Ρένος Αποστολίδης: Κάθε προσαρμογή είναι προδοσία
Μια ανήσυχη, δυναμική και ιδιόμορφη προσωπικότητα
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
Αν χρειαζόταν με δυο λόγια να χαρακτηρίσω τον τόμο δοκιμίων και μελετών του κ. Ρένου Αποστολίδη «Κριτική του μεταπολέμου», θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα ζωντανό και τολμηρό βιβλίο. Ξέρω πως η τόλμη μόνη της δεν αρκεί, όταν μάλιστα τείνει να υψωθεί σε αξία αυτή καθ’ εαυτή για κείνον που την αναλαμβάνει. Υπάρχει ο κίνδυνος το εντυπωσιακό της ενέργειας να βαρύνει περισσότερο στη συνείδησή του από το περιεχόμενο και την αποτελεσματικότητά της. Και δεν νομίζω ότι τον κίνδυνο αυτόν τον αποφεύγει πάντα ο κ. Αποστολίδης. Αλλά για να είμαι ειλικρινής, θα πρέπει να ομολογήσω ότι, προκειμένου για νέους, προτιμώ την άρνηση κι’ όταν ακόμη, σαθρά θεμελιωμένη, αδικεί ή, στην υπερβολή της, κινδυνεύει να χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα από την χωρίς αντιδράσεις αναγνώριση του υπάρχοντος.
Γιατί στην «παραδοχή» αυτή, όταν δεν υποκρύπτεται κάποιος υπολογισμός –τόσο ξένος στον ιδεαλισμό και το ανυστερόβουλο πνεύμα της νεότητας– θα πρέπει να αναζητήσουμε κάτι το παθολογικό. Ο νέος που δεν εξεγείρεται και δεν επαναστατεί –δεν έχει σημασία εναντίον τίνος– προδίδει την αποστολή της νεότητας. Που δεν είναι άλλη από την ανανέωση της ζωής στις πολύπλευρες εκδηλώσεις της διά μέσου της άρνησης.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 24.3.1963, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Μια σειρά από μελέτες, που τις διακρίνει όλες οξυτάτη για να μην πω εριστική πολεμική διάθεση, αποτελούν το βιβλίο του κ. Αποστολίδη. Δημοσιευόμενες σε διάφορα έντυπα της τελευταίας δεκαετίας, προκαλέσανε τις πιο διαφορετικές αντιδράσεις. Συγκεντρωμένες όμως όπως τις συναντάμε σήμερα, δείχνουν τον συγγραφέα τους να αποτολμά, έστω και χωρίς σύστημα και αποσπασματικά, κριτική θεώρηση του συνόλου της ελληνικής μεταπολεμικής ζωής, με τις αναπόφευκτες, φυσικά, αναδρομές στο άμεσο παρελθόν: Λογοτεχνία, Παιδεία, Πολιτική. Όλα αυτά από τη σκοπιά του πνεύματος. Ο τρόπος που ασκεί την κριτική του μάς φέρνει στη σκέψη τον Γιάννη Αποστολάκη, από τον οποίο πολλά φαίνεται να διδάχτηκε και πολύ να επηρεάστηκε ο κ. Αποστολίδης. Δεν εννοώ τόσο τις ιδέες όσο την καθόλου κριτική στάση, τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν το λειτούργημα της κριτικής ο συγγραφέας της «Ποίησης στη ζωή μας». Φυσικά, οι διαφορές είναι περισσότερες από τις ομοιότητες. Ανάμεσα στ’ άλλα απουσιάζει η αυστηρότητα και η πληρότητα ενός «συστήματος» ιδεών και πεποιθήσεων και η εμμονή σ’ αυτό, που χαρακτηρίζουν κυρίως τον Αποστολάκη. Η συγγένεια όμως παραμένει και πολλά μπορεί να εξηγήσει.
Ο συγγραφέας της «Πυραμίδας» είναι ένας αδιάλλακτος εχθρός του κομφορμισμού. Κάθε προσαρμογή την βλέπει προδοσία. Όταν, μάλιστα, διαβλέπει ή έστω και υποπτεύεται όχι απολύτως αδιάβλητα ελατήρια, τότε η πολεμική του δεν έχει όρια και περιορισμούς. Το κομφορμιστικό πνεύμα, άλλωστε, έχει πάρει τέτοια έκταση στην εποχή μας, ώστε να μας γίνεται ευπρόσδεκτη η κριτική που ασκεί ο κ. Αποστολίδης κι’ όταν ακόμη οι διαπιστώσεις από τις οποίες ξεκινάει να το πολεμήσει δεν είναι επαρκής βάση για να στηρίξει την κριτική του. Ένα ελεύθερο άτομο (αναρχικό θα είταν ίσως η κυριολεξία) θέλει να βλέπει τον εαυτό του ο συγγραφέας, που μισεί και αρνείται την υποταγή στην όποια «ορθοδοξία» και αντιμάχεται ακόμη και την πειθαρχία σε οτιδήποτε. Προσωπικά, νομίζω ότι η στάση αυτή, θεωρητικά τουλάχιστο, καθώς αποτελεί την προϋπόθεση της ανοχής του αντιπάλου και της αναζήτησης του «διαλόγου», είναι η μόνη που απομένει στο πνεύμα για να πιστοποιήσει την ύπαρξή του στις δύσκολες μέρες που περνάμε. Στην πρακτική της εφαρμογή όμως συναντά πλήθος εμπόδια (μέσα σ’ ένα φθαρμένο περιβάλλον π.χ. δεν υπάρχει τίποτε το ολότελα άφθαρτο), που στην περίπτωση του κ. Αποστολίδη τα πολλαπλασιάζει ο υπερτροφικός εγωκεντρισμός.
Αν όχι το πιο καίριο, τουλάχιστο το πιο εποικοδομητικό τμήμα της κριτικής του κ. Αποστολίδη είναι, νομίζω, το αναφερόμενο στην Παιδεία. Η γερή φιλολογική του μόρφωση, η πείρα του ως εκπαιδευτικού, σε συνδυασμό με το οξύτατο κριτικό του πνεύμα, τον βοηθάνε να θεμελιώσει γερά τις παρατηρήσεις του. Αντιμάχεται την ειδικότητα σαν φθοροποιό του πνεύματος και προβάλλει το ιδεώδες του ολοκληρωμένου ανθρώπου και πολίτη. Ανεξάρτητα όμως από τη «θέση» που παίρνει, όσα συγκεκριμένα καταγγέλλει φτάνουν να μας βάλουν σε σκέψεις για το μέλλον του τόπου.
Με την ίδια παρρησία μιλάει ο συγγραφέας και για τα φιλολογικά θέματα, με κύριο στόχο του τη λεγόμενη γενιά του ’30. Εδώ αίτημα είναι η ποιότητα και ο αντικομφορμισμός. Στη βάση της η κριτική του παραμένει ορθή. Στην εξέταση ανθρώπων και έργων υπάρχουν διαφωτιστικότατες και ουσιαστικές παρατηρήσεις. Βέβαια, γνώρισμα της κριτικής του κ. Αποστολίδη παραμένει η υπερβολή και η άκρως μαχητική διάθεση. Προσωπικά δεν νομίζω ότι βλάφτουν σ’ ένα κριτικό κείμενο οι δυο αυτές ιδιότητες. Ό,τι νομίζω ως απαράδεκτο είναι η διάθεση αυτή να φθάνει ως τον διασυρμό. Εκείνο που ενδιαφέρει κυρίως είναι οι καταστάσεις. Τα άτομα μονάχα ως ενδεικτικά καταστάσεων επιτρέπεται να μας απασχολούν. Και την αρχή αυτή δεν την κρατάει πάντα, κι’ ας υποστηρίζει το αντίθετο, ο κ. Αποστολίδης. Ούτε όμως η παρατήρηση αυτή, και όσες προηγούμενες, ούτε η περισσολογία που σκιάζει το τόσο ζωντανό και προσωπικό, μολονότι υπερβολικά «διανθισμένο» ύφος του συγγραφέα, θα πρέπει να μας εμποδίσουν να ιδούμε στην «Κριτική του μεταπολέμου» ένα τολμηρό βιβλίο, που ανακινεί πολλά προβλήματα, καυτηριάζει πληγές και, κυρίως, εκφράζει μιαν ανήσυχη, δυναμική και ιδιόμορφη προσωπικότητα.
*Κείμενο του σπουδαίου Βάσου Βαρίκα για το συγγραφικό έργο του Ρένου Αποστολίδη «Κριτική του μεταπολέμου». Έφερε τον τίτλο Το «κατηγορώ» των νέων και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» πριν από εξήντα ολόκληρα χρόνια, στις 24 Μαρτίου 1963.
Ο Ρένος Αποστολίδης, ο «Ρένος» της νεοελληνικής γραμματείας, στον οποίον έχουμε αφιερώσει κατ’ επανάληψη άρθρα μας, απεβίωσε στις 10 Μαρτίου 2004, σε ηλικία 80 ετών.
Ο Βάσος Βαρίκας, εξαίρετος κριτικός βιβλίου και θεάτρου, μελετητής της λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος, γεννήθηκε το 1913 και απεβίωσε στις 27 Σεπτεμβρίου 1971.
Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ακολούθως Αισθητική και Ιστορία της Τέχνης στο Παρίσι.
Ο Βαρίκας αποτέλεσε επί σειράν δεκαετιών σημαντικό στέλεχος των εφημερίδων του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, των «Νέων» και του «Βήματος».
Η φωτογραφία του Ρένου Αποστολίδη στο παρόν άρθρο προέρχεται από το searchculture.gr (πηγή: Συλλογή ΕΣΗΕΑ).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις