Είχαμε καιρό να δούμε τον Δημήτρη Χορν στη σκηνή. Η τελευταία δημόσια εμφάνισή του ήταν σε ένα ρόλο κάπως ασυνήθιστο γι’ αυτόν, που όμως τον διεκπεραίωσε με απόλυτη επιτυχία.

Εννοούμε το πέρασμά του από τη διοίκηση της ΕΡΤ (ΕΙΡΤ λεγόταν τότε), στο διάστημα ανάμεσα στη μεταπολίτευση και το δημοψήφισμα.

[…]


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 18.11.1976, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στη σύντομη ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, η «περίοδος Χορν» παραμένει μια από τις λίγες λαμπρές σελίδες και αποτελεί ένα φωτεινό σημείο αναφοράς.

Ο ίδιος όμως προτιμάει να μιλάει μόνο για το θέατρο. Και γι’ αυτό τον ρωτάμε, ίσως με λίγα υπονοούμενα, γιατί αποφάσισε «να γυρίσει πάλι στο θέατρο».

«Μα ποτέ δεν άφησα το θέατρο», διευκρινίζει.

[…]

Τότε, λοιπόν, η τωρινή παρουσία του στα «Διονύσια» θα πρέπει να θεωρηθεί φυσιολογική συνέχεια τής μέχρι τώρα δουλειάς του και όχι έκτακτη επανεμφάνιση;

«Φυσικά», απαντάει λίγο ενοχλημένος. «Δεν έγινα ξαφνικά ερασιτέχνης, μετά από 36 χρόνια θέατρο, για να κάνω έκτακτες εμφανίσεις».


Ναι, ο Χορν σίγουρα μόνο «ερασιτέχνης» δεν θα μπορούσε να ονομαστεί. Αρκετές φορές, όμως, έχει συμβεί να αφήσει στη μέση ένα έργο, τη στιγμή της μεγάλης επιτυχίας. Ή να διακόπτει τις εμφανίσεις του για μια-δυο εβδομάδες, δίνοντας το ρόλο του σε άλλον ηθοποιό, όπως είχε κάνει στην «Οδό Ονείρων» του Χατζιδάκι. Πράγματα πολύ γνωστά στο θεατρικό χώρο και στους θεατρόφιλους, που γίνονται αφορμή να λέγεται ότι ο Χορν παίζει μόνο όταν του κάνει κέφι.

«Ξέρω, ξέρω τι λένε για μένα. Όμως, το θέατρο δεν έχει γίνει για να παίζεις το ίδιο έργο σε 300 παραστάσεις. Αυτό είναι μεγάλη φθορά για τον ηθοποιό. Είναι θάνατος. Αν παίζεις για πολύ καιρό ένα έργο, έρχεται μια στιγμή που ή βλέπεις ότι το έργο είναι ευτελές και δεν μπορείς πια να το υποστηρίξεις ή, αν είναι σημαντικό, διαπιστώνεις ότι ο κάματος δεν σου επιτρέπει πια να το υπηρετήσεις. Εγώ, προσωπικά, όταν καταλαβαίνω ότι δεν μπορώ να ανταποκριθώ άλλο, ντρέπομαι το κοινό μου. Δεν θέλω να παίρνω το πενηντάρι του θεατή και να παίζω όπως-όπως. Και πολλοί συνάδελφοι που με κατηγορούν γι’ αυτό, όταν φτάνουν οι ίδιοι στις 200 παραστάσεις, λένε πολλές φορές: Τι δίκιο που είχε ο Χορν! Το ζήτημα είναι να έχεις συναίσθηση της ευθύνης σου. Ο ηθοποιός πρέπει να είναι καλλιτέχνης. Και καλλιτέχνης σημαίνει όχι μόνο ταλέντο, αλλά και γενικότερη συγκρότηση και πάνω απ’ όλα «τεχνική», που καταχτιέται με σκληρή καθημερινή άσκηση. Σήμερα, όμως, έχουμε γίνει ηθοποιοί, δηλαδή επαγγελματίες του θεάματος και όχι καλλιτέχνες. Κι αυτό γιατί στη δουλειά μας δεσπόζει το ταμείο».

Συζητάμε αρκετή ώρα πάνω σ’ αυτό το λεπτό θέμα της εξάρτησης του καλλιτέχνη από το ταμείο. Ξέρει ότι ο ίδιος θεωρείται «προνομιούχος», γιατί έχει οικονομική άνεση. Όμως, αυτήν την άνεση δεν την είχε από την αρχή της καριέρας του και, παρ’ όλα αυτά, δεν παρασύρθηκε από το κυνήγι της οικονομικής επιτυχίας.

«Θα μπορούσα να είχα κάνει περιουσία μέσα σ’ αυτά τα 36 χρόνια από τη δουλειά μου στο θέατρο, αν ήταν αυτό που με ενδιέφερε. Αλλά, όταν ανεβάζω ένα έργο, φοβάμαι από τη μια μην αποτύχει και από την άλλη μην τυχόν έχει μεγάλη επιτυχία».

[…]


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 18.11.1976, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Χορν θεωρεί σκόπιμη τη δημιουργία περισσότερων Κρατικών Σκηνών, οι οποίες να λειτουργούν, βέβαια, με εναλλασσόμενο ρεπερτόριο, δίνοντας την ευκαιρία στον κάθε ηθοποιό να παίζει δυο και τρεις ρόλους σε κάθε σεζόν από τη μια, χωρίς από την άλλη να εξαντλείται από τις πολλές συνεχόμενες παραστάσεις του ίδιου έργου.

[…]

Γυρίζουμε τη συζήτηση στα γενικότερα προβλήματα του θεάτρου μας.

«Είναι παράλογο να έχει η Αθήνα περισσότερα θέατρα από το Λονδίνο», παρατηρεί. «Στα 40 αυτά θέατρα ανεβαίνουν κάθε χρόνο τουλάχιστον 50 έργα. Ποιος μπορεί να βλέπει 50 έργα μέσα σε ένα χρόνο, όσο θεατρόφιλος και να είναι; Και από την άλλη μεριά, πού να βρεθούν 50 καλά έργα το χρόνο;»

[…]

Πού βρίσκεται σήμερα το θέατρό μας; Τι δυναμικό διαθέτει; Βλέπουμε ότι ο Χορν έχει σκεφτεί πολύ το θέμα. Τον απασχολεί. Σαν γνήσιος θεατράνθρωπος που είναι, πονάει το θέατρο.

«Σήμερα λειτουργούν στην Ελλάδα 37 Δραματικές Σχολές. Τριάντα επτά Σχολές που βγάζουν, κάθε χρόνο, 200 μέλλοντες πικραμένους ανθρώπους. Όλοι ξεκινάν με όνειρα και πολλοί αναγκάζονται, μετά από λίγο, να αφήσουν το θέατρο. Και είναι σκληρό να πεις σε έναν άνθρωπο που ξόδεψε τρία χρόνια από τη ζωή του ότι πρέπει να τα παρατήσει».


Δεν βγαίνουν πια καλοί ηθοποιοί λοιπόν;

«Αυτές οι Σχολές λειτουργούν για να βγουν οι δυο-τρεις πολύ καλοί. Όπως άλλωστε και όλες οι σχολές και τα πανεπιστήμια. Και δεν θα έλεγα ότι πρέπει να κλείσουν. Όμως, να μην δίνουν αυτόματα άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Προσωπικά πιστεύω ότι ο θεσμός της άδειας πρέπει να καταργηθεί τελείως. Ή, τουλάχιστο, να δημιουργηθεί κάτι σαν Ακαδημία Θεάτρου να δίνει τις άδειες. Όποιος θέλει θα μπορεί να σπουδάσει στις Σχολές. Αλλά αν ξέρει ότι αυτά τα τρία χρόνια μπορεί να πάνε και χαμένα, θα το σκέφτεται περισσότερο πριν το αποφασίσει».

Δεν φαίνεται ενθουσιασμένος από την κατάσταση που βρίσκεται το θέατρό μας σήμερα.

«Το θέατρο το έφθειρε πρώτα ο κινηματογράφος και τώρα η τηλεόραση», μας λέει. Και διευκρινίζει: «Το κακό ξεκίνησε από τη στιγμή που ο κινηματογράφος άρχισε να καθιερώνει πρωταγωνιστές».

[…]

«Η τηλεόραση είναι φθορά και όχι προσφορά για τον ηθοποιό. Δεν του προσφέρει καμιά δυνατότητα να δείξει ή να αναπτύξει το ταλέντο του. Αντίθετα, με τις συνθήκες δουλειάς που του επιβάλλει, τον εξαντλεί. Και επιπλέον η τηλεόραση διαβρώνει και το γούστο του κοινού. Μια μερίδα του κοινού πηγαίνει σήμερα στο θέατρο όχι για το θέατρο, αλλά για να δει τους αστέρες που έχει γνωρίσει στην τηλεόραση. Θέλει, όμως, και να τους βρει όπως τους γνώρισε. Μόλις τους δει σε διαφορετικούς ρόλους, απογοητεύεται και τους εγκαταλείπει».

Ο Χορν καταφέρεται και κατά του κινηματογράφου. Ο ίδιος έχει παίξει σε λίγες μόνο ταινίες.

«Με τον κινηματογράφο δεν τα πήγαινα ποτέ καλά. Δεν τον αγάπησα και δεν μ’ αγάπησε ούτε αυτός. Και σαν θεατής ακόμα προτιμάω το θέατρο. Ούτε στην τηλεόραση θα ήθελα να παίξω. Επιδιώκω τη ζωντανή επαφή με το κοινό. Η κάμερα με παγώνει. Ακόμα και το ραδιόφωνο, στο οποίο είχα δουλέψει στο παρελθόν, δεν μου είπε ποτέ τίποτα».

[…]


Φεύγοντας τον ρωτάμε αν του αρέσει να σκηνοθετεί.

«Δεν πιστεύω ότι είμαι σκηνοθέτης», απαντάει σταθερά. «Άλλωστε, δεν πιστεύω ότι μπορείς να παίζεις και να σκηνοθετείς συγχρόνως τον εαυτό σου. Γι’ αυτό και όποτε βρίσκομαι με έναν ικανό σκηνοθέτη, αφήνομαι απόλυτα να με κατευθύνει εκείνος».

Έχουμε καλούς σκηνοθέτες σήμερα;

«Οπωσδήποτε. Τον Κουν, τον Σολωμό, τον Ευαγγελάτο… Αλλά, πέστε μου, δεν είναι τραγικό η πρωτοπορία στην Ελλάδα να είναι ακόμα σήμερα ο Κουν, αυτός που αντιπροσώπευε την πρωτοπορία του ’40;»

*Αποσπάσματα από συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Δημήτρης Χορν στον «Ταχυδρόμο» και στον Μπάμπη Κομνηνό το 1976. Η συνέντευξη είχε δημοσιευτεί στο υπ’ αριθμόν 47 τεύχος του «Ταχυδρόμου», που είχε κυκλοφορήσει στις 18 Νοεμβρίου 1976.

Ο αθηναίος ηθοποιός Δημήτρης Χορν γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου 1921 και απεβίωσε στις 16 Ιανουαρίου 1998.