Μίμης Παπαϊωάννου: Ο αιώνιος βιρτουόζος του ελληνικού ποδοσφαίρου
«Προβλέπω τη φάση. Μια ματιά κι αντιλαμβάνομαι, που πρέπει να φύγει η μπαλιά, τι θα επακολουθήσει»
Ένας από τους σπουδαίοτερους έλληνες ποδοσφαιριστές του 20ου αιώνα, ο Μίμης Παπαϊωάννου, έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νικομήδεια Ημαθίας και εκεί ήταν που ξεκίνησε το ποδόσφαιρο. Σε ηλικία 17 ετών, το 1962, πήρε μεταγραφή για την ΑΕΚ και σύντομα αποτέλεσε παίκτη – σύμβολο της ομάδας αγωνιζόμενος σε αυτήν ως το 1979 και κατακτώντας πέντε πρωταθλήματα (1963, 1968, 1971, 1978, 1979) και τρία Κύπελλα Ελλάδος (1964, 1966, 1978)
Αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ τις χρονιές 1964 και 1966.
Στην Εθνική Ελλάδος αγωνίστηκε από το 1963 ως το 1978, πετυχαίνοντας την περίοδο εκείνη ρεκόρ τερμάτων (21) και συμμετοχών (61).
Όταν το 1979 αποχώρησε από την ΑΕΚ, αγωνίστηκε για μία σεζόν (1979 – 1980) στο πρωτάθλημα των ΗΠΑ με την ομάδα Παγκύπριος Νέας Υόρκης. «Κρέμασε» τα παπούτσια το 1980.
Το άρθρο του Χρήστου Μότσια στο περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 7ης Απριλίου 1977 σχηματίζει ένα πλήρες πορτραίτο για τον σπουδαίο αυτόν ποδοσφαιριστή.
«Όταν ένας μεγάλος Μίμης, ο Δομάζος, λέει για τον άλλο μεγάλο Μίμη, τον Παπαϊωάννου ότι: “Eίναι ένα φαινόμενο και σ’ αυτή την διαπίστωση δεν κατέληξα τώρα, που τον βλέπω να τρέχει με κέφι κι ενθουσιασμό εφήβου στα 35 του χρόνια, αλλά πολύ νωρίτερα”, τότε κάθε σχόλιο γύρω απ’ τον άσσο της ΑΕΚ, απλώς αποτελεί συμπλήρωμα για την σκιαγράφηση μιας φυσιογνωμίας, απ’ τις πιο εντυπωσιακές, που πέρασαν ποτέ απ’ τα ελληνικά γήπεδα.
»Ο Μίμης Παπαϊωάννου, πρωτεργάτης των μεγάλων επιτυχιών της ΑΕΚ στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, ένας παίκτης που κυριαρχεί επί μια δεκαπενταετία στο ποδόσφαιρο. (…) Γεννημένος σ’ ένα μικρό χωριό της Δυτικής Μακεδονίας, τη Νέα Νικομήδεια, προτίμησε το ποδόσφαιρο απ’ τα γράμματα, έπαιξε για λίγο στη Βέροια και υπόγραψε δελτίο στην ΑΕΚ.
Ο φόβος του Νεστορίδη
»Ήταν τότε η εποχή, που μεσουρανούσε το άστρο του Νεστορίδη. Θυμάται ο “μάγος” Νέστορας:
“Σαν είδα αυτόν τον αριστεροπόδαρο να κινείται με τέτοια άνεση στο γήπεδο, ξαφνιάστηκα και, για νάμαι ειλικρινής, φοβήθηκα για τη φήμη του ονόματός μου. Ό,τι, όμως, κέρδισε ο Μίμης απ’ το ποδόσφαιρο, το άξιζε”
(…)
Η Ρεάλ και η Γερμανία
»Μέσα σε μια τετραετία επιβλήθηκε, έγινε φίρμα. (…) Είδαν οι Ισπανοί της Ρεάλ τον Παπαϊωάννου κι έκοψαν ταρίφα. Τριάμισυ εκατομμύρια για να τον αποκτήσουν. Ήταν στο 1965. Η ΑΕΚ αρνήθηκε να κλωτσήσει τον θησαυρό που έκρυβαν τα πόδια του Παπαϊωάννου. Κι εκείνος επαναστάτησε. Ξέχασε γήπεδο και Ενωσίτες κι έφυγε στη Γερμανία με τον Καζαντζίδη και τη Μαρινέλα.
»Όμως, ο τραγουδιστής Παπαϊωάννου ήταν ένα μικρό – κι όχι αποτυχημένο – διάλειμμα στη ζωή του μεγάλο άσσου. Η Μαρινέλα, ο Καζαντζίδης και το τραγούδι ξεχάστηκαν, μόλις η ΑΕΚ έδωσε τα “λύτρα”, κάπου 500.000 για την επιστροφή.
»Επιστροφή κι ο Παπαϊωάννου ξανάγινε το ίνδαλμα του Δικέφαλου. Δύσκολα θα βρεθεί φίλαθλος, που δεν θα γοητευτεί από το φινετσάτο παιχνίδι αυτού του “Βλάχου” (που διαμαρτύρεται ότι, στο κάτω – κάτω, είναι Πόντιος κι όχι Βλάχος).
(…)
Μυρίζεται το γκολ
»Τι τον κάνει να ξεχωρίζει απ’ τους άλλους και για πόσο ακόμη καιρό θα μας “αναγκάζει” να τον χειροκροτούμε;
»Ο ίδιος, παλιότερα, σε μία απ’ τις σπάνιες περιπτώσεις που έκανε δηλώσεις, είπε:
“Προβλέπω τη φάση. Μια ματιά κι αντιλαμβάνομαι, που πρέπει να φύγει η μπαλιά, τι θα επακολουθήσει”.
»Ιδιαίτερα ενδεικτική είναι η δήλωση του βετεράνου αμυντικού της Κουήνς Παρκ Ραίηντζερς, Φρανκ Μακ Λίντοκ:
“Αυτός ο παίκτης μοιράζει πάσες τόσο καλά, χωρίς να χρειαστεί να σηκώσει το κεφάλι του για να δει το συμπαίκτη του”.
“Μυρίζεται το γκολ”, λέει ο Νίκος Γιούτσος. “Έχει μια εξαιρετικά αναπτυγμένη διαίσθηση, σε κάθε φάση. Αν είχε και το δεξί πόδι, τότε θα ήταν ένας σούπερ σταρ του ποδοσφαίρου”.
»Και συμπληρώνει ο Δομάζος:
“O Παπαϊωάννου, πέρα απ’ την άριστη τεχνική κατάρτισή του, που, οπωσδήποτε, τη βλέπουμε και σ’ άλλους ποδοσφαιριστές, μ’ εντυπωσιάζει με την επαγγελματική ευσυνειδησία και συμπεριφορά του, κάπου δέκα χρόνια τώρα«.
Απλή ζωή
»Σ’ αντίθεση με τόσους και τόσους ποδοσφαιριστές, η ζωή του Μίμη, έξω απ’ το γήπεδο, χαρακτηρίζεται από απλότητα. Μακριά από σκάνδαλα και πολυτέλειες. Κυκλοφορεί, βέβαια, με μία μαύρη “Μερσεντές 250”, δώρο του κ. Μπάρλου, αλλά δεν αλλάζει κάθε τόσο αυτοκίνητο, όπως άλλοι συνάδελφοί του.
»Μετρημένη ζωή, γερή προπόνηση, ειδικό διαιτολόγιο κι ο Μίμης θαλερός, να παίξει άλλα τρία – τέσσερα χρόνια».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις