Κανείς δεν μένει δεκαοκτώ
Η διαφορά στους νέους του '08 και στους νέους του '23 είναι πως οι μεν μεγάλωσαν στην ευημερία και στην Ελλάδα της εξωστρέφειας, βλέποντας σταδιακά το μέλλον τους να διαμορφώνεται με έναν τρόπο που δεν είχαν προβλέψει, και οι δε έμαθαν να τρώνε τις σφαλιάρες των κρίσεων τη μια μετά την άλλη
- Κίνα: Αυτοκίνητο έπεσε επάνω σε πλήθος έξω από δημοτικό σχολείο – Τουλάχιστον 10 τραυματίες
- Θα «σπάσει» η Ελλάδα το καλούπι του δεξιού λαϊκισμού στην ΕΕ;
- Tη Georgia O’ Keeffe δεν την ένοιαζε που είχε 58 χρόνια διαφορά με τον Juan Hamilton
- Το ΠΑΣΟΚ πολιορκεί το κέντρο που «χάνει» η ΝΔ και τη βαφτίζει «γαλάζιο ΣΥΡΙΖΑ»
Αυτές τις ημέρες γυρνάω συχνά στον Δεκέμβριο του 2008. Ο λόγος είναι μάλλον προφανής – πολλές φορές οι δεκαοκτάρηδες εκείνης της περιόδου ξεχνούν τον τρόπο με τον οποίο τους διαμόρφωσε μια στιγμή, ένα βράδυ στα Εξάρχεια. Μια μοιραία κίνηση, αποτέλεσμα συστημικής συνήθειας, εμπεδωμένης νοοτροπίας και πολιτικών ολιγωριών. Ξεχνούν το πώς επηρέασε τις μετέπειτα επιλογές τους, σε μια δεκαετία κρίσεων, μέχρι να αλλάξουν ηλικιακό γκρουπ, να «νοικοκυρευτούν» και να αφήσουν στους υπόλοιπους, μικρότερους και μεγαλύτερους, να διαχειριστούν και να διορθώσουν την κατάσταση. Ακόμα κι αν τίποτα άλλο δεν θυμίζει εκείνη την τρομερή στιγμή, την αρχή μιας ταραγμένης εποχής, κάθε φορά που ο αέρας φυσάει ανάποδα, όλο και κάτι φέρνει μαζί του. Ως αχνή μνήμη, ως παράδειγμα προς αποφυγή; Μάλλον ως προειδοποίηση.
Είναι εύκολο να αγνοήσει κανείς το σύνθημα «το κράτος μας σκοτώνει» όταν το φωνάζουν μαθητές και φοιτητές. Οι πρώτοι δεν ψηφίζουν ακόμα, σχεδόν δεν μετριούνται από τους δημοσκόπους. Οι δεύτεροι σε μεγάλο βαθμό απέχουν πια από τις εκλογικές διαδικασίες, πεπεισμένοι ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Σε κάθε περίπτωση, θεωρούνταν παραδοσιακά χαμένα ακροατήρια για τα κόμματα που εναλλάσσονται στις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις – αν κάποιος καταφέρει να κερδίσει τη ψήφο τους, τότε μάλλον επισφραγίζει ένα αποτέλεσμα που προέκυψε αλλού, αλλιώς, από άλλους. Οι νέοι, λένε όσοι διαβάζουν χρόνια έρευνες, δεν κρίνουν ποτέ την κάλπη.
Γιατί να ασχολούμαστε, άρα; Γιατί έχει σημασία για τα στελέχη των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου να μην έρχονται αντιμέτωπα με την απαξίωση της νέας γενιάς; Η πεποίθηση πως «η κακιά η (χ)ώρα» τρώει τα παιδιά της δεν είναι περισσότερο επικίνδυνη την ώρα του ξεσπάσματος, ακόμα κι όταν αυτό περιλαμβάνει φωτιές και σπασμένες βιτρίνες. Στην πραγματικότητα, χειροτερεύει σημαντικά όταν κακοφορμίζει και ειδικά όταν φαίνεται πως έχει γιατρευτεί. Και όποιος θεωρεί σήμερα πως η Ελλάδα αντέχει να αφήσει άλλη μια γενιά πολιτών να πετάξει την ψήφο και τη λογική της στα σκουπίδια, για να τη γλιτώσει με τις λιγότερες πιθανές απώλειες, μουντζουρώνει τα επόμενα δέκα χρόνια.
Η διαφορά στους νέους του ’08 και στους νέους του ’23 είναι πως οι μεν μεγάλωσαν στην ευημερία και στην Ελλάδα της εξωστρέφειας, βλέποντας σταδιακά το μέλλον τους να διαμορφώνεται με έναν τρόπο που δεν είχαν προβλέψει, και οι δε έμαθαν να τρώνε τις σφαλιάρες των κρίσεων τη μια μετά την άλλη. Είναι, αν μη τι άλλο, περισσότερο ανθεκτικοί, πιο υπομονετικοί, αλλά και πιο απογοητευμένοι. Σε αυτούς δεν πιάνουν οι υποσχέσεις για ελπίδα που έρχεται, δεν πιάνουν τα boomer αστεία, δεν πιάνει καν το κομματικό ντάντεμα. Ισως ανταποκρίνονται καλύτερα στον κυνισμό – «αυτοί είστε», παρότι τις περισσότερες φορές δεν διανοούνται καν να ψηφίσουν αυτόν που το είπε πρώτος. Μιλάμε για όσους ενηλικιώθηκαν συμβιβαζόμενοι με ένα πολιτικό σύστημα χαμηλών προσδοκιών, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις από τους αντιπροσώπους τους. Εμαθαν να ανέχονται ό,τι δεν τους αρέσει για να έχουν τα στοιχειώδη. Και στην σύγκρουση δύο τρένων στα Τέμπη διαπίστωσαν πως δεν τα έχουν ούτε αυτά. Οταν σκάσουν, θα σκάσουν στα μούτρα όλων. Και αυτές τις μέρες μοιάζουν να έχουν φτάσει στα όριά τους.
Οποιος νιώθει ασφάλεια στο «όλοι ίδιοι είναι», γιατί δεν στοχοποιείται μόνος του αλλά με παρέα τους απέναντι, δεν έχει κατανοήσει το πρόβλημα: κανείς δεν μένει για πάντα δεκαοκτώ.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις