Βράδυ Παρασκευής, 10 Μαρτίου, Εξάρχεια: έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που οι πολιτικοί φοβούνταν να βγουν έξω για φαγητό μη τυχόν και η παρουσία τους γίνει αισθητή από «αγανακτισμένους» πολίτες.

Ο ξυλοδαρμός του Γιάνη Βαρουφάκη από νεαρούς που φώναζαν γι’ αυτόν «που ψήφισε Μνημόνια» ξύπνησε δυσάρεστες μνήμες ειδικά σε όσους έζησαν τη δεκαετία του Μνημονίου από πρώτο χέρι. «Οχι, Γιάνη, δεν θα χαρώ που σου έκαναν αυτά που μας έκαναν το 2010-2011», έγραψε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο Σωκράτης Ξυνίδης. Ο πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ μαζί με τα υπόλοιπα στελέχη του κόμματος – αλλά όχι μόνο – βρέθηκαν στον πυρήνα παρόμοιων επεισοδίων τα πιο ταραγμένα μνημονιακά χρόνια.

Η οργή των πολιτών τότε, η οποία κατά γενική ομολογία πια καλλιεργήθηκε και πολιτικά, εκτονώθηκε πάνω σε εκείνους που θεωρήθηκε πως έφταιγαν περισσότερο για την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα. Οι διαχειριστές της λιτότητας σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος, όμως δεν ήταν οι μόνοι.

Και μπορεί η χώρα να μη ζει εποχές 2011-2012, αλλά τόσο η πρόσφατη περιπέτεια του Βαρουφάκη όσο και ο προπηλακισμός του Δημήτρη Βίτσα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την κατεύθυνση που μπορεί να πάρει η οργή των πολιτών, όπως αυτή αποτυπώνεται στις πλατείες αλλά και στις δημοσκοπήσεις μετά το δυστύχημα στα Τέμπη.

Σε ένα διαρκές κλίμα φόβου

Η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ, αυτή που ψήφισε σχεδόν μόνη της το πρώτο μνημονιακό πρόγραμμα, έγινε αποδέκτης των χειρότερων αντιδράσεων στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Το περιστατικό με τα γιαούρτια που έριξαν στον Θεόδωρο Πάγκαλο, σε μια έξοδο του πρώην υπουργού για φαγητό, ήταν αυτό που είχε λάβει τη μεγαλύτερη δημοσιότητα – η φράση «μαζί τα φάγαμε» είχε δημιουργήσει τις μεγαλύτερες αντιδράσεις ακόμα και στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, που βρέθηκαν στους δρόμους εκείνες τις μέρες.

Ο Πάγκαλος, όμως, ήταν στην πραγματικότητα μόνο η κορυφή του παγόβουνου – όσοι θυμούνται εκείνες τις μέρες περιγράφουν ένα διαρκές κλίμα φόβου, που είχε καλλιεργηθεί ήδη από τα συνθήματα που ακούγονταν στις μεγάλες διαδηλώσεις εκείνης της περιόδου. Είχε προηγηθεί, την άνοιξη του 2010, ίσως η πιο τρομακτική σκηνή της Μεταπολίτευσης, τις μέρες που οι κυβερνητικοί βουλευτές καλούνταν να πάρουν τις αποφάσεις τους: έξω από τη Βουλή, την ημέρα ψήφισης του Μνημονίου, τα μεγάφωνα μετέδιδαν την ονομαστική ψηφοφορία. Σε κάθε «ναι», οι αυτοσχέδιες κρεμάλες αναδεύονταν – και εκείνη τη μέρα, αλλά και κάθε μέρα της συζήτησης εκείνης, οι βουλευτές φυγαδεύονταν από την πίσω πόρτα, μέσα από τον Εθνικό Κήπο, ενώ οι υπάλληλοι της Βουλής έβγαζαν τις γραβάτες τους «για να μην τους περάσουν για βουλευτές».

Από το 2010 έως το 2012, πολλοί βουλευτές του ΠΑΣΟΚ γυρνώντας στις περιφέρειές τους αντιμετώπισαν παρόμοια προβλήματα: ο Χάρης Καστανίδης στη Θεσσαλονίκη, ο Νίκος Τσώνης στη Φθιώτιδα, ο Αλέκος Αθανασιάδης στην Κοζάνη ήταν μόνο μερικά από τα παραδείγματα – δεν ήταν όμως τα μόνα και αφορούσαν κατά κύριο λόγο τους βουλευτές εκείνους που ψήφισαν μεν τα προγράμματα, μέχρι τελευταία στιγμή ωστόσο εξέφραζαν τις αντιδράσεις τους.

Ακόμα και ιστορικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, όπως ο Απόστολος Κακλαμάνης, δέχτηκαν τις διαμαρτυρίες των πολιτών εκείνες τις πρώτες μέρες και φυγαδεύονταν όσο περπατούσαν στους δρόμους της Αθήνας, απόδειξη πως πλέον η δημοφιλία και η μακρόχρονη πορεία στον πολιτικό τους χώρο δεν αποτελούσαν ασπίδα προστασίας.

Θύματα από όλους τους πολιτικούς χώρους

Το κλίμα που είχε καλλιεργηθεί ήταν επικίνδυνο για όλους, γεγονός που έγινε αντιληπτό και στα στελέχη της ΝΔ αργότερα, όταν κλήθηκαν και εκείνα να στηρίξουν μνημονιακά προγράμματα με την ψήφο τους. Η πρώτη εικόνα βιαιότητας που καταγράφηκε στην κάμερα, άλλωστε, είχε γαλάζια απόχρωση, ακόμα κι αν τότε ακόμα η ΝΔ καταψήφιζε στη Βουλή: η επίθεση στον Κωστή Χατζηδάκη, κατά τη διάρκεια συλλαλητηρίου στο κέντρο της Αθήνας τον Δεκέμβριο του 2010, καταγράφηκε από τα τηλεοπτικά δίκτυα που ήταν παρόντα στο επεισόδιο. Από τους «αγανακτισμένους» δεν γλίτωσαν ούτε πολιτικά στελέχη της Αριστεράς: η Λιάνα Κανέλλη το 2011 δέχτηκε επίθεση με γιαούρτια, ενώ αντίστοιχο επεισόδιο συνέβη και με αποδέκτη τον πρώην πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Αλέκο Αλαβάνο – ο Αλαβάνος, ως υποψήφιος περιφερειάρχης Αττικής το 2011, πραγματοποιούσε περιοδεία στις πλατείες Βικτωρίας και Αμερικής, αλλά και στον Αγιο Παντελεήμονα.

Με τη βούλα της Χρυσής Αυγής

Οταν οι προπηλακισμοί έγιναν κομμάτι της πολιτικής αντιπαράθεσης, τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η ΝΔ απέδωσαν πολιτικές ευθύνες στον ΣΥΡΙΖΑ για «πολιτική κάλυψη» των τραμπούκων πίσω από το επιχείρημα της λαϊκής οργής. Είναι πλέον γνωστό, ωστόσο, πως οι γνωστοί άγνωστοι δεν προέρχονταν μόνο από τον αναρχικό χώρο και τα «μαύρα μπλοκ» των πορειών.

Οι πλατείες φιλοξένησαν και ακροδεξιά στοιχεία που βρήκαν περιθώριο δράσης με την κάλυψη που τους πρόσφερε ο όγκος των διαδηλωτών. Η παρουσία τους επιβεβαιώθηκε αργότερα, με την ξαφνική άνοδο και την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή, αλλά και με τον τρόπο δράσης στελεχών και οπαδών της ακόμα και μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Ισως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν αυτό με την επίθεση στον Γιώργο Καμίνη από τον χρυσαυγίτη Γιώργο Γερμενή: το 2013, ο τότε δήμαρχος Αθηναίων απαγόρευσε τη διεξαγωγή συσσιτίου μόνο για Ελληνες, με χρυσαυγίτικη βούλα, στην πλατεία Συντάγματος – ο Γερμενής τού επιτέθηκε τότε σε εκδήλωση του δήμου και τα χειρότερα αποτράπηκαν όταν οι συνοδοί του δημάρχου τον αντιλήφθηκαν και τον απομάκρυναν.

Μέχρι και βόμβα στον Παπαδήμο

Απόνερα των επιθέσεων σε πολιτικούς συνεχίστηκαν και αργότερα, ακόμα και μετά την αλλαγή σκυτάλης που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στο τιμόνι. Παρόμοιες απειλές για τη σωματική τους ακεραιότητα δέχτηκαν, κατά την περίοδο των διαδηλώσεων για τη Συμφωνία των Πρεσπών, και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ τον Νοέμβριο του 2015 θύμα προπηλακισμού, κατά τη διάρκεια δημόσιας συζήτησης για τη Γενοκτονία των Ποντίων, ήταν και ο Γιώργος Κουμουτσάκος. Η πιο επικίνδυνη επίθεση σε πολιτικό ήταν τρομοκρατική ενέργεια – και ήταν η βόμβα που στάλθηκε στον πρώην πρωθυπουργό Λουκά Παπαδήμο το 2017.

Ποια είναι η διαφορά του τότε και του σήμερα; Σε τι μπορούμε να βασιστούμε για να αναμένουμε διαφορετικό αποτέλεσμα; Στο ότι δεν υπήρξε ούτε ένα κόμμα εντός του δημοκρατικού τόξου που να μην καταδίκασε τις επιθέσεις – όλοι, ακόμα κι εκείνοι που πριν από δέκα χρόνια δεν είχαν κάνει το ίδιο σαφή την καταδίκη τους, έσπευσαν από την πρώτη στιγμή να δημιουργήσουν ένα τείχος απέναντι στη βία. Και αυτό, αν μη τι άλλο, δείχνει πως παρότι η Ιστορία κάνει κύκλους, παρότι τα φαντάσματα αναδεύονται, αυτή τη φορά είναι αλλιώς. Καλύτερα ή χειρότερα, είναι νωρίς ακόμα να φανεί.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ «ΤΑ ΝΕΑ»