Στέφανος Κουμανούδης: Ο αναδιφητής του αρχαίου κόσμου
Ένας θαυμάσιος φιλόλογος και αρχαιολόγος
Ο εξέχων λόγιος Στέφανος Κουμανούδης, τέκνο οικογένειας μεγαλεμπόρων, γεννήθηκε στην Αδριανούπολη στις 22/23 Δεκεμβρίου 1818 και ανατράφηκε στο Βελιγράδι, όπου είχε μετεγκατασταθεί η οικογένειά του.
Σπούδασε στη Γερμανία και τη Γαλλία. Διορίστηκε υφηγητής της Λατινικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1845, έκτακτος καθηγητής το επόμενο έτος και τακτικός το 1854.
Πέραν της πανεπιστημιακής διδασκαλίας, κύριο έργο του ποιητή, συλλέκτη και καταγραφέως Κουμανούδη υπήρξε η ενασχόλησή του με τα αρχαία μνημεία – επιστατούσε ο ίδιος σε όλες τις ανασκαφές που γίνονταν την εποχή εκείνη στην Αθήνα, επιδεικνύοντας ξεχωριστό ενδιαφέρον για τα επιγραφικά ευρήματα.
Χάρη στην ακαταπόνητη εργασία και την αδιάλειπτη φροντίδα του Κουμανούδη, και με τη συνδρομή του γιου του Αθανασίου, σχηματίστηκαν οι σπουδαίες αρχαιολογικές συλλογές της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, οι οποίες εμπλούτισαν ακολούθως τις εκθέσεις του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Ο Κουμανούδης διετέλεσε επί 35 ολόκληρα έτη (1859-1894) γραμματέας του Συμβουλίου της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, καθώς και σύμβουλος αυτής (1852-1853 και 1858-1859).
Εξάλλου, ο Κουμανούδης εξέδωσε μαζί με τον Ευθύμιο Καστόρχη (1810-1889), καθηγητή Λατινικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το περιοδικό Αθήναιον, κατέλιπε αξιόλογο συγγραφικό έργο και πραγματοποίησε πλήθος μεταφράσεων.
Ο Κουμανούδης –η τελευταία ηγετική μορφή του Διαφωτισμού κατά τον Κ. Θ. Δημαρά, ένας θαυμάσιος φιλόλογος και αρχαιολόγος κατά τον Γ. Π. Σαββίδη– απεβίωσε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 1899.
Σχέδιο του Κουμανούδη με αρχαιολογικό θέμα (πηγή: Εθνική Πινακοθήκη – nationalgallery.gr)
Σε άρθρο που έφερε την υπογραφή «Δάφνις» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα Παλιγγενεσία στις 22 Μαΐου 1899, τρεις μόλις ημέρες μετά το θάνατο του Κουμανούδη, αναφέρονταν τα εξής:
ΕΙΣ ΝΕΚΡΟΣ. Τον συνήντων, τον απλοϊκόν γέροντα, συχνότατα εις τον κήπον του Ζαππείου. Μόνος πάντοτε με την μακράν κατάλευκον γενειάδα, ην κατά το γήρας αφήκε, με τον υψηλόν πάντοτε πίλον –δεικνύοντα και αυτόν το αρχαϊκόν του ύφος– με τας χείρας εμπρός συμπεπλεγμένας ως εν προσευχή βαίνοντα όπου εδεικνύετο κανείς λίθος αρχαίος, καμμία επιγραφή, κάτι τι το οποίον δι’ όλον τον άλλον κόσμον τον πλημμυρούντα χάριν περιπάτου την πλατείαν του Ζαππείου ήτο εντελώς αδιάφορον, δι’ αυτόν όλως απετέλει εντρύφημα. Ήτο ο άνθρωπος όστις είχεν αφιερώσει την όλην του ύπαρξιν υπέρ της επιστήμης των γραμμάτων, υπέρ της αναδιφήσεως του αρχαίου κόσμου, κόσμου μεγαλοφυΐας και τεραστίων αναμνήσεων. Ήτο ο άνθρωπος της ευσυνειδήτου μελέτης, της ευγενούς σκέψεως, της αναμνήσεως, άνθρωπος όστις είχε τα ιδεώδη του με όλας τας εναντιότητας του βίου, τας αφοσιώσεις του εν τη ηρεμία της αδιαταράκτου συνειδήσεως και της επιτελέσεως του αφανούς καθήκοντος.
Και τον έβλεπα εν ω εβόμβει πέριξ μου της μελαγχολίας η βοή και των ανικάνων ο ψίθυρος εν τη ηρεμία των μεγάλων πνευμάτων, ως εν ερείπιον πνευματικού κλέους, ως ένα συμβολισμόν τού ανεπιστρεπτί αφανισθέντος παρελθόντος, του μη συνεχιζομένου δυστυχώς εν τη φωτεινότητι ανταξίου παρόντος ή καν και εν τη αυγή αισίου μέλλοντος.
Και δι’ όλους εκείνους οι οποίοι έφερον εν τη ψυχή τον κάματον της απογοητεύσεως, δι’ όσους εσκέπτοντο ποία ήτο η αφετηρία της αναγεννήσεως του έθνους και ποίον το καυστικόν καύμα της διανυομένης ήδη οδού, ο γέρων εκείνος, εν ω ουκ υπήρχε δόλος αλλά πνεύμα εξ ολοκλήρου, ήτο μία παρήγορος άλυσις η οποία συνέδεε τας δύο αντιξόους εποχάς.
Σχέδιο του Κουμανούδη με γλυπτά φυλασσόμενα στο ναό του Ηφαίστου, ευρύτερα γνωστό ως Θησείο (πηγή: Εθνική Πινακοθήκη – nationalgallery.gr)
Ήτο ο Στέφανος Κουμανούδης, ον προχθές προεπέμπομεν σεμνώς, ως έζησεν, εις το τέρμα των βιωτικών αγώνων. Ήτο ο Κουμανούδης με την φήμην του οποίου είχε πληρωθή το Πανεπιστήμιον και το όνομα του οποίου μάτην ανεζήτει τις κατά τα τελευταία έτη εις το πρόγραμμα των πανεπιστημιακών παραδόσεων. Και όμως ειργάζετο μέχρις εσχάτων ο υπερογδοηκοντούτης πρεσβύτης και πριν ή οι επιζώντες εγείρωσιν αυτώ το εγκόσμιον μνημείον και οι νεκροθάπται ορύξωσι το χώμα διά το εξηντλημένον σαρκίον, ήγειρεν αυτός διά της ιδίας εργασίας άφθιτον μνημείον, υπερύψηλον εν τω κόσμω τω πνευματικώ, το ανέκδοτον έργον του.
Ο βίος του Κουμανούδη ο φιλολογικός δεν αναγράφεται εν τη σπουδή μεθ’ ης είνε υποχρεωμένος να τον χαράξη ο ημερήσιος χρονογράφος. Απαιτείται και χρόνος και μελέτη. Σήμερον απλώς, ότε είνε έναυλος ακόμη ο κρότος τού επί της σορού του καταρριφθέντος χώματος, δυνάμεθα άνευ υπερβολής να αναγράψωμεν ότι ετάφη μία δόξα των γραμμάτων, εις συναγωνιστής της Πλειάδος εκείνης του Φιλ. Ιωάννου, του Ασωπίου, του Παπαρρηγοπούλου, του Σεμιτέλου και των ευαρίθμων ανδρών, οίτινες υπήρξαν το κλέος της Φιλοσοφικής Σχολής και των οποίων η μορφή θα μένη πολύ υψηλά όσος και αν παρέλθη χρόνος, όσας και αν επιτελέση προόδους η φιλολογία, διότι αυτοί υπήρξαν οι θεμελιωταί, αι βάσεις του μέλλοντος.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις