Πολυεθνικές εταιρείες και περιβαλλοντικά δικαιώματα: Επικίνδυνες Σχέσεις
Η περίπτωση της Total είναι μόνο μία από τις εκατοντάδες παρόμοιες, που θέτουν σε κίνδυνο τα δικαιώματα του πληθυσμού και εκμεταλλεύονται τους πόρους της περιοχής
Πρόσφατα, σε μια κρίσιμη για τη νομική σκέψη εξέλιξη, το Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (IACtHR) αναγνώρισε την ύπαρξη δικαιώματος στο περιβάλλον με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο. Έκτοτε, η Λατινική Αμερική αναπτύσσει ενεργά νομολογία που κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, με βάση το άρθρο 26 της Αμερικανικής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η προσπάθεια αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί τυχαία: μέσω αυτής, οι χώρες της Λατινικής Αμερικής επιχειρούν να εδραιώσουν την πολιτιστική και εθνική ακεραιότητα των λαών τους. Η οικοδόμηση νομολογίας που αναγνωρίζει το δικαίωμα σε ένα υγιές περιβάλλον αποτελεί επίσης μια κρίσιμη κίνηση για την ενίσχυση της κυριαρχίας ενός κράτους: η κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελούσε ανέκαθεν αποφασιστικό στοιχείο του αυτοπροσδιορισμού ενός κράτους. Σύμφωνα με την παραδοσιακή θεωρία που θεμελιώθηκε στην αυγή του 19ου αιώνα από τον Georg Jellinek, τα θεμελιώδη δικαιώματα είναι το προϊόν μιας πράξης αυτοπεριορισμού του κράτους, το οποίο έθεσε όρια στη δράση του, δημιουργώντας ένα χώρο ελευθερίας για τους πολίτες. Υπό αυτό το πρίσμα, τα ατομικά δικαιώματα δημιουργήθηκαν και διασφαλίστηκαν, όπως έχει λεχθεί, λόγω της ύπαρξης του κράτους ως «προσωποποιημένου κυρίαρχου».
Ωστόσο, η νομική κατασκευή της κυριαρχίας, καλά ενσωματωμένη στη σύγχρονη νομική σκέψη, αδυνατεί να δώσει πειστική εξήγηση για πολλές από τις αλλαγές που εντοπίζονται σήμερα. Τελευταία, η κυριαρχία του κράτους αμφισβητείται, αφού πλέον ένας άλλος πόλος αναδύεται ως ο κύριος ανταγωνιστής του: οι επιχειρήσεις. Δεν αποτελεί καινοτομία για τη νομική σκέψη η αντίληψη ότι οι εταιρείες ενεργούν ως ιδιωτικές κυρίαρχες δυνάμεις. Ως εκ τούτου, καθώς οι εταιρείες μπορούν να έχουν τεράστιο αντίκτυπο στη διαχείριση του περιβάλλοντος, επηρεάζουν επίσης την απόλαυση του περιβάλλοντος από τον εκάστοτε πολίτη.
Κατά συνέπεια, η σύγχρονη νομική σκέψη φαίνεται να μένει αμήχανη μπροστά στον αναδυόμενο «εταιρικό πλουραλισμό» (corporation pluralism): στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων αγορών, οι εταιρείες δεν αναπτύσσουν μόνο οικονομική δραστηριότητα, αλλά παρεμβαίνουν επίσης άμεσα στα δικαιώματα των ανθρώπων (συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών). Ειδικά για την περιοχή της Λατινικής Αμερικής, αυτό εξηγείται εν μέρει από το γεγονός ότι οι νεοφιλελεύθερες πρακτικές εξακολουθούν να διαπερνούν ενεργά ολόκληρη την ήπειρο, διαμορφώνοντας την άποψη που επικρατεί για το ρόλο του κράτους, τις κατευθύνσεις των δημόσιων πολιτικών, καθώς και τη σχέση μεταξύ πολιτών και κράτους. Όπως έχει δηλώσει προηγουμένως ο David Harvey: «Ο νεοφιλελευθερισμός […] έχει ενσωματωθεί στον κοινώς αποδεκτό τρόπο με τον οποίο πολλοί από εμάς ερμηνεύουν, ζουν και κατανοούν τον κόσμο».
Ωστόσο, αυτός ο λεγόμενος «κοινώς αποδεκτός» τρόπος θέασης του κόσμου και αντίληψής του αμφισβητείται διαρκώς από τις κοινότητες ιθαγενών, με βάση εθνολογικές προοπτικές που εμείς, οι δυτικοί, δεν είμαστε σε θέση να παρακολουθήσουμε. Κατά συνέπεια, οι αυτόχθονες πληθυσμοί αμφισβήτησαν πολλάκις τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που απορρέουν από αυτές, ζητώντας την αναγνώριση των συλλογικών τους δικαιωμάτων (συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος διαβούλευσης για έργα που μπορεί να τους επηρεάσουν).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση της Total E&P, της βολιβιανής θυγατρικής εταιρείας της γαλλικής Total, που δραστηριοποιείται στο οικοσύστημα Chaco της Βολιβίας, άμεσα απειλούμενο από τη μείωση της διαθεσιμότητας νερού. Δεδομένου ότι πολλά έργα στο Chaco επικαλύπτουν εδάφη των αυτοχθόνων Guaraní, οι τελευταίοι συμμετείχαν σε πολλές προηγούμενες διαδικασίες διαβούλευσης και περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Ωστόσο, η Εθνοσυνέλευση της φυλής κατηγόρησε την Total E&P ότι ασκούσε πίεση και δωροδοκούσε τους εκπροσώπους των αυτοχθόνων κατά τη διάρκεια των διαδικασιών διαβούλευσης, ενώ οι κοινότητες των αυτοχθόνων υποστήριξαν ότι οι δραστηριότητες της Total θα παραβίαζαν τα δικαιώματά τους σε δίκαιη αποζημίωση, απασχόληση και νερό. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η Total E&P κατηγορήθηκε ότι είχε ήδη πραγματοποιήσει ακόμη και νέες δραστηριότητες σε εδάφη των Guaraní, χωρίς καμία προηγούμενη διαβούλευση.
Αυτή η αλαζονική συμπεριφορά φαίνεται και στις δηλώσεις της Total για τη σοβαρότητα και τη σημασία της όχι μόνο ως οικονομικού παράγοντα, αλλά και ως κρατικού. Ο ενεργειακός γίγαντας διεκδικούσε, πριν από λίγο καιρό, τον ρόλο του επίσημου εκπροσώπου της Γαλλίας. Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Total προέβη σε μια τολμηρή δήλωση, που δείχνει το επίπεδο της ανεξαρτησίας που ο όμιλος θεωρεί ότι έχει, δηλώνοντας: «Ακόμα και αν η Total είναι μια ιδιωτική εταιρεία […] κατά κάποιον τρόπο εκπροσωπεί την ίδια τη χώρα». Η δήλωση αυτή απεικονίζει εύστοχα τη διελκυστίνδα μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα που λαμβάνει χώρα σήμερα, θέτοντας υπό αμφισβήτηση ακόμη και τους παραδοσιακούς θεσμούς που εκπροσωπούν το κράτος: τον τελευταίο καιρό, οι εταιρείες, ο επιχειρηματικός κλάδος, τα ταμεία και ο τραπεζικός κλάδος υποκαθιστούν τα προξενεία και τις μόνιμες αντιπροσωπείες.
Η περίπτωση της Total είναι μόνο μία από τις εκατοντάδες παρόμοιες, που θέτουν σε κίνδυνο τα δικαιώματα του πληθυσμού και εκμεταλλεύονται τους πόρους της περιοχής. Η Texaco (και η διάδοχός της, Chevron) βρέθηκε στη μέση μιας σειράς νομικών μαχών, όταν οι τοπικές φυλές στράφηκαν στη δικαιοσύνη, για να την υποχρεώσουν να καθαρίσει το τροπικό δάσος του Αμαζονίου του Ισημερινού και να φροντίσει τους ανθρώπους που είχαν χάσει την υγεία τους από τις πετρελαϊκές δραστηριότητες εκεί. Η Frontera Energy προκάλεσε σοβαρές πετρελαιοκηλίδες σε περιοχές υπό την ευθύνη της και η Pluspetrol έχει προκαλέσει τη μεγαλύτερη μόλυνση από πετρελαιοκηλίδες από οποιαδήποτε άλλη εταιρεία: σχεδόν το 95% του πετρελαίου που έχει διαρρεύσει στον Αμαζόνιο κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών (2000 έως 2019) προήλθε από δύο μόνο πετρελαϊκά κοιτάσματα που διαχειρίζεται.
Η Repsol, ο ισπανικός γίγαντας των ορυκτών καυσίμων, άφησε πίσω της κοινωνική και περιβαλλοντική καταστροφή κατά την αναζήτηση νέων αποθεμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου στο Περού, μια χώρα που έχει υποφέρει πολύ από τις ισχυρές πολυεθνικές. Η ελβετική Glencore-Xstrata, που επίσης αναπτύσσει δραστηριότητες στο Περού, πέτυχε μέσω πολιτικής χειραγώγησης να επεκτείνει τις δραστηριότητές της για την εξόρυξη χαλκού στην περιοχή, μολύνοντας τους ελάχιστους υδάτινους πόρους. Ταυτόχρονα, η εταιρεία πέτυχε μέσω έντονων και συστηματικών πιέσεων να επωφεληθεί από φιλικές προς τις επιχειρήσεις πολιτικές.
Καθώς πολλές δυτικές πολυεθνικές είδαν τα κέρδη τους να μειώνονται λόγω της ύφεσης του 2011, στράφηκαν στην «εισβολή» στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Δεδομένου ότι αυτές οι εταιρείες αναπτύσσουν επιθετικά πολυάριθμα και φιλόδοξα σχέδια στην περιοχή, μια σχετική Έκθεση για το θέμα τις αποκάλεσε «οι εταιρικοί κατακτητές» (corporate conquistadors), επικαλούμενη τις πρακτικές των Ισπανών πριν από αιώνες – μια νέα μορφή αποικιοκρατίας, πολύ πιο σύγχρονη, πολύ πιο αποτελεσματική. Η Έκθεση υποστήριζε ότι οι ισχυρές πολυεθνικές εταιρείες καταφέρνουν να ξεπεράσουν την αντίσταση στις επιβλαβείς περιβαλλοντικές πρακτικές τους, διεισδύοντας στις πολιτικές διεργασίες μιας χώρας, δίνοντας υποσχέσεις που δεν τηρούνται ποτέ, ή απλώς αγνοώντας την τοπική αντίδραση.
Μετά από όλα αυτά που ειπώθηκαν, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι όλοι αυτοί οι μεγάλοι όμιλοι δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται απλώς ως ισχυρές πολυεθνικές εταιρείες, που επιβάλλουν τα παγκόσμια πρότυπα της αγοράς και επηρεάζουν το διεθνές οικονομικό τοπίο. Αντίθετα, εφόσον επηρεάζουν το σύστημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κρίσιμες έννοιες όπως η ανάπτυξη και η ανεξαρτησία των λαών, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ιδιωτικές, πολυεθνικές κυρίαρχες δυνάμεις, που αντλούν τη δύναμή τους από τη συναίνεση (ή την ανοχή) των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι οργανισμοί αυτοί πρέπει να εξυπηρετούν τα συμφέροντα μιας ευρείας (και ενίοτε ετερογενούς) μετοχικής βάσης, συνάγεται εύκολα ότι, στην πραγματικότητα, οι εταιρείες μπορεί να έχουν ακόμη μεγαλύτερη δύναμη από τα κράτη όσον αφορά την παρέμβαση στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
* H Λυδία Κρίκη είναι Δικηγόρος, ΜΔΕ Δημ. Διεθνούς Δικαίου ΕΚΠΑ, Υποψήφια Διδάκτωρ στο δίκαιο περιβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο Paris-Panthéon-Assas.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις