«Κατάλαβα ότι αυτό το «κλικ» έλεγε μια σημαντική ιστορία»
«Οι τρεις γιαγιάδες έδωσαν ένα μάθημα ανθρωπιάς» τονίζει στα «ΝΕΑ» ο φωτογράφος Λευτέρης Παρτσάλης που απαθανάτισε με τον φακό τις «γιαγιάδες της Συκαμιάς» που φρόντιζαν τα «μωρέλια»
- Λεπέν: Προετοιμαζόμαστε για πρόωρες προεδρικές εκλογές - «Εχει τελειώσει η θητεία Μακρόν»
- Η Microsoft αγοράζει ολόκληρα φορτηγά με τσιπ της Nvidia
- «Αίμα, ιδρώτας και δάκρυα» – Έκθεση κόλαφος της Γερουσίας των ΗΠΑ για τις συνθήκες εργασίας στην Amazon
- Πρεμιέρα για το «Καλάθι του Αϊ Βασίλη» – Τι περιλαμβάνει, που κυμαίνονται οι τιμές
Την περασμένη Κυριακή έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 94 ετών, η Αιμιλία (Μηλίτσα) Καμβύση, η τελευταία εκ των «γιαγιάδων της Συκαμιάς» που προκάλεσαν παγκόσμια συγκίνηση φροντίζοντας τα «μωρέλια» που έφθαναν στη Λέσβο στην κορύφωση της προσφυγικής κρίσης, το καλοκαίρι του 2015. Σχεδόν οκτώ χρόνια αργότερα, με τις τοπικές κοινωνίες των νησιών του Βορείου Αιγαίου να εξακολουθούν να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της διαχείρισης του Προσφυγικού, ο θάνατος της Μηλίτσας ίσως σηματοδοτεί το κλείσιμο του κύκλου της έμπρακτης αλληλεγγύης που απαθανάτισε με τον φακό του ο φωτογράφος Λευτέρης Παρτσάλης τον Οκτώβριο του 2015.
«Την ώρα που τράβηξα τη φωτογραφία, οι γιαγιάδες δεν πήραν χαμπάρι, αλλά ούτε και εγώ σταμάτησα να τους μιλήσω» περιγράφει στα «ΝΕΑ» ο φωτορεπόρτερ. «Εκείνη την ημέρα, αφού είχα φωτογραφίσει κάποιες βάρκες που είχαν φτάσει, αποφάσισα να βγάλω κάποιες φωτογραφίες μέσα στο χωριό. Είδα το παιδάκι να κλαίει στην αγκαλιά της μάνας του – η οποία πιθανότατα είναι από το Αφγανιστάν και όχι από τη Συρία – και πήρε το αφτί μου τη γιαγιά να λέει για το «μωρέλι». Κοντοστάθηκα και κοιτούσα τη σκηνή. Η Μηλίτσα έκανε νόημα στη μητέρα για να της δώσει το μωρό και η προσφύγισσα της το έδωσε. Από τη στιγμή που η γιαγιά ξεκίνησε να ζητάει το παιδί, μέχρι να το ξαναδώσουν πίσω στη μητέρα του, εγώ ήμουν στο πλάι και τραβούσα» αφηγείται.
Μπήκε μια ηλιαχτίδα
Αν και νέος φωτογράφος τότε, ο Παρτσάλης κατάλαβε γρήγορα ότι αυτό το «κλικ» έλεγε μια σημαντική ιστορία. «Ηταν η φωτογραφία που ξεχώρισα εκείνη την ημέρα» λέει και συνεχίζει: «Οταν πηγαίνεις κάπου για φωτορεπορτάζ, συνήθως καταγράφεις το ανθρώπινο δράμα που εκτυλίσσεται μπροστά σου. Η συγκεκριμένη σκηνή ήταν σαν να άνοιξαν τα σύννεφα και να μπήκε μια ηλιαχτίδα. Ενιωσα όμορφα την ώρα που έπαιρνα τις φωτογραφίες, χαμογελούσα και με κατέλαβε μια αισιοδοξία – αυτές οι κινήσεις προσθέτουν αξία στο είδος μας, μας κάνουν περισσότερο ανθρώπους. Είμαι χαρούμενος που ήμουν εκεί και κατέγραψα τη σκηνή, και είμαι υπερήφανος γιατί έγινε γνωστή μια εικόνα μου που δεν δείχνει ένα πνιγμένο παιδί, αλλά ένα παιδί που λάμβανε φροντίδα από τρεις άγνωστες γυναίκες, τρεις γιαγιάδες που το κρατούσαν σαν να είναι εγγόνι τους».
«Οι γιαγιάδες δεν έπαιζαν κάποιον ρόλο, τους βγήκε φυσικά να βοηθήσουν με αυτόν τον τρόπο. Αλλωστε, αυτό δεν ήταν το μόνο παιδάκι που φρόντισαν∙ όλο για τα «μωρέλια» έλεγαν, για αυτά πονούσε η ψυχή τους πιο πολύ» σπεύδει να προσθέσει. Σχολιάζοντας τα χαρακτηριστικά του καρέ, στέκεται στην έννοια της συνέχειας, όπως αυτή συμβολίζεται από τις τρεις γενιές που είναι παρούσες στη φωτογραφία. «Το χαρακτηριστικό αυτό κάνει την εικόνα πιο δυνατή» επισημαίνει.
Ενιωσα ότι είμαι εγγόνι τους
Ο φωτογράφος κράτησε επαφή με τις τρεις γιαγιάδες της Σκάλας Συκαμιάς. «Καθώς τότε οι ροές ήταν αυξημένες, πήγαινα συχνά στο νησί και κανόνισα να τις βρω για να τους δώσω τις φωτογραφίες εκτυπωμένες σε μέταλλο, να τις έχουν ως αναμνηστικό – τότε ήταν και η πρώτη φορά που γνωριστήκαμε» θυμάται. «Και με τις τρεις ένιωσα ότι είμαι εγγόνι τους, με αγκάλιασαν. Οσες φορές ξαναπήγα στη Λέσβο έκτοτε, δεν υπήρχε περίπτωση να μην περάσω να τις χαιρετήσω».
Ωστόσο, μεγαλύτερη οικειότητα ανέπτυξε με τη Μηλίτσα. «Ολα αυτά τα χρόνια, εγώ ήρθα πιο κοντά με τη γιαγιά Μηλίτσα. Σε αυτό βοήθησε και η κόρη της: κάθε φορά που ήμουν στο νησί ερχόταν στο ξενοδοχείο και μου άφηνε πορτοκάλια ή μια πίτα, ακόμα κι αν δεν ήμουν εκεί. Το 2020 που είχα πάει στη Λέσβο, η Μηλίτσα μού είπε: «Γιε μου, την επόμενη φορά που θα ξανάρθεις εγώ δεν θα είμαι εδώ». Εγώ όμως ξαναπήγα κάποιους μήνες αργότερα, εν πολλοίς για να τη διαψεύσω».
Ο Παρτσάλης βρέθηκε και στην κηδεία της γιαγιάς Μηλίτσας την περασμένη Δευτέρα, όχι για να καλύψει δημοσιογραφικά το μυστήριο, αλλά για να την αποχαιρετήσει. «Στην κηδεία, κάτοικοι του χωριού με ευχαρίστησαν λέγοντάς μου ότι με τη φωτογραφία μου έδειξα το καλό τους πρόσωπο και την ανθρωπιά τους» σημειώνει συγκινημένος.
Νοιάζονται για τους πρόσφυγες
Παρά τις αντιδράσεις που έχουν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια στις τοπικές κοινωνίες, ο φωτογράφος παρατηρεί πως οι γηραιότεροι κάτοικοι, μεταξύ αυτών και οι τρεις γιαγιάδες, δεν άλλαξαν τη στάση τους: «Νοιάζονταν και νοιάζονται για τους πρόσφυγες περισσότερο κι από ό,τι για τους εαυτούς τους». Αντιθέτως, παρατηρεί ότι οι νεότερες γενιές έχουν αγανακτήσει με την κατάσταση και το βάρος που έχει πέσει στις τοπικές κοινωνίες. «Ταράχτηκαν τα νερά σε όλα τα νησιά που δοκιμάστηκαν από το προσφυγικό κύμα του ’15, με αποτέλεσμα να προκληθεί μια αγανάκτηση που έχει οδηγήσει πολλούς να στρέφονται κατά των μεταναστών και των προσφύγων. Σε μεγάλο βαθμό, η αγανάκτηση πήρε τη θέση της αλληλεγγύης από ένα σημείο και μετά, καθώς οι κάτοικοι νιώθουν ότι παλεύουν μόνοι τους – δεν είχαν υποστήριξη ούτε από το κράτος ούτε από την Ευρώπη» εξηγεί.
Ακόμα κι αν οι συνθήκες έχουν αλλάξει και οι τρεις γιαγιάδες έχουν πια αποχωρήσει από τη σκηνή, πίσω τους μένει η ηλιαχτίδα που άνοιξε τα σύννεφα και πλημμύρισε τη Λέσβο με φως. Και η ηλιαχτίδα αυτή θα συνεχίσει να δείχνει τον δρόμο της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης. «Οι τρεις γιαγιάδες έδωσαν ένα μάθημα ανθρωπιάς, το οποίο οι ίδιες δεν το είδαν ποτέ έτσι όπως το έχει εκλάβει η υπόλοιπη κοινωνία, η οποία έχει διχαστεί τα τελευταία χρόνια γύρω από το Προσφυγικό» καταλήγει ο Παρτσάλης.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις