Ο Ρουβίκωνας ανέλαβε την ευθύνη για την καταδρομική επίθεση που πραγματοποιήθηκε νωρίτερα το βράδυ της Παρασκευής στα κεντρικά γραφεία της Hellenic Train στη λεωφόρο Συγγρού.

Τα μέλη του Ρουβίκωνα πέταξαν πέτρες προκαλώντας φθορές στις τζαμαρίες του κτιρίου και στην είσοδο των γραφείων.

Στην μακροσκελές κείμενο, με το οποίο αναλαμβάνει την ευθύνη για την επίθεση, ο Ρουβίκωνας θέτει τρία ερωτήματα «για το μαζικό έγκλημα στα Τέμπη και που αν δεν απαντηθούν, οι 57 έως τώρα δολοφονημένοι δεν θα είναι τα θύματα, θα είναι τα πρώτα θύματα».

Αυτά είναι:  «Γιατί συνέβη, πώς θα πληρώσει αυτός που φταίει, πώς δεν θα ξανασυμβεί».

Ολόκληρο το κείμενο ανάληψης της ευθύνης:

Γιατί συνέβη, πώς θα πληρώσει αυτός που φταίει, πως δεν θα ξανασυμβεί.

Αυτά είναι τα τρία ερωτήματα που αφορούν το μαζικό έγκλημα στα Τέμπη και που αν δεν απαντηθούν, οι 57 έως τώρα δολοφονημένοι δεν θα είναι τα θύματα, θα είναι τα πρώτα θύματα.

Και δεν φτάνει να απαντηθούν. Πρέπει και οι απαντήσεις να δημιουργήσουν πράξη. Να αλλάξουν πράγματα. Αυτοί που φταίνε πρέπει να έχουν συνέπειες. Το μέλλον πρέπει να εξασφαλιστεί.

Τους σιδηρόδρομους τους ελέγχει το κράτος και το κεφάλαιο. Το κεφάλαιο την βιτρίνα και τα κέρδη, το κράτος ως συνήθως, τις υποδομές και τα κόστη. Από την μία, η Ιταλική εταιρεία που της έκαναν δώρο δημόσιο πλούτο δισεκατομμυρίων, αλλά και οι γνωστές διαπλεκόμενες εταιρείες σε όλα τα δημόσια έργα, πχ Άκτωρ. Από την άλλη, ο κρατικός μηχανισμός, η κυβέρνηση, οι πολιτικοί, τα κόμματα. Όλοι αυτοί, έβγαλαν κέρδη και διαχειρίστηκαν χρήματα που έχουν προέλθει από τον μισθό, δηλαδή τη δουλειά όλων μας. Και είχαν μια δουλειά να κάνουν. Να κυκλοφορούν τα τρένα στο υποτυπώδες ελληνικό σιδηροδρομικό δίκτυο, στην ώρα τους, με μια στοιχειώδη άνεση και να πηγαίνουν οι άνθρωποι στον προορισμό τους.

Χρειάστηκε η δολοφονία στα Τέμπη για να πληροφορηθούμε πώς έκαναν αυτή τη δουλειά.

Από τη μία η εταιρεία, ο «επενδυτής», που επιδοτούνταν με 50 εκατομμύρια τον χρόνο για την «Άγονη Γραμμή»(!) Αθήνα-θεσσαλονίκη. Αυτή αγόρασε τρένα που πήγαιναν για παλιοσίδερα και μας τα παρουσίασε σαν τεχνολογικά θαύματα. Η εταιρεία που δεν ήξερε πόσοι επιβάτες είναι στο τρένο της. Η εταιρεία που πάνω από όλα, στην πιο αυτονόητη έκφραση «ατομικής» και «εταιρικής» ευθύνης δεν είπε μισή κουβέντα για την καρμανιόλα στην οποία έμπαιναν χιλιάδες αθώοι καθημερινά για δεκαετίες, ενώ καρπώνονταν τα πανάκριβα, για τα εισοδήματά μας, εισιτήρια. Κολλητά και οι άλλες εταιρείες, αυτές των αναθέσεων στα έργα ασφάλειας και δικτύου. Αυτές που πήραν τα χρήματα κι έφυγαν. Αυτό είναι το κεφάλαιο.

Από την άλλη οι κυβερνήσεις, δηλαδή τα καθεστωτικά κόμματα. Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ που συνειδητά υποβάθμισαν τους δημόσιους σιδηρόδρομους. Ο Σύριζα που τους ιδιωτικοποίησε και λυπημένος παρακολούθησε την κατάρρευση. Η ΝΔ του Μητσοτάκη τέλος που μετέτρεψε το επάγγελμα του σταθμάρχη σε μοναδικό Θεό που οι στιγμιαίες αποφάσεις ή τα λάθη του γεμίζουν νεκροταφεία. Δίπλα, και ο σταθερός κρατικός μηχανισμός. Υποστελεχωμένος, δομικά κακοφορμισμένος βρίσκεται να πρέπει να διαχειριστεί καθήκοντα που δεν μπορεί, ειδικά όταν πρέπει να κάνει τον λατζιέρη εταιρειών. Κάπου εκεί και ένα δίκτυο διαφθοράς και ευνοιοκρατίας, με ρουσφέτια από πολιτικούς μέχρι και δουλειές με λαθρεμπόρια μετάλλων, σε ένα πιο λούμπεν επίπεδο. Αυτό είναι το κράτος.


Κράτος και κεφάλαιο λοιπόν έπρεπε να λειτουργήσουν τους σιδηρόδρομους και σχεδόν δυο δεκαετίες η ασφάλειά τους επιδεινώνεται για να φτάσουμε σήμερα να λειτουργούν τρένα τεχνολογίας του 2023 με ελλιπή μέτρα ασφάλειας του 1950.

Ένα είναι βέβαιο. Ότι άργησε τόσο πολύ μια τέτοια δολοφονία το οφείλουμε αποκλειστικά και μόνο στις ικανότητες και την συνείδηση των εργαζόμενων στα τρένα, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα ευθύνης. Άνθρωποι που φορτώθηκαν τέτοιο καθήκον διαχειριζόμενοι όχι καρβουνιάρηδες, αλλά το κάθε «Βέλος» των 200χλμ/ώρα επικοινωνώντας από τα κινητά τους, αξίζουν το σεβασμό όλης της κοινωνικής βάσης. Και κατά κανέναν τρόπο τα όποια περιστατικά ευνοιοκρατίας δεν αμαυρώνουν το εργατικό επίτευγμα για πάνω από μια δεκαετία να μην έχουμε Τέμπη υπό αυτές τις συνθήκες ασφάλειας.

Και δεν έπαψαν να προειδοποιούν, να προσπαθούν να ενημερώσουν. Κανείς δεν άκουσε, η συνδικαλιστική φωνή είναι μια φωνή που η εξουσία θέλει να σιγήσει. Δεν τους αγνόησαν απλά, τους εξαφάνισαν μέσα από την απαξίωση και τη συκοφαντία. Σήμερα αρκετοί από αυτούς είναι νεκροί. Γιατί τελικά η στατιστική είναι αμείλικτη. Κράτος και κεφάλαιο δολοφόνησαν ξανά.

Και από γύρω τα ΜΜΕ, που από τα μνημόνια και μετά είναι συγκολλητική ουσία ενός μπλοκ οικονομικής και πολιτικής εξουσίας που εκφράζεται δημόσια από τη Ν.Δ., να πρέπει να αντιμετωπίσουν το πλατύ κύμα συνειδητοποίησης που προκάλεσε αυτή η δολοφονία. Την δυνατότητά της να προσφέρει οφθαλμοφανή συμπεράσματα στους πάντες. Δεν υπάρχουν προπαγάνδες για να κρύψουν τους υπεύθυνους, είναι μπροστά στα μάτια μας, αυτοί με ονόματα και διευθύνσεις που απαρτίζουν το κράτος και το κεφάλαιο.

Τα ΜΜΕ δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την συνειδητοποίηση που έφερε αυτό το γεγονός. Όχι σε ένα επίπεδο γνώσης. Όλοι είδαν τους δεκάδες χιλιάδες επιπλέον νεκρούς από την διάλυση του ΕΣΥ στην πανδημία. Όλοι γνωρίζαμε. Αλλά η αμεσότητα και η διαύγεια μια τέτοιας τραγωδίας μπόρεσε να βγάλει στον δρόμο εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που ένιωσαν έναν πολύ χειροπιαστό κίνδυνο. Με αυτούς που μπλέξαμε ούτε το τρένο Αθήνα-Θεσσαλονίκη δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε… Παλεύουν οι καθεστωτικοί παπαγάλοι να κόψουν σε μικρά κομμάτια τις ευθύνες και να χρεώσουν ένα άτομο φορτωμένο με υπεράνθρωπες απαιτήσεις. Οι κυβερνητικές ελίτ κάνουν ελιγμούς με επικοινωνιακές γραμμές, παραιτήσεις, γκάλοπ και ψεύτικα δάκρυα. Την ίδια ώρα άλλοι καθεστωτικοί πηδάνε από το καράβι και πάνε με το κύμα βλέποντας την κρίση ως ευκαιρία για το δικό τους ξέπλυμα.

Διότι μην ξεχνάμε, όλα αυτά συμβαίνουν ακριβώς στην αρχή της περιόδου αναπαραγωγής της αστικής δημοκρατίας. Τις εκλογές. Κι αυτό περιπλέκει πολύ τα πράγματα.

Τα περιπλέκει για αυτούς, όχι για εμάς.

Ο μοναδικός τρόπος να πληρώσουν αυτοί που φταίνε, το κράτος και το κεφάλαιο, είναι να πάρουμε εμείς την πολιτική στα χέρια μας και να τους ρίξουμε στα σκοινιά. Καλά κάνουν και φοβούνται την αντισυστημικότητα. Και ξέρουμε ποια «αντισυστημικότητα» θα σπρώξουν οι συστημικοί αν δουν ότι η κατάσταση δεν μαζεύεται. Οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στον δρόμο όμως έκαναν ένα σινιάλο. Ο αέρας που πήρε το καθεστώς τα τελευταία χρόνια θα κοπεί μαχαίρι.

Πεθαίνουμε χωρίς εντατικές και γιατρούς από covid, πεθαίνουμε στα τρένα χωρίς σύστημα ασφάλειας και χωρίς προσωπικό, καιγόμαστε χωρίς πυροσβέστες και μέσα, τα όσα τους πληρώνουμε «για να κάνουν τη δουλειά» πηγαίνουν σε προσλήψεις χιλιάδων αστυνομικών, στην αγορά Ραφάλ, στα κέρδη εταιρειών και βέβαια στο πανηγύρι διαφθοράς ανάμεσα στην αστική τάξη και τις πολιτικές ελίτ. Τις ελίτ που βρήκαν αυτήν τη στιγμή την ευκαιρία να ανοίξουν την ιδιωτικοποίηση του νερού και να δώσουν σε επενδυτές το ογκολογικό νοσοκομείο παίδων. Αδίστακτοι…

Η απάντηση είναι στην αντισυστημικότητα. Σε αυτή που διεκδικεί την ενότητα των εργαζόμενων ανθρώπων που τους ωθεί να μην σταματούν να πιέζουν, να επιδιώξουν να ανακαταλάβουν το δημόσιο από κράτος και ιδιώτες και να το διευρύνουν. Να οργανωθούν στη δουλειά, στην γειτονιά, στην πολιτική. Αλληλέγγυα και αποφασιστικά. Γεμίζοντας δρόμους και πεζοδρόμια, έξω και μαχητικά ενάντια στις συστημικές λύσεις, χωρίς αυταπάτες και αναθέσεις αυτήν τη φορά.

Αν αυτήν τη στιγμή ακούμε την εξουσία να κλαψουρίζει είναι γιατί φοβήθηκε. Φοβήθηκε τον συλλογικό θρήνο που υπονοεί μια συλλογική συνείδηση. Φοβήθηκε που τα άπλυτά της βγήκαν έτσι στη φόρα. Φοβήθηκε το σινιάλο της οργής στον δρόμο. Όταν της περάσει ο φόβος θα κάνει τα ίδια, το ξέρουμε. Γιαυτό δεν πρέπει να της περάσει. Και μόνο έτσι όχι μόνο θα πληρώσουν οι υπεύθυνοι, αλλά και θα μπορούμε να ελπίσουμε ότι θα έχουμε νοσοκομεία και γιατρούς, πυροσβέστες και πυροσβεστικά μέσα και θα μπορούμε να παίρνουμε το νυχτερινό τρένο Αθήνα-θεσσαλονίκη χωρίς την ψυχή στο στόμα. Έτσι, οι απαντήσεις που όλη η βάση δίνει αυτή την ώρα θα γίνουν και πράξη.