Η ιστορία του ανθρώπου που άλλαξε για πάντα το άλμα εις ύψος
Η τεχνική του Φόσμπερι επικράτησε ταχύτατα και ήδη στην επόμενη Ολυμπιάδα του Μονάχου το 1972, η Δυτικογερμανίδα Ούλρικε Μάιφαρτ χρησιμοποιώντας την νέα τεχνική κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο
- Πώς η Amazon σκοπεύει να «χτυπήσει» Shein, Temu και… Tik Tok
- «Μητέρες και μωρά υποφέρουν από τον πόλεμο» – Το μήνυμα της θρυλικής Βανέσα Ρεντγκρέιβ
- «Το αεροπλάνο που έπεσε επλήγη από ρωσικό πύραυλο» λένε πηγές της κυβέρνησης του Αζερμπαϊτζάν
- Νέο χτύπημα του Ισραήλ στο νοσοκομείο Καμάλ Αντουάν - Πέντε νεκροί εργαζόμενοι
Το μεγάλο προσόν του Ντίκ Φόσμπερι δεν ήταν το αθλητικό του ταλέντο, αλλά το μυαλό του. Ως φοιτητής στο τμήμα Φυσικής – Μηχανικής του πανεπιστημίου του Ορεγκον, που τον έχανες που τον έβρισκες, ήταν στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου.
Ο άνθρωπος που άλλαξε τον τρόπο που οι αθλητές πηδούσαν στο άλμα εις ύψος και ο οποίος έφυγε από τη ζωή πριν λίγες μέρες, ήταν ένας λάτρης του αθλητισμού.
Το άλμα εις ύψος τον είχε κερδίσει αλλά μετά βίας έφτανε ως το 1.50μ. το οποίο δεν μπορούσε να περάσει με αποτέλεσμα οι συναθλητές του να τον πειράζουν καθώς έμενε πάντα τελευταίος.
Οι ώρες μελέτης στη βιβλιοθήκη είχαν να κάνουν τόσο με τον αθλητισμό όσο και με τη μηχανική καθώς ήθελε να βρει τρόπο να πηδάει όσο το δυνατόν πιο ψηλά. Ο πλέον δημοφιλής τρόπος ήταν ο «Στραντλ», κατά τον οποίο οι αθλητές κοιτούσαν τον πήχη και περνούσαν πρώτα το δεξί τους πόδι και μετά το αριστερό στο λεγόμενο «άλμα ψαλίδι».
Γνώριζε ότι εάν δεν έβρισκε κάτι διαφορετικό, δεν θα μπορούσε να συναγωνιστεί τους αντιπάλους του. Και ήταν πολύ εγωιστής για να παραδοθεί αμαχητί. Σε ένα βιβλίο εντόπισε μία φωτογραφία ενός άλτη του παρελθόντος (του Φινλανδού Κάλεβι Κότκας), ο οποίος χρησιμοποιούσε έναν διαφορετικό τρόπο άλματος που έμοιαζε λίγο με αυτό που θα καθιέρωνε αυτός λίγο αργότερα.
Ο Ντικ Φόσμπερι κατάλαβε ότι εάν λύγιζε το σώμα του με την πλάτη προς τον πήχυ, τότε το κέντρο μάζας του σώματος θα βρισκόταν κάτω από αυτόν και θα τον βοηθούσε να ανέβει σε μεγαλύτερα ύψη. Ο άλτης παρουσίασε στον προπονητή του, Μπέρνι Βάγκνερ, τη νέα τεχνική και αμέσως άρχισαν οι προπονήσεις με αυτόν τον τρόπο.
Ο Φόσμπερι είδε ουσιαστικά ότι με την πλάτη μπορεί να δώσει στο σώμα του μεγαλύτερη ώθηση στο άλμα και τη δύναμη των δύο ποδιών του και άρχισε να το δουλεύει.
Για πρώτη φορά παρουσίασε το άλμα στο κολεγιακό πρωτάθλημα και εντυπωσίασε το κοινό. To 1964 η «Medford Mail Tribune» το αποκάλεσε «Φόσμπερι Φλοπ» όπως και έμεινε στην ιστορία αργότερα.
Μάλιστα στο ρεπορτάζ αναφερόταν ότι ένας τραυματισμός τον ανάγκασε να πειραματιστεί στο άλμα που έμελλε να γράψει τελικά ιστορία.
Περνώντας πλέον πολύ μεγαλύτερα ύψη ο Φόσμπερι πήρε άνετα – μέσω των αμερικανικών τράιαλς – την πρόκριση για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968.
«Τεμπέλης»
Οι δημοσιογράφοι στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού το 1968 όταν τον είδαν στα πρώτα δοκιμαστικά αλλά και στον προκριματικό έγραψαν την επόμενη μέρα στις εφημερίδες τους (δεν υπήρχε φυσικά ίντερνετ) υποτιμητικά σχόλια για τον Αμερικανό φοιτητή δίνοντάς του μάλιστα τον τίτλο: «τεμπέλης άλτης».
Αυτός προκρίθηκε στον τελικό με την ψυχολογία στα ύψη ενώ οι αντίπαλοί του δεν τον μιμούνταν συνεχίζοντας να κάνουν το κλασσικό άλμα «Στράντλ».
Στις 20 Οκτωβρίου του 1968 στο κατάμεστο «Στάδιο του Μεξικού» ο 21χρονος (ύψους 1.95) φοιτητής του τμήματος Χημικών Μηχανικών του πανεπιστημίου του Ορεγκον περνάει με άνεση όλα τα ύψη (Άρχισε από τα 2,03, συνέχισε σε 2,06, 2,09, 2,12, 2,14, 2,16, 2,18, 2,20 και στα 2,22).
Το τελευταίο ύψος είχαν περάσει και ο συμπατριώτης του Εντ Κάρουδερς και ο Σοβιετικός Βαλεντίν Γκαβρίλοφ. Ο Φόσμπερι βάζει τον πήχη στα 2.24 και τον περνάει με την τρίτη προσπάθεια μέσα σε αποθέωση. Δοκιμάζει και στα 2.29 χωρίς επιτυχία αλλά είναι ήδη χρυσός ολυμπιονίκης και έχει περάσει στο πάνθεον της ιστορίας.
Στους επόμενους Ολυμπιακούς στο Μόναχο το 1972 ο Φόσμπερι είχε αποφοιτήσει και είχε εγκαταλείψει τον αθλητισμό αλλά όλοι στους αγώνες εφάρμοζαν πλέον το «Φόσμπερι Φλόπ».
Η τεχνική του Φόσμπερι επικράτησε ταχύτατα και ήδη στην επόμενη Ολυμπιάδα του Μονάχου το 1972, η Δυτικογερμανίδα Ούλρικε Μάιφαρτ χρησιμοποιώντας την νέα τεχνική κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο με ισοφάριση του παγκοσμίου ρεκόρ, ενώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1976 ο Γιάτσεκ Φσόουα από την Πολωνία αναδείχθηκε πρώτος στους άνδρες με τη Ρόζμαρι Άκερμαν από την Ανατολική Γερμανία στην ίδια διοργάνωση να είναι η τελευταία αθλήτρια ή αθλητής που κατέκτησε τον Ολυμπιακό τίτλο με την προηγούμενη τεχνική.
Ο Φόσμπερι αφοσιώθηκε στην επιστήμη του και έγινε ένας πετυχημένος επαγγελματίας, κάποια στιγμή συνιδιοκτήτης μιας μεγάλης εταιρείας στο Αϊντάχο, της «Galena Engineering».
Το 2008 ανακάλυψε ότι έπασχε από καρκίνο στη σπονδυλική στήλη. Δεν το έβαλε κάτω, άρχισε τις χημειοθεραπείες και τις ακτινοβολίες. Ένα χρόνο, αργότερα, ανακοίνωσε ότι ο όγκος βρίσκεται σε ύφεση και αργότερα έκανε γνωστό ότι είχε βγει και σε αυτό το δύσκολο στίβο νικητής.
Το 2016 αποφάσισε να ασχοληθεί και με την πολιτική. Διεκδίκησε μια θέση στη Βουλή των Αντιπροσώπων του Αϊντάχο αλλά δεν κατάφερε να εκλεγεί.
Πάντα κοντά στον στίβο
Μέχρι και το θάνατό του έμεινε κοντά στον αθλητισμό. Ήταν μέλος του σωματείου «Πρωταθλητές για την ειρήνη». Πρόκειται για μία ομάδα από 54 διάσημους αθλητές, οι οποίοι με άξονα τον αθλητισμό αγωνίζονταν για την παγκόσμια ειρήνη.
Το άλμα του Ντικ Φόσμπερι έχει εμπνεύσει σκηνοθέτες και μουσικούς. Το 2015 κυκλοφόρησε ένα βίντεο κλιπ, το «Broken Arrows» (στίχοι του Zac Brown), το οποίο βασίζεται στην προσωπική και στην αθλητική ζωή του ολυμπιονίκη.
Το βασικό στοιχείο στο άλμα «Φόσμπερι» χαρακτηρίζεται από (τουλάχιστον) τα τελευταία τέσσερα ή πέντε βήματα να γίνονται σε μια καμπύλη, επιτρέποντας στον αθλητή να γέρνει αργά στη σειρά του, μακριά από την μπάρα. Αυτό επιτρέπει το κέντρο βάρους να χαμηλώνει ακόμη και πριν από την κάμψη του γόνατος, δίνοντας μεγαλύτερη χρονική περίοδο για την ώθηση για την απογείωση.
Επιπλέον, κατά την απογείωση, η ξαφνική κίνηση από την κλίση από τα μέσα προς τα έξω προκαλεί μια περιστροφή του σώματος βοηθώντας το άλμα.
Κατά την άνοδο προς τα επάνω, ο αθλητής μπορεί προοδευτικά να λυγίσει τους ώμους, την πλάτη και τα πόδια σε μια κίνηση-σαν-κύλιση, κρατώντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του σώματος κάτω από τη μπάρα.
Αντίθετα το στυλ «Στράντλ» απαιτούσε δύναμη στο γόνατο απογείωσης και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πιο αποτελεσματικά από σχετικά εύσωμους αθλητές, ενώ το Φόσμπερι φλοπ επέτρεψε σε λεπτούς αθλητές του ύψους να χρησιμοποιήσουν τον συντονισμό τους για καλύτερα αποτέλεσμα (επίδοση) και να μην διακινδυνεύσουν τυχόν τραυματισμούς στα γόνατα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις