Δήλωση Στουρνάρα για την αύξηση επιτοκίων της ΕΚΤ στον ΟΤ
Ποιοι παράγοντες «διέσωσαν» τις 50 μ.β. – Ποια θα είναι τα επόμενα βήματα
Η κατάρρευση των αμερικανικών τραπεζών σε συνδυασμό με τη νέα κρίση που ταλανίζει την Credit Suisse, και έχει αποτυπωθεί στις αγορές, ώθησε πολλούς αναλυτές να εκτιμούν ότι μπορεί οι κεντρικές τράπεζες να κάνουν πίσω στα σχέδιά τους για συνέχιση της νομισματικής σύσφιγξης.
Ακόμα και στη σημερινή συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κάποιοι θεωρούσαν ότι ήταν πιθανόν να μην προχωρήσει στην προαναγγελθείσα αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μ.β..
Ωστόσο, διαψεύσθηκαν με την Κριστίν Λαγκάρντ να ανακοινώνει την εν λόγω αύξηση. Ωστόσο, με δεδομένη τη ρευστότητα της κατάστασης απέφυγε να δώσει το στίγμα για τις επόμενες κινήσεις.
Αν και στην ανακοίνωση τονίζεται ιδιαίτερα η ανησυχία για την κατάσταση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι ευρωπαίοι τραπεζίτες διαβεβαιώνουν ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι ανθεκτικές και η ΕΚΤ έχει στη φαρέτρα της αρκετά εργαλεία για να αντιμετωπίσει μια κρίση και να παρέχει στήριξη.
Ανάσα ανακούφισης
Και από ό,τι φαίνεται η γενναία σανίδα σωτηρίας που έριξε η Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας για τη στήριξη της Credit Suisse, η οποία άλλαξε και το κλίμα στα χρηματιστήρια, επέδρασε καταλυτικά στην απόφαση για αύξηση των επιτοκίων κατά μισή ποσοστιαία μονάδα.
Ο «καταλύτης» πίσω από την απόφαση
Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στον «ΟΤ» αμέσως μετά την ολοκλήρωση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ εξήγησε ότι η σημερινή απόφαση ήταν αποτέλεσμα δυο παραμέτρων: αφενός του πληθωρισμού, ο οποίος αν και βαίνει μειούμενος, παραμένει υψηλός και αρκετά πάνω από τον στόχο του 2% και αφετέρου των παρεμβάσεων σε Ελβετία και ΗΠΑ, οι οποίες ελαχιστοποίησαν τον κίνδυνο μετάδοσης της κρίσης στο ευρύτερο τραπεζικό σύστημα.
Υπογράμμισε πάντως ότι η νομισματική πολιτική πρέπει να μείνει αναπόσπαστη από τον στόχο της, που είναι η διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα. Και έσπευσε να τονίσει ότι «είμαστε σε έναν κόσμο πολύ αβέβαιο εξαιτίας και του πολέμου στην Ουκρανία.
Επιπλέον, ανέφερε ότι την τελευταία εβδομάδα εμφανίστηκαν αναταράξεις στο τραπεζικό σύστημα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ελβετία, τονίζοντας ότι αυτό σημαίνει ότι από τώρα και στο εξής η νομισματική πολιτική πρέπει να προχωρά με προσεκτικά βήματα, χωρίς εκ των προτέρων δεσμεύσεις με αυξήσεις επιτοκίων, αλλά με αποφάσεις που θα λαμβάνονται στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου με βάση τα στοιχεία που τότε θα παρουσιάζονται.
Στο ίδιο μήκος κύματος
Αλλά και το πρακτορείο Reuters σε δημοσίευμά του, επικαλούμενο τρεις πηγές ανέφερε ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας συμφώνησαν σε άλλη μια σημαντική αύξηση των επιτοκίων, αφού η Credit Suisse εξασφάλισε το πακέτο σωτήριας από την ελβετική κεντρική τράπεζα και οι χρηματοπιστωτικές αγορές σταθεροποιήθηκαν.
Διαφωνίες στο συμβούλιο
Πηγές κοντά στο Διοικητικό Συμβούλιο υπογράμμισαν ότι η βουτιά στις μετοχές της Credit Suisse και των τραπεζών της ευρωζώνης την Τετάρτη, ενέτεινε τις ανησυχίες θέτοντας εν αμφιβόλω το καλά καθορισμένο σχέδιό τους για μια ακόμη αύξηση 50 μονάδων βάσης, καθώς οι επενδυτές φοβούνταν μια νέα οικονομική κρίση.
Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες κάποιοι ζήτησαν να παραμείνουν αμετάβλητα τα επιτόκια και να περιμένουν να κατασταλάξουν οι χρηματοπιστωτικές αγορές, αντί να αυξήσουν το κόστος δανεισμού για έκτη φορά και να διακινδυνεύσουν να επιδεινώσουν τα πράγματα.
Ωστόσο, η απόφαση της Ελβετικής Εθνικής Τράπεζας να χρηματοδοτήσει την Credit Suisse με δάνειο 50 δισεκατομμυρίων φράγκων εν μία νυκτί βοήθησε στη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και αποτέλεσε σημείο καμπής για να προχωρήσει η προγραμματισμένη αύξηση των επιτοκίων, ανέφεραν οι πηγές.
Το Reuters επισημαίνει ότι εκπρόσωπος της ΕΚΤ αρνήθηκε να σχολιάσει.
Η πιο ήπια στάση
Αναλυτές εκτιμούν ότι, η υιοθέτηση μιας πιο ήπιας στάσης στα επιτόκια στο μέλλον μπορεί να βοηθήσει την ΕΚΤ να αξιολογήσει το έργο της μέχρι στιγμής. Αφού άργησε να αντιδράσει στην απότομη αύξηση του πληθωρισμού, η Λαγκάρντ μείωσε το κόστος χρήματος από κάτω από το μηδέν στο 2,5% μέσα σε μόλις επτά μήνες.
Μεγάλο μέρος του αντίκτυπου θα γίνει αισθητό το επόμενο έτος, επειδή η αύξηση των επιτοκίων απαιτεί συνήθως 12 έως 18 μήνες για να μεταφραστεί σε υψηλότερο κόστος δανεισμού για τα νοικοκυριά και τις εταιρείες.
Προϋπάρχουσες διαφωνίες
Ακόμη και πριν από την κατάρρευση της SVB, οι διαφωνίες μεταξύ των αντίπαλων ομάδων εντός του 26μελούς Διοικητικού Συμβουλίου σχετικά με την νομισματική πορεία μετά τον Μάρτιο διατυπώνονταν ανοιχτά. Αφού ο Αυστριακός Ρόμπερτ Χόλτσμαν ζήτησε την περασμένη εβδομάδα τέσσερις ακόμη έντονες αυξήσεις επιτοκίων, ο επικεφαλής της ιταλικής κεντρικής τράπεζας Ιγνάσιο Βίσκο επέκρινε τους συναδέλφους τους που υποστηρίζουν «παρατεταμένες» αυξήσεις.
Μάλιστα ο Joerg Angele, οικονομολόγος στην Bantleon στη Ζυρίχη, προειδοποιεί στο Bloomberg, ότι τέτοιες δημόσιες διαφωνίες θέτουν υπό αμφισβήτηση εάν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ μπορούν να παρουσιάσουν μια «ενιαία εικόνα» του οδικού χάρτη νομισματικής πολιτικής τους: «Ενώ τα γεράκια συνεχίζουν να ζητούν νέες αυξήσεις των επιτοκίων σε σχέση με τον βασικό πληθωρισμό, τα περιστέρια τώρα μιλούν όλο και περισσότερο ανοιχτά και ζητούν μια προσεκτική προσέγγιση», είπε.
«Δεδομένου ότι γνωρίζουμε τι πρόκειται να συμβεί αυτή την εβδομάδα, φυσικά όλοι ψάχνουμε για σήματα τον Μάιο», δήλωσε ο Karsten Junius, επικεφαλής οικονομολόγος στην Bank J Safra Sarasin. «Αλλά το Διοικητικό Συμβούλιο θα πρέπει να αντισταθεί στον πειρασμό να μας πει τι πρόκειται να συμβεί, γιατί δύο μήνες είναι πολύς χρόνος. Μέχρι τότε θα έχουμε άλλες δύο μετρήσεις για τον πληθωρισμό».
Πηγή: OT.gr
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις