Λουκίνο Βισκόντι: «Έκανε τις ηθοποιούς του να κλαίνε και μετά τους χάριζε διαμάντια»
Ομοφυλοφιλία, καυτές σχέσεις, αλκοολισμός, αιμομιξία, ψυχικές ασθένειες, μανίες σε όλα τα επίπεδα: κανένα ταμπού ή άβολο θέμα δεν έμεινε πίσω στις ταινίες του Ιταλού σκηνοθέτη και «μπαμπά» του ιταλικού νεορεαλισμού.
Φελίνι, Αντονιόνι, Βισκόντι: Ο ιταλικός κινηματογράφος έχει τη δική του Αγία Τριάδα.
Μαζί, αυτοί οι τρεις σκηνοθέτες κατάφεραν να αναπαραστήσουν και να ερμηνεύσουν την ιταλική κοινωνία σε μια κρίσιμη περίοδο της ιστορίας μας – από την ερήμωση που άφησε πίσω του ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μέχρι το οικονομικό θαύμα και πέρα από αυτό.
Αν ο Φελίνι ανακάτευε αναμνήσεις και ονειρικές ατμόσφαιρες στην καθημερινότητα και ο Αντονιόνι εξερευνούσε την υπαρξιακή κρίση μιας αστικής τάξης που βαριέται μέχρι θανάτου, ο Βισκόντι διεκδίκησε για τον εαυτό του το δράμα της πιο αγνής ποιότητας, κατά προτίμηση τοποθετημένο στο κέντρο μιας αριστοκρατίας σε διαρκή παρακμή.
Σκηνοθέτης από την ανώτερη τάξη
Οι κριτικοί έχουν συχνά κατηγορήσει τον προνομιούχο Βισκόντι ότι είναι υπερβολικά παρακμιακός και μεγαλομανής, αν και αυτή ακριβώς η ιδιότητα -το στυλ του σκηνοθέτη να τροφοδοτεί υπερβολικά τις ταινίες του με προτάσεις από τη λογοτεχνία, τη μουσική και το θέατρο, εντυπωσιακούς εσωτερικούς χώρους και πολυτελή κοστούμια- έγινε τελικά το μοναδικό του σήμα κατατεθέν.
Ο Βισκόντι ήξερε ένα-δυο πράγματα για την ανώτερη τάξη, αφού γεννήθηκε σε μια από τις πιο αξιόλογες οικογένειες της χώρας: Ήταν ένα από τα εφτά παιδιά μιας από τις πιο πλούσιες οικογένειες της πόλης του Μιλάνου. Ο πατέρας του, Τζουζέπε Βισκόντι, καταγόταν από την αριστοκρατική οικογένεια των Βισκόντι του Μοντρόνε και η μητέρα του ήταν κληρονόμος της μεγαλύτερης φαρμακευτικής εταιρείας της χώρας.
Δείτε το βίντεο
Γεννήθηκε την «Ημέρα των Νεκρών»
Ο Βισκόντι θα ερμηνεύσει τα γενέθλιά του, στις 2 Νοεμβρίου 1906 -η Ημέρα των Νεκρών- ως την πρώτη εκδήλωση του επαναστατικού του πνεύματος: «Ήρθα στον κόσμο την Ημέρα των Νεκρών, από μια σύμπτωση που θα παραμείνει πάντα σκανδαλώδης, ίσως με εικοσιτετράωρη καθυστέρηση την Ημέρα των Αγίων Πάντων».
Και επαναστατικός ήταν. Στα 30 και πλέον χρόνια της καριέρας του, ελάχιστες ταινίες του δεν προσέλκυσαν λογοκρισία ή κάποιο σκάνδαλο, αρχής γενομένης από το ντεμπούτο του. Η ταινία Διαβολικοί Εραστές (Ossessione, 1943), βασισμένη στο τραγικό μυθιστόρημα του James M. Cain, Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές, είναι ένα παθιασμένο δράμα για ένα ερωτικό τρίγωνο. Η ταινία φέρεται να ξέφυγε από τα νύχια της φασιστικής λογοκρισίας μόνο και μόνο επειδή άρεσε στον ίδιο τον Μουσολίνι.
Η σκηνοθεσία θεατρικών έργων του Βισκόντι, για την οποία είναι –άδικα- ελάχιστα γνωστός, ήταν ακόμη πιο τολμηρή. Ξεφυλλίζοντας τους τίτλους τους, υποψιάζεται κανείς ότι διάλεξε τα θέματά του από τον Θάνατο του Εμποράκου του Άρθουρ Μίλερ, το Λεωφορείο ο Πόθος του Τένεσι Ουίλιαμς και το Les Parents terribles του Ζαν Κοκτώ με μοναδικό σκοπό να σοκάρει το κοινό.
Ομοφυλοφιλία, καυτές σχέσεις, αλκοολισμός, αιμομιξία, ψυχικές ασθένειες, μανίες σε όλα τα επίπεδα: Κανένα ταμπού ή άβολο θέμα δεν έμεινε πίσω. Η ιταλική κοινωνία της εποχής, παγιδευμένη σε ένα ασφυκτικό μείγμα ηθικισμού και καθολικής ρητορικής, χρειαζόταν επειγόντως μια τέτοια θεραπεία αντίκτυπου.
Η γλυκιά παρακμή, το βούτυρο στο ψωμί του
Οι περισσότερες ταινίες του Βισκόντι αναπτύσσονται γύρω από τα ίδια θέματα, υποστηρίζοντας νευρικούς χαρακτήρες, όπως ο επιδεικτικός βασιλιάς Λουδοβίκος Β’ της Βαυαρίας στο Λυκόφως των Θεών (1973) ή η ακόλαστη Ιταλίδα κόμισσα Λίβια Σερπιέρι στο Έτσι Τελείωσε μια Μεγάλη Αγάπη (1954).
Αποπλανημένη, έχοντας ζήσει την εκμετάλλευση και τελικά την εγκατάλειψη από τον (ωραιότατο) Αυστριακό υπολοχαγό Φραντς Μάλερ, η κόμισσα συνειδητοποιεί την τοξικότητά του μόνο μετά τις δύο ώρες που διαρκεί η ταινία. Τον καταδίδει, καταδικάζοντας ουσιαστικά τον εραστή της σε θάνατο, αλλά τελικά τρελαίνεται και σέρνει τον εαυτό της (και το ακριβό της φόρεμα) στη Βενετία φωνάζοντας απεγνωσμένα το όνομά του: «Φραντς; Φραντς; Φραααντς;».
Η ταινία λογοκρίθηκε σε μεγάλο βαθμό. Πολλές σκηνές μάχης θεωρήθηκαν ηττοπαθείς, βλάπτοντας την εικόνα του ιταλικού στρατού, ενώ πολλές από τις ρομαντικές θεωρήθηκαν άσεμνες.
Δύο από τις πιο γνωστές ταινίες του Βισκόντι, ο Ρόκο και τα Αδέρφια του (Rocco e i Suoi Fratelli,1960) και Οι Καταραμένοι (La Caduta degli Dei, 1969), αποτελούν τέλεια παραδείγματα των οικογενειακών τραγωδιών που είναι τόσο αγαπητές στον σκηνοθέτη, αν και διαδραματίζονται σε αντίθετο φόντο.
Είτε πρόκειται για «την ανθρωπότητα που υποφέρει και ελπίζει» (κωδικοποιημένη έκφραση για την εργατική τάξη που χρησιμοποιούνταν τότε στην Ιταλία) είτε για μια αυτοκαταστροφική οικογένεια Γερμανών μεγιστάνων που αντιμετωπίζει την άνοδο του ναζισμού, η προαναφερθείσα παρακμή είναι εγγυημένη από τον Βισκόντι.
Παρεμπιπτόντως, οι δύο ταινίες μάς έδωσαν αρκετά εμβληματικές ομοερωτικές σκηνές -Οι ηθοποιοί Αλέν Ντελόν και Ρενάτο Σαλβατόρι που κάνουν ντους μετά από προπόνηση πυγμαχίας, για παράδειγμα.
Πολύπλοκος και πρωτοποριακός
Η βαθιά πολυπλοκότητα του Βισκόντι ακροβατεί ανάμεσα στο τρίπτυχο: αριστοκράτης, ομοφυλόφιλος και αριστερός.
Ο επιτυχής συνδυασμός οποιασδήποτε δύο από αυτές τις τρεις περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια εκείνης της εποχής, θα ήταν ήδη μια σπουδαία κοινωνική κατάκτηση μιας και οι αποκλείσεις ήταν έντονες και σαφείς, αφήνοντας μικρό –έως κανένα- περιθώριο μετακινήσεων από την μία περίπτωση στην άλλη.
Ο κατάλογος των ακινήτων που κατείχαν οι Βισκόντι, ωστόσο, σίγουρα θα φώναζε περισσότερο «αριστοκράτης» παρά «αριστερός».
Ο σκηνοθέτης πέρασε την παιδική και στη συνέχεια την ενήλικη ζωή του ανάμεσα στο παλάτι της οικογένειας στο Μιλάνο και σε πολλές άλλες ιδιοκτησίες τους: Το κάστρο στην εξοχή κοντά στην Πιατσέντζα- τη ρωμαϊκή βίλα στη Via Salaria, την οποία μοιραζόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα με τον βοηθό του, που έγινε εραστής και συνεργάτης του, τον σπουδαίο επίσης σκηνοθέτης Φράνκο Τσεφιρέλι, και η μυθολογική Villa la Colombaia στην Ίσκια, με τις μυτερές καμάρες της, τους εσωτερικούς χώρους Art Nouveau, τα αλαβάστρινα βάζα, τις λουλουδάτες ταπετσαρίες, τον Κλιμτ και τον Ματίς στους τοίχους και τις μπλε ορτανσίες -συλλεγμένες από τον κήπο που σχεδίασε ο ίδιος ο Βισκόντι και καλλιεργήθηκαν σε ποσότητες ικανές να γεμίζουν τακτικά κάθε ένα από τα 25 δωμάτια του κτήματος.
Το τρέιλερ του Θάνατος στη Βενετία
Οι ιστορίες του συνεργείου
Υπάρχει μία σειρά απολαυστικών ανεκδότων για την περίπτωση του Βισκόντι, που ήταν ήδη μεγαλύτερος από τη ζωή –τα οποία ανέκδοτα πέρασαν από στόμα σε στόμα εν είδει κουτσομπολιού.
Σύμφωνα με την καταγωγή του, συμπεριφερόταν ως φεουδάρχης, αντιμετωπίζοντας τους πάντες στο συνεργείο του σαν να ήταν υπηρέτες του. Δεν πλήρωνε τους βοηθούς του για μήνες, μόνο για να τους ανταμείψει με ακριβά μεταξωτά μαντήλια, αλλά έσπευδε να πουλήσει τα κοσμήματα της οικογένειας για να εξασφαλίσει αρκετά χρήματα για να συνεχίσει τα γυρίσματα της ταινίας Η Γη Τρέμει (La Terra Trema 1948), όταν η παραγωγή του δεν είχε χρήματα.
Έκανε τις ηθοποιούς του να κλαίνε και μετά τους χάριζε διαμάντια για τα Χριστούγεννα. Κι εκείνες, αρχικά αναστατωμένες και στη συνέχεια δύσπιστες με την εμφάνιση αυτών των τεράστιων λίθων στα δάχτυλά τους, θα σχολίαζαν: «Ένας πραγματικός τζέντλεμαν!».
Και έπειτα, το στυλ της σκηνογραφίας του γεμάτο με ακριβά έπιπλα- τα χιλιάδες κεριά που έπρεπε να ανάβουν, να ξαναανάβουν και να αντικαθίστανται στην αρχή κάθε γυρίσματος για την περίφημη σκηνή του «χορού της Λεοπάρδαλης»- το ανθρώπινο αίμα που προμηθεύτηκε από ένα ρωμαϊκό νοσοκομείο για να «προσθέσει αληθοφάνεια» στη σκηνή της δολοφονίας του πατριάρχη των Καταραμένων (προς μεγάλη φρίκη του Ντερκ Μπογκάρντ).
Κοιτούσε από την απόσταση της θέσης του
Προστατευόμενος από το όνομά του, ο Βισκόντι δεν νοιαζόταν διόλου για το τι πίστευαν οι άλλοι γι’ αυτόν.
Η μητέρα του έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του: Απίστευτα πολυδιαβασμένη, τόσο όμορφη όσο και αυστηρή, και υπερκαθολική. Ο Λουκίνο και τα αδέλφια του έπρεπε να ξυπνούν καθημερινά στις 5:30 π.μ., ακόμα και κατά τη διάρκεια του χειμώνα, για να παρακολουθήσουν την καταπιεστική διδασκαλία της.
Χρόνια αργότερα, η ηθοποιός Σιλβάνα Μάνγκανο, η οποία είχε επιλεγεί για να υποδυθεί τη μητέρα του πανέμορφου Τάτζιο στην ταινία Θάνατος στη Βενετία (1971), θα θυμόταν πώς ο Βισκόντι δοκίμαζε συνεχώς την ικανότητά της να χειρίζεται το πέπλο του κοστουμιού της για να την οδηγήσει να το φορέσει τόσο κομψά όσο η μητέρα του.
Αν σε όλα αυτά, προσθέσουμε τις ασφυκτικές προσδοκίες της ανώτερης τάξης, την επιθυμία να ξεχωρίζει κανείς, να επικυρώνεται ή τουλάχιστον να γίνεται αντιληπτός, δεν είναι περίεργο που τον έλκυε η ηχηρή πολυτέλεια.
Για όλους αυτούς τους λόγους και για περισσότερους, ο Βισκόντι ξεχώρισε πράγματι.
Μια συνέντευξη του σκηνοθέτη το 1969
- Τραμπ και ελληνοτουρκικά – Τι πιστεύουν οι Έλληνες, ένας πρώην διπλωμάτης των ΗΠΑ και ένας πανεπιστημιακός
- Masdar: Με όχημα την ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ σχεδιάζει off shore αιολικά και φωτοβολταϊκά 6 GW σε Ελλάδα και Ισπανία
- Ο Φουκώ διαβάζει Χέγκελ
- Βατικανό: Μπορείτε να περιηγηθείτε ψηφιακά στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη
- Ο Δημήτρης Τζιόβας αναλύει τη σχέση ιστορίας και μυθιστοριογραφίας
- Τα ζώδια σήμερα: Τι ωραία, τι καλά