Γκόλντα Μέιρ: Οι ορχήστρες δεν σημαίνουν και το τέλος των βιολιών
Φυματίωση, φτώχεια και μαζί σοσιαλισμός
- Ειδήσεις από την Γάζα: Πώς η Meta περιόρισε τα μέσα από τα παλαιστινιακά εδάφη
- Το ύστατο μήνυμα του Κώστα Χαρδαβέλλα στους θεατές του: Μέσα μας υπάρχει μία βόμβα χιλίων μεγατόνων, η ψυχή
- Πρόστιμα 5,5 εκατ. για αισχροκέρδεια σε 8 πολυεθνικές - Για ποιες εταιρείες χτυπάει η καμπάνα
- O Έλον Μασκ στο μικροσκόπιο για διαρροή κρατικών μυστικών
Την Κυριακή 17 Ιανουαρίου 1971 η εφημερίδα «Το Βήμα» είχε δημοσιεύσει μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει η τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ, Γκόλντα Μέιρ (απαντά και ως Μεΐρ), στον Observer και το διακεκριμένο βρετανό δημοσιογράφο και συγγραφέα Kenneth Harris (1919-2005).
Η Μέιρ ηγήθηκε της πατρίδας της σε χαλεπούς καιρούς επί μία πενταετία και πλέον (από τις 17 Μαρτίου 1969, όταν κατέστη η πρώτη και μόνη έως σήμερα γυναίκα που είχε την τιμή να καταλάβει το πρωθυπουργικό αξίωμα στο κράτος του Ισραήλ, έως τις αρχές του καλοκαιριού του 1974, όταν παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία καταπονημένη και απογοητευμένη), κατάφερε δε να εγγραφεί στη συλλογική μνήμη των Ισραηλιτών ως η λέαινα της εβραϊκής φυλής.
Στη συνέντευξή της προς τον Observer η Μέιρ είχε μιλήσει για τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια, για τα πρώτα της βήματα στο σιωνισμό, καθώς και για τη συμβολή της στη δημιουργία του εβραϊκού κράτους.
Ακολουθεί το κείμενο της πολύ ενδιαφέρουσας συνομιλίας της Μέιρ με τον Kenneth Harris:
Νοιώθετε χαρά ή λύπη που είσθε πρωθυπουργός, Κα Μέιρ;
Δεν προσευχόμουν γι’ αυτή ακριβώς τη θέση όλη μου τη ζωή. Πριν από πέντε χρόνια, όταν ήμουν υπουργός των Εξωτερικών επί πολλά έτη, αποτραβήχθηκα από την πολιτική ζωή. Με ζήτησαν όμως, και νάμαι πάλι. Είχε πεθάνει τότε ο πρωθυπουργός Λεβή Εσκόλ. Η πολιτική του τοποθέτηση ήταν ίδια με την δική μου. Και οι δυο μας ήμασταν μέλη του Εργατικού Κόμματος του Ισραήλ, του μεγαλύτερου στη χώρα. Ήταν ανάγκη να υπάρξη κάποιος που θα συγκέντρωνε τη μεγαλύτερη υποστήριξη του Εργατικού Κόμματός μας. Όπως και των άλλων κομμάτων. Έτσι, ο πρόεδρος του Ισραήλ, Ζαλμάν Σαζάρ, μου ζήτησε να αναλάβω.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 17.1.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Θεωρήθηκε καλή η ιδέα για μια πρωθυπουργίνα;
Μα ο πρόεδρος δεν με ζήτησε επειδή ήμουν γυναίκα. Με ζήτησε γιατί πίστευε ότι είχα την υποστήριξη της πλειοψηφίας της Βουλής. Επτά μήνες αργότερα, όταν έγιναν εκλογές για τη Βουλή, το κόμμα μου κέρδισε τις μισές έδρες. Και τα άλλα δεκαπέντε κόμματα τις υπόλοιπες. Κάποτε με ρωτούν αν εμποδίζωμαι στη δουλειά μου από το ότι είμαι γυναίκα. Η απάντησή μου είναι ότι δεν ξεύρω. Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν ξεύρω πώς νοιώθει κανείς όταν είναι άνδρας. Υποτίθεται ότι οι γυναίκες είναι πιο συναισθηματικές. Οι γυναίκες νοιώθουν περισσότερο σαν μητέρες, ναι, αλλά οι άνδρες είναι εκείνοι που είναι συναισθηματικοί. Μερικοί άνδρες μάλιστα μπορεί να είναι και υστερικοί.
Οι άνδρες, ανάμεσα στους οποίους δούλευα σαν μεγάλωσα, μου συμπεριφέρονταν πάντοτε σύμφωνα με την αξία μου. Ποτέ δεν θυμάμαι άνδρα να υπεχώρησε στα επιχειρήματά μου, απλώς και μόνον επειδή ήμουν γυναίκα. Εκτός από έναν. Τον άνδρα μου. Αλλά κι’ εγώ δεν περίμενα από τους άνδρες ιδιαίτερα προνόμια, επειδή είμαι γυναίκα. Όσο για τη δουλειά του πρωθυπουργού, είναι εξουθενωτική, κάποτε και αποκαρδιωτική. Ανεξάρτητα από το αν είσαι άνδρας ή γυναίκα.
Θα μπορούσατε να μου αφηγηθήτε μερικές από τις πιο καθοριστικές για τη ζωή σας εμπειρίες σας;
Παιδική ηλικία στη Ρωσία. Κι’ αυτό σημαίνει φτώχεια, πογκρόμ και πολιτικές διώξεις. Γονείς και μεγαλύτερη αδελφή. Συνδικαλισμός από τους γονείς. Και σοσιαλισμός από την αδελφή μου. Ο σύζυγός μου, που για μένα σημαίνει όλα εκείνα τα οποία έμαθα να χαίρωμαι στη ζωή: ποίηση, μουσική, βιβλία, ιδέες.
Θα μπορούσατε να μου πήτε λίγα πράγματα από την παιδική σας ζωή στη Ρωσία;
Ήταν μια παιδική ηλικία σαν κι’ αυτή που ζούσαν εκατοντάδες και χιλιάδες άλλων Εβραίων. Οι περισσότεροι από αυτούς ζούσαν μέσα σε μια καθορισμένη περιοχή. Οι Εβραίοι ήταν πολίτες δευτέρας τάξεως, στους οποίους δεν επιτρεπόταν να βγαίνουν από την περιοχή αυτή. Μόνον αν κανένας Εβραίος ήταν ικανός χειροτέχνης, μάστορας, τότε του επιτρεπόταν η έξοδος. Και ο πατέρας μου, ο Μοσέ Μάμποβιτς, ήταν ένας ικανός ξυλουργός, που του επιτρεπόταν να βγαίνη έξω από την περιοχή των Εβραίων.
Έτσι, γεννήθηκα στο Κίεβο. Ήμουν η δεύτερη από τρία κορίτσια. Γεννήθηκαν και πέντε αγόρια. Πέθαναν όμως όλα σε ηλικία νηπιακή. Ήμασταν πολύ φτωχοί. Δεν τύχαμε ποτέ σε πογκρόμ. Θυμάμαι όμως μια μέρα πόσο είχε ανησυχήσει ο πατέρας μου, ώστε να αρχίση να καρφώνη σανίδες στα παράθυρα. Είχε ακουσθή ότι θα γινόταν πογκρόμ. Ακόμη και τώρα ακούω τους κτύπους του σφυριού, καθώς τα καρφιά βυθίζονταν μέσα στις σανίδες. Τα παιδιά στο δρόμο, με μάτια ορθάνοικτα και άφωνα, κοιτούσαν πώς μπήγονταν τα καρφιά. Μόνο που το πογκρόμ εκείνο δεν έγινε. Θυμάμαι όμως την αγωνία της αναμονής του.
Πώς καταφέρατε να γλυτώσετε από το πογκρόμ εκείνο;
Οι γονείς μου είχαν αποφασίσει να φύγουν. Ο πατέρας μου, λίγους μήνες αργότερα, πήγε στην Αμερική. Θα τον ακολουθούσαμε μόλις θα πλήρωνε τα ναύλα μας. Στο διάστημα αυτό πήγαμε στην πόλη της μητέρας μας, το Πινσκ. Εκεί τρέμαμε τους Κοζάκους. Μια μέρα έπαιζα με κάτι άλλα παιδιά στο δρόμο, όταν ξαφνικά είδαμε Κοζάκους ιππείς να καλπάζουν κατεπάνω μας. Ούτε ελάττωσαν καθόλου την ορμή τους. Απλώς επήδησαν με τα άλογα από πάνω μας. Ήταν όμως πολύ καλοί ιππείς και κανένα από τα παιδιά δεν έπαθε τίποτε. Τάχαμε χάσει κυριολεκτικά από τον φόβο μας.
Όταν ήμουν επτά ετών θυμάμαι που καθόμουν στην κουζίνα κι’ άκουα τη 16χρονη τότε αδελφή μου να μιλάη για επαναστατικό σοσιαλισμό με πέντε-έξη άλλους νέους. Θυμάμαι που ξύπνησα από τις φωνές νέων τους οποίους έδερναν στον τοπικό αστυνομικό σταθμό. Θυμάμαι τη Ματωβαμμένη Κυριακή του 1905. Ρώσοι εργάτες παρήλαυναν ειρηνικά εμπρός από το παλάτι του τσάρου, όταν ξαφνικά άρχισαν να τους πυροβολούν. Θυμάμαι έναν που με πλησίασε στον δρόμο και πιάνοντας –στα αστεία– το κεφάλι μου το κτυπούσε στο κεφάλι ενός άλλου παιδιού κοντά μου. Έμοιαζε να θέλη να αστειευθή, αλλά δεν άργησε να πη: «Αυτό θα κάνουμε στους Εβραίους. Θα τους κτυπάμε τα κεφάλια, το ένα πάνω στο άλλο, και θα ξοφλήσουμε μαζί τους».
Έτυχε να ακούσετε ποτέ πώς ο πατέρας του Μοσέ Σαρέτ έγινε ξαφνικά σιωνιστής; Περπατούσε μια μέρα στον δρόμο μόνος και ξαφνικά είδε να πέφτη μπροστά του από ψηλά κάτι σαν δέμα. Το είχαν πετάξει από κάποιο ψηλό παράθυρο. Ήταν ένα μωρό. Κάποιοι είχαν επιτεθή σε μια οικογένεια Εβραίων. Και είχαν πετάξει το μωρό από το παράθυρο.
Πολλοί από τους Εβραίους που πήγαν στην Αμερική δεν βοήθησαν στην ίδρυση εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Πολύ δε λιγώτερο ήταν διατεθειμένοι να πάνε εκεί. Εσείς γιατί πήγατε;
Συνέβαλαν πολλοί προσωπικοί παράγοντες. Οι γονείς μου ένοιωθαν πολύ Εβραίοι. Σπίτι μας μιλούσαμε πάντοτε Εβραϊκά. Το σπίτι μας δεν ήταν τόσο πολύ εβραϊκό από θρησκευτικής απόψεως, όσο από πολιτιστικής. Εξ άλλου, οι γονείς μου ήταν συνδικαλιστές και σοσιαλιστές. Είχαν ανεπτυγμένο το αίσθημα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Όταν φθάσαμε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο πατέρας μου είχε πάει στο Μιλγουώκυ. Ο τόπος αυτός είχε γερές σοσιαλιστικές παραδόσεις. Όταν ήμουν 12 ετών οργάνωσα τους συμμαθητές μου για να βρούμε χρήματα να αγοράσουμε σχολικά βιβλία. Όχι πως διαπνεόμουν από φιλανθρωπικά αισθήματα. Αλλά είχα αγανακτήσει. Τα παιδιά, για να αποκτήσουν τα βιβλία δωρεάν, έπρεπε να δηλώσουν ότι ήταν φτωχά. Κι’ αυτό εγώ το θεώρησα πολύ άδικο. Σε λίγο δεχόμουν πολύ έντονα την επιρροή της σοσιαλίστριας αδελφής μου Σάνας.
Είπατε ότι ο σύζυγός σας ασκούσε μεγάλη επιρροή πάνω σας. Πώς τον γνωρίσατε;
Εκεί στο Ντένβερ. Δούλευα σε ένα πλυντήριο. Είχα μάνα χήρα και τρεις αδελφές. Μια απ’ αυτές είχε φυματίωση και βρισκόταν στο εβραϊκό σανατόριο, όπου ήταν και η μεγάλη μου αδελφή Σάνα. Έτσι, τα κοινά που είχαμε οι δυο μας ήταν φυματίωση και φτώχεια, μαζί κι’ ο σοσιαλισμός. Τον λέγαν Μόρις Μέγιερσον. Το δικό μου είναι η εβραϊκή μορφή του ονόματος αυτού. Από την αρχή ήταν ένας αμοιβαίος έρως. Από όλες τις επιδράσεις που έχω δεχθή στη ζωή μου, η δική του ήταν η πιο προσωπική και μεγαλυτέρας διαρκείας. Αυτός με έμαθε να απολαμβάνω την ποίηση, τη μουσική, τη φιλοσοφία. Διαβάζαμε βιβλία μαζί. Θυμάμαι ιδιαίτερα τον Βύρωνα και το Βιβλίο του Ιώβ. Κι’ επειδή ήμασταν σχεδόν απένταροι συνηθίζαμε να πηγαίνουμε σε κονσέρτα που δίνονταν δωρεάν ή ακούαμε μουσική στο πάρκο.
Ο Μόρις όμως δεν ήταν σιωνιστής. Πίστευε ότι ο εθνικισμός δεν ωδηγούσε σε δρόμο σωστό. Πίστευε ακόμη ότι με τον διεθνισμό του σοσιαλισμού θα εξαφανιζόταν και το εβραϊκό πρόβλημα. Την εποχή όμως εκείνη εγώ ήμουν πεπεισμένη πια σιωνίστρια. Μερικοί από τους σιωνιστές ήταν διατεθειμένοι να δεχθούν σαν πατρίδα τους μια χώρα και στην Αφρική ακόμη. Εγώ δεν συμφωνούσα. Τελευταία μάλιστα, που έτυχε να βρεθώ κάμποσες φορές εκεί, θυμούμαι την εποχή εκείνη και λέω στον εαυτό μου: «Θεέ μου! Και να σκεφθή κανείς μόνο ότι θα μπορούσαμε να είχαμε βρεθή εδώ! Πώς θα μας έβλεπαν οι ανεξάρτητες χώρες της Αφρικής τώρα;»
Προσπάθησε ο σύζυγός σας να σας απομακρύνη από τον σιωνισμό;
Βεβαίως. Μου έλεγε: «Θα αποκτήσετε το νέο σας εβραϊκό κράτος. Έτσι θα προστεθή άλλη μια χώρα στον κόσμο. Κι’ έπειτα;»
Εγώ πάλι συνήθιζα να λέω: «Μα διεθνισμός δεν σημαίνει και το τέλος των εθνών. Οι ορχήστρες δεν σημαίνουν και το τέλος των βιολιών». Έτσι έγινα μέλος σιωνιστικής οργανώσεως, της «Πόελε Σιών». Ήταν μια μικρή σιωνιστική συνδικαλιστική οργάνωση, που για στόχο της δεν είχε μόνο τη δημιουργία μιας ξεχωριστής πατρίδας. Επιδίωκε παράλληλα και τη συγκρότηση μιας συνεργατικής κοινοπολιτείας χωρίς τις καπιταλιστικές ανισότητες και στην Παλαιστίνη.
Έτσι αποφάσισα κι’ εγώ να πάω στην Παλαιστίνη για να γίνω μέλος ενός κιμπούτζ, συλλογικού δηλαδή αγροκτήματος. Ήμουν τότε 17 ετών (το 1915) με δράση υπέρ του σιωνισμού και συνδικαλίστρια. Φυσικά ήταν αδύνατο να φύγω τότε από την Αμερική γιατί είχε ξεσπάσει ήδη ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αλλά δεν υπήρχε ακόμη πατρίδα για τους Εβραίους. Όσο για την Παλαιστίνη, ελάχιστα γνωρίζαμε. Τότε οι Τούρκοι απήλασαν από την Παλαιστίνη δύο νεαρούς σιωνιστές. Τον Μπεν Γκουριόν και τον Ίτζακ Μπεν-Ζβη. Τους είχαν κατηγορήσει για συνωμοσία. «Ποτέ δεν πρόκειται να επιστρέψετε!» τους είπαν οι Τούρκοι. Αλλά αυτοί εγύρισαν.
Ο Μπεν Γκουριόν έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ. Και ο Ίτζακ ο δεύτερός του πρόεδρος. Ήρθαν τότε στην Αμερική για να προτρέψουν τους νέους Αμερικανοεβραίους να πάνε στην Παλαιστίνη και να εργασθούν στα συλλογικά αγροκτήματα. Ήταν έκκληση για επιστροφή στα πατρικά χώματα. Κι’ όλα αυτά τα ακούαμε σε μια εποχή που από παντού μαθαίναμε ότι εκατομμύρια Εβραίων, στην Ευρώπη, υπέφεραν από τις αυστριακές και τις ρωσικές στρατιές. Απεφάσισα να πάω ευθύς μόλις συγκέντρωνα τα απαραίτητα γι’ αυτό χρήματα. Ο Μόρις δεν ήθελε με κανένα τρόπο. Ήθελε όμως να με παντρευθή. Του είπα ότι αν πραγματικά με ήθελε θάπρεπε να έλθη στην Παλαιστίνη. Για να είμαι πιο ακριβής, αν μπορούσε να με παντρευθή χωρίς να πάη στην Παλαιστίνη θα ήταν πολύ πιο ευτυχής. Δεν μπορούσε όμως να κάμη διαφορετικά κι’ έτσι ήλθε μαζί μου.
Αν όμως δεν ερχόταν μαζί σας;
Θα πήγαινα μόνη μου στην Παλαιστίνη με συντριμμένη την καρδιά μου.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις