα στοιχεία στα οποία επιμένει η σημερινή κριτική του Βιζυηνού ως διηγηματογράφου. Ο Παλαμάς έκαμε, από τα 1895, επιτυχημένους παραλληλισμούς του Βιζυηνού με τον Παπαδιαμάντη και τον Καρκαβίτσα κι έδωσε σωστούς χαρακτηρισμούς στο αφηγηματικό του έργο: είπε πως ο Βιζυηνός «ρέπει προς την μυθιστοριογραφίαν», πως τα διηγήματά του είναι «είδος τι οικογενειακών απομνημονευμάτων», πως ο Θρακιώτης συγγραφέας «είναι δραματικός και… ζωγράφος χαρακτήρων», και πως οι ιστορίες του «πλεκόμεναι διά συγκρούσεων και περιπετειών, λύονται δραματικώς». Στις 13, 14 και 15 Ιανουαρίου του 1896 ο Γρηγόριος Ξενόπουλος δημοσιεύει στην εφημερίδα Το Άστυ, όπου συνεργαζόταν τακτικά, μια σειρά άρθρων με τίτλο «Οι διηγηματογράφοι μας ένας-ένας». Για το Βιζυηνό γράφει: «Ο Βιζυηνός πηγαίνει μόνος του. Είναι ο μοναδικός, είναι ο άφθαστος, είναι ο αμίμητος. Το αμάρτημα της μητρός μου, Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, Το μόνον της ζωής του ταξίδιον, Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας, τα διηγήματα αυτά του Βιζυηνού, είναι, κατά την ταπεινήν μου γνώμην, ό,τι τελειότερον έχει να επιδείξη εις το είδος η νέα Ελλάς. Είναι μεγάλα, πολύ μεγάλα έργα, όσον δεν φαντάζεσθε μεγάλα… ζωγραφίαι ηθών και χαρακτήρων, ζωογονούμεναι από την πνοήν τέχνης υψηλής. Κάθε διήγημα κόσμος ολόκληρος. Δεν σας τέρπουν, δεν σας συγκινούν μόνον, σας μετεωρίζουν. Αν ήτο δυνατόν να γνωσθούν όπως πρέπει, και όπου πρέπει, οι μεγαλύτεροι διηγηματογράφοι θ’ ανεγνώριζον τον Βιζυηνόν αδελφόν των…» […]
Αμέσως έπειτα από το θάνατο του Βιζυηνού (στις 15 Απριλίου 1896) δημοσιεύονται στον ημερήσιο τύπο αρκετά άρθρα και σχόλια για τα διηγήματά του. […] Στις μεταθανάτιες αυτές αξιολογήσεις και αποτιμήσεις διαπιστώνεται πια ομόφωνα και κάπως πανηγυρικά πως ο διηγηματογράφος Βιζυηνός είναι ανώτερος και σημαντικότερος από τον ποιητή. […]
Λίγους μήνες αργότερα, στο άρθρο του «Ζωντανοί νεκροί», δημοσιευμένο στην εφημερίδα Το Άστυ, στα 1897, ο Παλαμάς σημειώνει: «Τα διηγήματά του, δημοσιευθέντα κατά πρώτον εις την Εστίαν, εσημείωσαν νέον σταθμόν, ενεκαινίασαν εποχήν, νέαν τέχνην έφεραν εις φως. Από τότε το διήγημα, το μέγα τούτο και πολυσήμαντον είδος της τέχνης, επήρε δρόμον. Και τον δρόμον αυτόν εξακολουθεί μεθ’ όλα τα προσκόμματα».
[…]
Τα διηγήματα του Βιζυηνού συγκεντρώνουν όλες τις προϋποθέσεις της καλής αφηγηματικής πεζογραφίας. Διακρίνονται για την αφηγηματική ικανότητα, για την τεχνική διάρθρωση της πλοκής, για την πλαστική δύναμη στη διαγραφή των χαρακτήρων, αλλά προπαντός για τη διείσδυση στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής και την έντονη δραματικότητα. Ψυχογραφικός και δραματικός πεζογράφος είναι κατά κύριο λόγο ο Βιζυηνός· μπορεί να μας κάνη να ενδιαφερθούμε ζωηρά για την ιστορία που μας λέει, μπορεί να ζωντανέψη άμεσα και παραστατικά τα πρόσωπά του, αλλά περισσότερο ακόμα –ικανότητα που είναι η δυσκολώτερη και η σημαντικότερη για έναν πεζογράφο– μπορεί να εισδύση στην ανθρώπινη ψυχή και να εικονίση την εσωτερική τρικυμία και το δράμα της. […]
*Αποσπάσματα από κείμενο του κριτικού λογοτεχνίας και πανεπιστημιακού Απόστολου Σαχίνη, που έφερε τον τίτλο «Το διήγημα του Γ. Βιζυηνού» και είχε δημοσιευτεί το 1968 (ΑΠΘ, επιστημονική επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής, έκδοση 1968).
Ο διηγηματογράφος και ποιητής Γεώργιος Βιζυηνός (ψευδώνυμο του Γεωργίου Μιχαηλίδη) γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου 1849 στη Βιζύη, κωμόπολη της Ανατολικής Θράκης, και απεβίωσε στο Φρενοκομείο Δρομοκαΐτου (Δρομοκαΐτειο) στις 15 Απριλίου 1896, αφού πρώτα βασανίστηκε από γενική παράλυση των φρένων μετά κινητικής αταξίας.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις